Related Posts

Γέροντας Πετρώνιος Προδρομίτης (†) – Η προσευχή μάς πλησιάζει στο Θεό;
Αν κάθε αρετή μας βοηθάει να δούμε το Θεό, μία από αυτές μας βοηθάει κατά τρόπο εξαιρετικό, και αυτή είναι η προσευχή. Όπως μεταξύ δύο προσώπων ο διάλογος δημιουργεί το πιο μεγάλο πλησίασμα, έτσι και η προσευχή, η συνομιλία του ανθρώπου με το Θεό, μας τοποθετεί σε άμεσο και μεγαλύτερο πλησίασμα του Θεού.
Γι’ αυτό η Εκκλησία πλημμύρισε με προσευχές ένα τόσο μεγάλο μέρος της χριστιανικής ζωής, γι’ αυτό μας προτρέπει να προσευχόμαστε ακατάπαυστα, ώστε κάθε άνθρωπος να γίνει ένας άνθρωπος προσευχής, δηλαδή ένας άνθρωπος που δεν προσεύχεται μόνον όταν προσεύχεται, κατά την έκφραση του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος, αλλά ολόκληρη η ζωή του είναι προσευχή.
Πώς πρέπει να γίνεται η αληθινά αδιάλειπτη προσευχή μάς το είπαν μ’ ένα πλήθος διδασκαλιών οι μεγάλοι άνθρωποι της προσευχής. Σταματώ μόνο στο σύντομο και πολύ περιεκτικό ορισμό του αγίου Μαξίμου: «Έχει αδιάλειπτη προσευχή αυτός που ο νους του είναι προσηλωμένος με πολλή ευλάβεια και πόθο στο Θεό και με την ελπίδα κρέμεται από Εκείνον και εμπιστεύεται Εκείνον σ’ ό,τι κάνει και σ’ ό,τι του συμβαίνει».
«Με ευλάβεια και πόθο», δηλαδή άπειρη αγάπη στο Θεό, ώστε να μπορεί να λέει μαζί με τον ψαλμωδό: «εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου» (Ψαλμ. 62:9)· έπειτα «με ελπίδα και εμπιστοσύνη» ολοκληρωτική στο Θεό σ’ όλες τις περιστάσεις της ζωής. Αδιάλειπτη προσευχή επομένως σημαίνει κάτι περισσότερο από μια ακατάπαυστη εργασία προσευχής, σημαίνει μια προσευχή με πίστη ισχυρή, με αγάπη απεριόριστη, με το νου προσηλωμένο στο Θεό, με βαθιά συγκέντρωση στην καρδιά.
Ο σύνδεσμος της αδιάλειπτης προσευχής με την αίσθηση της παρουσίας του Θεού είναι πολύ περισσότερο από εμφανής. Και τα δύο θεμελιώνονται στην πίστη και στην αγάπη του Θεού και βρίσκουν το πλήρωμά τους το ένα στο άλλο.
Διότι το να αισθάνεται κανείς το Θεό αδιάκοπα παρόντα σημαίνει το να βρίσκεται σε αδιάλειπτη προσευχή, ενώ η αδιάλειπτη προσευχή σημαίνει να βρίσκεται ακατάπαυστα μέσα στη παρουσία Του· επειδή «η προσευχή ανατέλλει από την όραση και αίσθηση της παρουσίας του Θεού και επιπλέον δυναμώνει αυτή την όραση» (π. Δημ. Στανιλοάε). Όλοι οι άγιοι έζησαν δυνατά την εμπειρία της παρουσίας του Θεού, και τις αποκαλύψεις και τα θεία οράματα που είχαν, μόνο μέσα στην κατάσταση της προσευχής τα είχαν.
Η πορεία μπροστά στο Θεό και η προσευχή έχουν βαθιά επακόλουθα στη ζωή του ανθρώπου. Η προσπάθεια για κάθε καλό έργο, όπως και ο φόβος και η με προσοχή αποφυγή κάθε αμαρτίας είναι άμεσα επακόλουθα αυτού του πράγματος.
Γι’ αυτό οι πνευματικοί πατέρες στην προσπάθειά τους ν’ αποκτήσουν αυτό το λογισμό έκαναν μια αλάνθαστη πνευματική μέθοδο για τη σωτηρία, όπως λέει και ο Μέγας Αντώνιος· «οπουδήποτε πηγαίνεις, να έχεις πάντοτε προ οφθαλμών σου τον Θεό και θα σωθείς».
Κάποιος πάλι που αξιώθηκε να γλυκαθεί απ’ αυτή την όραση μας προτρέπει θερμά:
«Προσπάθησε –λέει– όλη σου τη ζωή να την αισθάνεσαι να ξετυλίγεται κάτω από το βλέμμα Του.
