Του Σεβ. Μητροπολίτου Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμονος.
Για τον Γέροντα Γεράσιμο τον Μικραγιαννανίτη, τον Μεγάλο Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, την μεγάλη αυτή σύγχρονη μορφή της Εκκλησίας μας, την καλλικέλαδο αηδόνα, όχι μόνο του Άθωνος αλλά και ολοκλήρου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ισχύει η προτροπή του ουρανοβάμονος αποστόλου Παύλου, «μνημονεύετε των ηγουμένων υμών … ών αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής μιμείσθε την πίστιν».
Αυτή η πίστη έφερε τον Γέροντα νεαρό στο Άγιο Όρος, σε ηλικία 18-20 ετών, και μάλιστα όχι σε ένα μοναστήρι, σε ένα κοινόβιο, αλλά «εν γή ερήμω και αβάτω και ανύδρω», στη Μικρή Αγία Άννα, στην έρημο του Αγίου Όρους.
Καί αυτή η πίστη, η μεγάλη, η ακλόνητη στον Χριστό, τον κράτησε στον τόπο, ακόμη και όταν ο Γέροντάς του τον εγκατέλειψε μετά από δύο χρόνια, νέο μοναχό και νέο στην ηλικία, εκτεθειμένο στις παγίδες και στις επιθέσεις του πονηρού. Όμως η πίστη του αυτή και η σταθερότητά του στην επιλογή που έκανε, του έφερε τη χάρη και την ευλογία του Θεού, που αποκαλύφθηκε οφθαλμοφανώς σε έναν ενάρετο μοναχό, τον Γέροντα Εφραίμ τον ταλαίπωρο, όπως ονομαζόταν.
Ο όσιος αυτός Γέροντας περνούσε μιά ημέρα έξω από την Καλύβη του τιμίου Προδρόμου, όπου ζούσε τότε ο π. Γεράσιμος, νέος τότε, και είδε να υπερίπταται ο τίμιος Πρόδρομος. Έκπληκτος τότε τον ρώτησε: «Τί κάνεις εδώ, τίμιε Πρόδρομε;» Και εκείνος του απήντησε: «Κάθομαι εδώ και φυλάω το καλογέρι που μου ανάβει τα καντήλια».
Η πίστη όμως αυτή του Γέροντος στηριζόταν και ενισχυόταν και με την προσευχή, διότι η ζωή του Γέροντος υπήρξε μία διαρκής προσευχή, είτε μέσα στον ναό είτε στο κελί του είτε όταν συνέθετε τις ακολουθίες, αδιαλείπτως προσηύχετο, με όλη τη θέρμη της ψυχής του.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του μακαριστού Γέροντος Διονυσίου του Μικραγιαννανίτου, του πνευματικού μας, όταν ο ίδιος ήταν νεαρός μοναχός και ζούσε στο παρακάτω κελί, μαζί με τον Γέροντα Αβιμέλεχ, μία νύκτα, την ώρα που σηκώθηκαν για να διαβάσουν την Ακολουθία, ο Γέρων Αβιμέλεχ βγήκε από τον ναό και κατευθύνθηκε πρός την αυλή.
Μία περίεργη λάμψη τον έκανε να στρέψει το βλέμμα του πρός τον Τίμιο Πρόδρομο, όπου ασκήτευε ακόμη μόνος του ο Γέρων Γεράσιμος. Και τότε είδε να φλέγεται ο ναός του τιμίου Προδρόμου και η λάμψη να βγαίνει από το παράθυρο.
Επέστρεψε στον ναό, όπου ο π. Διονύσιος συνέχιζε να διαβάζει την Ακολουθία, και του είπε ότι πήρε φωτιά ο ναός του τιμίου Προδρόμου και πρέπει να σπεύσουν γρήγορα να βοηθήσουν τον π. Γεράσιμο που κινδύνευε.
Όντως έτρεξαν και οι δύο όσο πιό γρήγορα μπορούσαν και έφθασαν στο παράθυρο από όπου έβγαινε η λάμψη της φωτιάς. Όταν πλησίασαν και κοίταξαν μέσα στον ναό, τα έχασαν.
Ο π. Γεράσιμος προσευχόταν γονατιστός και όλος ο ναός ήταν πλημμυρισμένος από θείο και ουράνιο φώς, του οποίου η λάμψη ήταν αυτή που έβγαινε από το παράθυρο και τους είχε κινητοποιήσει.
Τότε ο Γέρων Αβιμέλεχ, άγιος και αυτός μοναχός, πήρε τον π. Διονύσιο από το χέρι και του είπε: «Ο Γέρων Γεράσιμος έχει πνευματική κατάσταση, ας μην τον ενοχλήσουμε, πάμε να φύγουμε». Και έτσι επέστρεψαν και συνέχισαν την Ακολουθία τους.
Όταν την επόμενη ημέρα συναντήθηκαν και είπαν στον Γέροντα Γεράσιμο το περιστατικό, εκείνος από ταπείνωση έκανε ότι δεν καταλάβαινε γιατί του μιλούσαν.
Αυτή η πνευματική εμπειρία δεν ήταν η μοναδική που είχε προσευχόμενος ο μακαριστός Γέροντας, επεδίωκε όμως να τις αποκρύπτει και ελάχιστες μόνο φορές μπορούσαν να καταλάβουν οι πατέρες και οι συνομιλητές του ότι πίσω από τα λόγια του για τον Χριστό, για την Κυρία Θεοτόκο ή για τους αγίους κρυβόταν κάποια ουράνια εμπειρία. Και επέτρεπε στον εαυτό του να υπαινιχθεί αυτή την εμπειρία για να ενισχύσει τον συνομιλητή του, όπως έκανε κάποτε με τους μαθητές ενός κατηχητικού σχολείου που συνάντησε στο πλοιάριο για το Άγιο Όρος.
