
Κανείς δεν μπορεί να βλάψει μια πιστή ψυχή. Αλλά οτιδήποτε κι αν πάθει, υπολογίζεται σαν κέρδος της.
Ενώ ο άπιστος τιμωρείται από την ίδια του την απιστία, όπως ο εργάτης, που κοπιάζει χωρίς να ελπίζει πώς θα πληρωθεί μετά τον κόπο. Ο πιστός, αντίθετα, βρίσκει πολλή παρηγοριά, επειδή ακριβώς και τότε που κοπιάζει είναι πιστός, κι ελπίζει ν’ αμειφθεί για την υπομονή του.
Ενώ ο άπιστος, αφού δεν πιστεύει πως θα πάρει μισθό από τον Κύριο, τι παρηγοριά να βρει;
Και το παραμικρό λοιπόν να πάθει, κάθεται και σαπίζει στους λογισμούς του, και συλλογίζεται “και μου είπε”, “και έχω να του πω”, μνησικακώντας και βάζοντας με το νου του πράγματα αδύνατα, που συχνά δεν μπορεί να τα πραγματοποιήσει.
Οι άνθρωποι, βλέπετε, δεν κατορθώνουν όσα σκέφτονται, αλλά μόνο όσα τους επιτρέπει ο Θεός, κι αυτά για τους λόγους που μόνο Εκείνος ξέρει…”
Αββάς Ζωσιμάς
Η ενανθρώπηση του Χριστού, γι’ αυτόν είναι ταπείνωση. Κι όμως αυτός χαίρεται να είναι μικρός ανάμεσά μας, να τρέχει πίσω μας σαν υπηρέτης (Λουκ. 22, 27), να μας παρακαλεί σαν μικρότερος να γυρίσουμε κοντά Του.
Έλεγε κάποιος στον π. Ιωήλ Γιαννακόπουλο τους λόγους, που τον εμπόδιζαν να συμφιλιωθεί με τον αδελφό του:
– Δεν μπορώ, πάτερ μου, να μιλήσω εγώ πρώτος. Ο αδελφός μου πρέπει να μου μιλήσει πρώτος! Αυτός έφταιξε κι όχι εγώ! Κι έπειτα αυτός είναι μικρότερος κι εγώ μεγαλύτερος.
– Δεν μου λες, ρώτησε ο πνευματικός, ποιός είναι μεγαλύτερος; Εμείς ή ο Θεός;
– Μα θέλει και ρώτημα; Ο Θεός βέβαια!
– Και ποιός έφταιξε στον άλλο; Ο Θεός σ’ εμάς ή εμείς στον Θεό;
– Εμείς φταίξαμε στον Θεό.
– Και ποιός έκανε την αρχή της συμφιλιώσεως; Εμείς πήγαμε στον Θεό ή ο Θεός ήρθε σ’ εμάς;
– Ο Θεός ήρθε σ’ εμάς.
– Λοιπόν;
– Λοιπόν, …σας ευχαριστώ! Έχετε δίκιο. Εγώ θα πάω στον αδελφό μου!
Ώστε ο Θεός, που είναι απείρως μεγαλύτερος και δεν μας έφταιξε καθόλου, κάνει την πρώτη κίνηση και έρχεται για συμφιλίωση. Έρχεται με μόνο κίνητρο την αγάπη. Θέλει μόνο να μας δώσει την ευκαιρία ν’ αφήσουμε την έχθρα που, όχι αυτός, αλλά εμείς έχουμε γι’ αυτόν, να συμφιλιωθούμε μαζί του. Γι’ αυτό και κλίνει ουρανούς, αφήνει δηλαδή το μεγαλείο του και έρχεται κοντά μας ταπεινός. Σαν ένας από μας, ίσος με εμάς, ακόμα και παρακάτω από μας, αφού λαμβάνει «δούλου μορφήν» (Φιλ. 2, 7).
Η ενανθρώπηση του Χριστού, γι’ αυτόν είναι ταπείνωση. Κι όμως αυτός χαίρεται να είναι μικρός ανάμεσά μας, να τρέχει πίσω μας σαν υπηρέτης (Λουκ. 22, 27), να μας παρακαλεί σαν μικρότερος να γυρίσουμε κοντά Του. Κι εμείς; Θεωρούμε ταπεινωτικό να πλησιάσουμε έναν τέτοιο Θεό; Είναι μειωτικό για μας να ανταποκριθούμε στην τόση αγάπη Του;