»Όταν τον ακούς να ομιλεί στο ιερό Ευαγγέλιο γίνε όπως τα πλήθη εκείνα που ακούγοντάς τον ξεχνούσαν την πείνα και τη δίψα, ή όπως η Μαρία, η αδελφή τού Λαζάρου, που εγκαταλείποντας τα πάντα ρουφούσε τα θεία λόγια καθισμένη κοντά στα πόδια του (Λουκ. 10:40).
»Όταν βαδίζεις στο δρόμο, βλέπε τον να σε συνοδεύει πλάι σου για να μη σκοντάψεις και η καρδιά σου να φλέγεται περισσότερο από την καρδιά του Λουκά και του Κλεόπα.
»Όταν ο εχθρός σε στροβιλίζει με τη θύελλα των πειρασμών, να δεις τον εαυτό σου μέσα στο καράβι που κινδυνεύει να βυθιστεί μαζί με τους μαθητές και να μην αμφιβάλλεις ότι Εκείνος είναι μπροστά και ξαφνικά θα ειρηνεύσει τη φουρτούνα και θα φέρει τη γαλήνη.
»Όταν αξιώνεσαι να τον δεχθείς μέσα σου, κατά τη θεία Κοινωνία, λέγε, όπως ο Ζακχαίος, με βαθιά ταπείνωση και ευγνωμοσύνη· “Πώς να σε ευχαριστήσω όπως πρέπει, Κύριε, για την τόσο μεγάλη τιμή που μου έκανες, να εισέλθεις στον οίκο της ψυχής μου;”
»Επίμενε να αισθάνεσαι διαρκώς μέσα στην παρουσία του, αφού είναι μπροστά μας και δεν είναι δύσκολο να αισθανόμαστε τη παρουσία του, μόνο να έχουμε καθαρή καρδιά, πίστη και αγάπη».
Είναι αλήθεια ότι στη ζωή αυτή η αδιάλειπτη προσευχή δεν είναι ακόμη αδιάλειπτη· και η θέα του Θεού είναι ως «εν εσόπτρω και εν αινίγματι». Αυτά τα βιώματα είναι ατελή και αποσπασματικά, ακόμη και γι’ αυτούς που αξιώνονται κατά τρόπο εξαιρετικό να έχουν αυτές τις εμπειρίες. Αλλά αυτά είναι ένας αρραβώνας μιας καταστάσεως τελείας, όταν θα συναντηθούμε με τον Κύριο «πρόσωπο προς πρόσωπο», όταν και η θέα και η συνομιλία με Εκείνον θα είναι χωρίς τέλος, καθώς και η ανέκφραστη απόλαυση των δικαίων.
Αποσπάσματα από το άρθρο «Εν τω φωτί τού προσώπου του Θεού». Περιοδικό Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 5 (1980).

Ο Μεγάλος Αγιασμός των Θεοφανείων
1. Ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στό Μεγάλο Ἁγιασμό πού τελεῖται τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἐκεῖνον τῆς κύριας ἡμέρας τῆς ἑορτῆς;
Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός πού τελεῖται τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος. Ἐσφαλμένα κάποιοι θεωροῦν ὅτι δῆθεν τελεῖται τήν παραμονή ὁ «μικρός Ἁγιασμός» καί τήν ἑπόμενη ὁ «Μέγας». Καί στίς δύο περιπτώσεις τελεῖται ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός.
Μικρός Ἁγιασμός τελεῖται τήν πρώτη μέρα κάθε μήνα, καθώς καί ἐκτάκτως ὅταν τό ζητοῦν οἱ χριστιανοί σέ διάφορες περιστάσεις (ἐγκαίνια οἰκιῶν, καταστημάτων καί ἱδρυμάτων, σέ θεμελίωση κτισμάτων κ.λπ.). Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός τελεῖται μόνο δύο φορές τό χρόνο (τήν 5η καί 6η Ἰανουαρίου) στό Ναό.
2. Ποῦ φυλάσσεται ὁ Μέγας Ἁγιασμός καί γιά ποιό λόγο;
Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός φυλάσσεται ὅλο τό χρόνο στό Ναό. Φυλάσσεται ὄχι ἄνευ λόγου. Καί ὁ λόγος δέν εἶναι ἄλλος, παρά γιά νά «μεταλαμβάνεται» ἀπό τούς πιστούς ὑπό ὁρισμένες συνθῆκες καί προϋποθέσεις.
Συνηθισμένη εἶναι η περίπτωση πού ἀφορᾶ στούς διατελοῦντες ὑπό ἐπιτίμιο τοῦ Πνευματικοῦ, πού ἐμποδίζει τή συμμετοχή τους στη Θεία Κοινωνία, γιά ὁρισμένο καιρό, καί εἴθισται νά δίδεται σέ αὐτούς, γιά εὐλογία καί παρηγοριά τους, Μέγας Ἁγιασμός.