Όταν τον ρώτησαν «πώς είναι, Γέροντα, ο Χριστός;» γιατί ο καθηγητής τους τους είχε πεί ότι ήταν «αδύνατος, ψηλός και φυματικός», ο Γέροντας τους τον περιέγραψε λέγοντας «Τί είναι αυτά που σας λένε; Ο Χριστός μας είναι δυνατός, ωραίος, λάμπει το πρόσωπόν του». Και όταν οι μαθητές τον ρώτησαν «καί που το ξέρετε εσείς, Γέροντα», ο Γέρων Γεράσιμος τους είπε «Τόν είδα, παιδιά μου, και είναι πανέμορφος και λάμπει υπέρ χιλίους ηλίους …»
Καί σταμάτησε απότομα, γιατί κατάλαβε ότι είχε παρασυρθεί και είχε αποκαλύψει τη Θεοφάνεια, η οποία επιβεβαιώθηκε μετά την κοίμησή του, όταν οι πατέρες της Συνοδείας του βρήκαν ένα αυτόγραφο σημείωμα, στο οποίο ο Γέροντας Γεράσιμος περιέγραφε τους αγώνες του, όταν ακόμη ζούσε μόνος, και την ουράνια επίσκεψη του Κυρίου.
Έγραφε ο Γέροντας «… Ο Κύριος επέβλεψεν και εξαπέστειλεν το έλεός του. Παρήλθεν η αγωνιώδης αύτη κατάστασις, ήτις διήρκεσεν επί δύο συναπτά έτη, κατά τα οποία ευρέθην ως να είμαι εις ασέληνον και ζοφώδη νύκτα, εγκαταλελειμμένος από πάντας, μόνος, μονώτατος εις μίαν έρημον, αλλ᾽ είχα απαράμιλλον υπομονήν εν τελεία αυταπαρνήσει, έως ότου συνέβη η εξής θεία επίσκεψις.
Είδον τον Κύριον, είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος, λάμποντα υπέρ τον ήλιον και μου λέγει “Τί έχεις τέκνον μου; Δεν σε εγκατέλειψα, είμαι πλησίον σου, σε εδοκίμασα και ήδη παρήλθον όλα”».
Αυτής της θείας εμπειρίας αξιώθηκε ο Γέροντας δύο χρόνια αφότου έμεινε μόνος στο Άγιο Όρος, μετά την αναχώρηση του Γέροντός του, και πάλευε σκληρά, σώμα με σώμα, με τον σατανά.
Ήταν η απάντηση του Χριστού στην υπομονή του, στην πίστη του και στην αδιάλειπτη προσευχή του. Και αυτές τις αρετές σύστηνε και στους υποτακτικούς του παράλληλα με την ταπείνωση και την υπακοή.
Αυτές συστήνει και σε εμάς, μαζί την προσήλωση και την αφοσίωση στην προσευχή κατά την ώρα των ιερών Ακολουθιών, διότι, όπως έλεγε, «οι άγιοι είναι παρόντες και μας παρακολουθούν και μας ευλογούν» και πολλές φορές τους έβλεπε και πολλάκις επικοινωνούσε και συνομιλούσε μαζί τους.
Πολλές φορές ερχόταν να τον ευχαριστήσουν για τις Ακολουθίες τις οποίες συνέθετε με τόση ευλάβεια, με τόση αγάπη, αφού μελετούσε τη ζωή τους πρώτα, και κατόπιν, όταν τελείωνε και έβγαινε έξω και τον συναντούσαμε, νομίζαμε ότι κατέβαινε από το Θαβώρειο όρος. Ήταν φωτισμένος, έλαμπε μέσα στο άκτιστο φώς της θείας Μεταμορφώσεως.
Ο Γέροντας είχε την πλούσια ευλογία και του Θεού και της Κυρίας Θεοτόκου και των αγίων που ύμνησε, είχε την ευλογία να ζεί μέσα στη χάρη και την ευωδία του Αγίου Πνεύματος, και αξιώθηκε να προείπει και την κοίμησή του. «Θά είναι Σάββατο και εν καιρώ χειμώνος», είχε πεί 20 ημέρες νωρίτερα σε κάποιον προσκυνητή, ο οποίος είχε εκφράσει την επιθυμία, όταν κοιμηθεί ο Γέροντας να παρευρεθεί στην κηδεία του. Και του είπε: «Δέν θα μπορείς, πατέρα μου», ήταν ιερεύς, «διότι θα είναι και Σάββατο και θα είναι και καιρός χειμώνος».
Καί πράγματι τα ξημερώματα του Σαββάτου της 7ης Δεκεμβρίου με το νέο ημερολόγιο, στις 1 και 40 το πρωί, επικαλούμενος τρείς φορές τον άγιο Νεκτάριο, τον οποίο είχε γνωρίσει στα νεανικά του χρόνια, εκοιμήθη, για να μεταβεί «ένθα ουκ έστι πόνος … αλλά ζωή ατελεύτητος»· για να προσεύχεται από εκεί για όλους μας, υμνώντας διηνεκώς τον Χριστό μετά πάντων των αγίων.
Νά έχουμε και εμείς που τον τιμούμε ως πνευματικό μας πατέρα, παππού και προπάτορα την ευχή του να μας προστατεύει και να μας στηρίζει στον αγώνα μας.