Κανένα κώλυμα δέν ὑφίσταται πρός τοῦτο, ἐφ’ ὅσον μάλιστα βρίσκονται «ἐν μετανοίᾳ καί ἐξομολογήσει».
Ἀπαραίτητα ὅμως πρέπει νά συνειδητοποιοῦν ὅτι ὁ Μέγας Ἁγιασμός δέν ὑποκαθιστᾶ οὔτε ἀντικαθιστᾶ τή Θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ὁποία ὀφείλουν μέ τή μετάνοια νά προετοιμάζονται, γιά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά κωλύματα τῆς ἁμαρτίας, ὥστε νά ἀξιωθοῦν νά κοινωνήσουν τό ταχύτερο.
3. Μπορεῖ ὁ Μέγας Ἁγιασμός νά φυλάσσεται στό σπίτι καί νά πίνουν ἀπ’ αὐτόν σέ καιρό ἀσθένειας ἤ γιά ἀποτροπή βασκανίας καί κάθε σατανικῆς ἐνέργειας;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι θετική. Παρέχεται ἀπ’ αὐτό τοῦτο τό ἱερό κείμενο τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, πού προβλέπει «ἵνα πάντες οἱ ἀρυόμενοι καί μεταλαμβάνοντες ἔχοιεν αὐτό (τό ἡγιασμένον ὕδωρ…) πρός ἰατρείαν παθῶν, πρός ἁγιασμόν οἴκων, πρός πᾶσαν ὠφέλειαν ἐπιτήδειον», καί δή καί «δαίμοσιν ὀλέθριον, ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσιν ἀπρόσιτον» (πρβλ. καί τή συναφή εὐχή σέ βασκανία· «φυγάδευσαν καί ἀπέλασαν πᾶσαν διαβολικήν ἐνέργειαν, πᾶσαν σατανικήν ἔφοδον καί πᾶσαν ἐπιβουλήν… καί ὀφθαλμῶν βασκανίαν τῶν κακοποιῶν ἀνθρώπων»).
Ἀναντίρρητα χειραγωγεῖται μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ πιστός νά ἀποφεύγει ἄλλες διεξόδους («ξόρκια», μαγεῖες καί ἄλλες μεθοδεῖες τοῦ πονηροῦ), καί νά καταφεύγει στά ἔγκυρα «ἁγιάσματα» τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι ὁ Μέγας Ἁγιασμός, ἀλλά καί ὁ «μικρός» λεγόμενος Ἁγιασμός, ὡς συνειδητό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ταμειούχου τῆς θείας χάριτος, καί μέτοχος τῶν ἁγιαστικῶν της μέσων.
Προϋποτίθεται βέβαια ὅτι στίς οἰκίες ὅπου φυλάσσεται ὁ Μέγας Ἁγιασμός, καί τό καντήλι θά ἀνάβει καί θά καίει ἐπιμελῶς, καί ἡ εὐλάβεια θά ὑπάρχει στά μέλη τῆς οἰκογενείας, τούς συζύγους καί τά παιδιά, καί θά ἀποφεύγεται κάθε αἰτία πού ἀποδιώχνει τή θεία χάρη (ὅπως βλασφημίες ἤ ἄλλες ἀσχημοσύνες).
4. Ποιά ἡ σχέση νηστείας καί Μεγάλου Ἁγιασμοῦ;
Ἡ ἱστορική ἀρχή τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ εἶναι ἡ ἑξῆς: Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων -ὅπως τήν παραμονή τοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς- γινόταν ἡ βάπτιση τῶν Κατηχουμένων, δηλ. τῶν νέων χριστιανῶν.
Τά μεσάνυχτα τελοῦνταν ὁ ἁγιασμός τοῦ ὕδατος γιά τήν τελετή τοῦ Βαπτίσματος· τότε εἰσήχθη ἡ συνήθεια -ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος- οἱ χριστιανοί νά παίρνουν ἀπό τό ἁγιασμένο νερό καί νά πίνουν ἤ νά τό μεταφέρουν στά σπίτια τους γιά εὐλογία καί νά τό διατηροῦν ὁλόκληρο τό χρόνο· «Διά τοῦτο καί ἐν μεσονυκτίῳ κατά τήν ἑορτήν ταύτην ἅπαντες ὑδρευσάμενοι, οἴκαδε τά νάματα ἀποτίθενται, καί εἰς ἐνιαυτόν ὁλόκληρον φυλάττουσιν» (Λόγος εἰς τό ἅγιον βάπτισμα τοῦ Σωτῆρος· ΡG 49, 366).
Ἀργότερα ὅμως, σέ καιρούς λειτουργικῆς παρακμῆς, ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ ἀπομονώθηκε ἀπό αὐτή τοῦ Βαπτίσματος, παρόλο πού διατήρησε πολλά στοιχεῖα του. Παρέμεινε ἡ συνήθεια ὥστε οἱ πιστοί νά παίρνουν ἀπό τό ἁγιασμένο νερό «πρός ἁγιασμόν οἴκων», ὅπως ἀναφέρει ἡ καθαγιαστική εὐχή τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ.
Νωρίς ἐπίσης ἐπικράτησε ἡ συνήθεια τῆς νηστείας πρίν ἀπό τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων, γιά δύο λόγους:
Πρῶτο, οἱ δύο μεγάλες ἑορτές τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἦταν ἑνωμένες σέ μία, αὐτή τῶν Θεοφανείων ἤ Ἐπιφανείων, πού τελοῦταν τήν 6η Ἰανουαρίου (συνήθεια πού διατηρεῖται στήν Ἀρμενική Ἐκκλησία μέχρι σήμερα)· ὅμως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (4ος αἰ.) χώρισε τίς δύο γιορτές καί ὅρισε ἡ μέν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ νά γιορτάζεται τήν 25η Δεκεμβρίου, ἡ δέ Βάπτιση καί φανέρωση τῆς ἁγίας Τριάδας τήν 6η Ἰανουαρίου.
Πρίν ἀπό κάθε Δεσποτική ἑορτή προηγοῦνταν νηστεία γιά τήν ψυχική καί σωματική κάθαρση τῶν πιστῶν. Ἄς θυμηθοῦμε πώς ἡ νηστεία ἔχει μέσα της τό στοιχεῖο τοῦ πένθους γιά τίς ἁμαρτίες.
Ἔτσι ὅταν χώρισαν οἱ δύο ἑορτές, ἡ νηστεία πού προηγοῦνταν ἀκολούθησε τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων· γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία ὅρισε νά νηστεύουμε μόνο τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων σάν προετοιμασία γιά τήν ἑορτή, καί ὄχι περισσότερες ἡμέρες, γιατί βρισκόμαστε σέ ἑορταστική περίοδο, τό ἅγιο Δωδεκαήμερο.
Καί δεύτερο· ἀρχαία συνήθεια ἦταν ἐπίσης αὐτοί πού θά βαπτίζονταν νά νηστεύουν καί μαζί μέ αὐτούς οἱ Ἀνάδοχοι, οἱ συγγενεῖς, ἀλλά καί ἄλλοι χριστιανοί οἱ ὁποῖοι τηροῦσαν ἐθελοντικά νηστεία «ὑπέρ τῶν βαπτιζομένων».
Δέν ἦταν λοιπόν δύσκολο στή συνείδηση τῶν χριστιανῶν νά συνδεθοῦν ἡ πόση τοῦ ἁγιασμοῦ καί ἡ νηστεία, χωρίς νά ὑπάρχει αἰτιώδης σχέση μεταξύ αὐτῶν.
Ἔτσι λοιπόν, μεταφέροντας τό ζήτημα στή σημερινή ἐποχή μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι οἱ τακτικῶς μεταλαμβάνοντες τῶν ἁγίων Μυστηρίων καί τηροῦντες τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως καί τῆς 5ης Ἰανουαρίου, εἶναι ἤδη ἕτοιμοι ὥστε νά πιοῦν ἀπό τό Μεγάλο Ἁγιασμό τῆς 5ης καί 6ης Ἰανουαρίου.
Σέ ἄλλη περίπτωση, ἐνδείκνυται νά τελοῦν σχετική νηστεία, ὅπως ὁρίζει σ’ αὐτούς ὁ Πνευματικός τους.
Τέλος ὅσοι ἐκτάκτως πίνουν ἀπό τό Μεγάλο Ἁγιασμό πού φυλάσσουν στό σπίτι τους, σέ ὧρες ἀσθενειῶν καί κινδύνων κ.λπ., μετά ἤ ἄνευ νηστείας, ἄς μήν ὑστεροῦν στήν πνευματική νηστεία ἀπέχοντες «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός τε καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 7,1).
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Πατρῶν κυροῦ Νικοδήμου
Ἀρχικῶς αὐτή δημοσιεύθηκε στά ΔΙΠΤΥΧΑ τοῦ ἔτους 1999 (σσ. οη΄-π΄),
πρός ἐνημέρωση τῶν εὐλαβέστατων Ἐφημερίων καί πληροφόρηση τῶν πιστῶν.