


Ο Χριστός ήταν και είναι η μόνη και διαρκής παράκληση κάθε ανθρώπου. Φυγαδεύει κάθε θλίψη και μεταμορφώνει κάθε ανθρώπινο πόνο. Κανένας δεν αγάπησε τόσο πολύ τον άνθρωπο και δεν τον απάλλαξε από τον φόβο των οριακών του καταστάσεων, όσο ο Χριστός.
Στα Ιεροσόλυμα, στον χώρο της προβατικής κολυμβήθρας, στην επιλεγόμενη Βηθεσδά γίνεται το θαύμα της θεραπείας του παραλυτικού, που σήκωνε το σταυρό της ασθένειάς του 38 ολόκληρα χρόνια.
Στην κατάσταση αυτή όπως συμπεραίνουμε από το ευαγγελικό κείμενο τον οδήγησε η αμαρτία και η διακοπή της σχέσεώς του με το Θεό. Και εκεί που τα ανθρώπινα σχήματα είχαν καλλιεργήσει μέσα του την απελπισία και τη μοναξιά, εκείνος περίμενε υπομονετικά τη θεραπεία του. Και το θαύμα γίνεται. Ο Θεός δεν τον αφήνει.
Ο λόγος του Χριστού είναι σωτήριος. «Να, έχεις γίνει καλά. Από ‘δω και πέρα μην αμαρτάνεις για να μην πάθεις χειρότερα». Η λυτρωτική παρουσία του Κυρίου θεραπεύει το σώμα και την ψυχή του παραλύτου
Ο Θεός γίνεται προσιτός με την άκτιστη χάρη Του και τις άκτιστες ενέργειές Του, που είναι μέρος της θείας υπάρξεώς Του. Ο άνθρωπος μπορεί πραγματικά να συναντήσει το Θεό. Η συνάντηση όμως αυτή γίνεται με τρόπο ησυχαστικό, δηλαδή γίνεται στο χώρο της καρδιάς, όπως έγινε η συνάντηση του Χριστού με τον Παραλυτικό.
Η αναζήτηση λοιπόν, του Θεού δε γίνεται μόνο με την ανθρώπινη διάνοια αποκομμένη από την υπόλοιπη ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά με τον όλο αδιαίρετο άνθρωπο, και κέντρο αυτής της προσπάθειας είναι η ανθρώπινη καρδιά.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να συναντήσει τον Θεό όσο βρίσκεται ο διάβολος μέσα στην καρδιά του, που συχνά εξουσιάζει την καρδιά του ανθρώπου.
Η μόνη μας φροντίδα πρέπει να είναι η βίωση της ζωής του Χριστού, να είμαστε μαθητές Του και να πάψουμε να είμαστε δέσμιοι της αμαρτίας. «Πας ο ποιών την αμαρτίαν, δούλος εστί της αμαρτίας. Ο δε δούλος ου μένει εν τη οικία εις τον αιώνα. Ο Υιός μένει εις τον αιώνα. Εάν ουν υμάς ελευθερώση όντως ελεύθεροι έσεσθε» (Ιω. 8, 34-36).
Αυτή ακριβώς την ελευθερία χαρίζει ο Κύριος στον παραλυτικό, στον καθένα μας, ο οποίος αγωνίζεται να γίνει υιός του Θεού και να κατοικήσει αιώνια στην οικία του Πατρός του.
Βέβαια η προσευχή μας γι’ αυτό δεν έρχεται αμέσως. Δεν είναι εύκολη υπόθεση να διατηρούμε στην καρδιά μας τη μνήμη του Θεού, ενώ είμαστε περικυκλωμένοι από ένα κόσμο, ο οποίος δεν προσεύχεται και δεν ζει ευχαριστιακή ζωή.
Η προσευχή μεταφέρει το νου και την καρδιά στην αιωνιότητα και το μόνο που μας απασχολεί είναι πως θα γίνουμε άξιοι του Θεού. Αυτό δεν σημαίνει μια παθητική ζωή έξω από τους αδελφούς μας, μια κατακόρυφη ατομική σχέση με το Θεό.
Αντίθετα, ο άνθρωπος της προσευχής είναι εκείνος που με την προσευχή του αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, όλη την κτίση, όλο τον κόσμο.
Το πνεύμα της προσευχής μας κάνει να κυριαρχούμε στα πάθη μας και όχι στους άλλους, μας κάνει ανθρώπους αγάπης, ευσπλαχνίας, κατανοήσεως, ευγένειας. Μας κάνει να είμαστε σαν τον Κύριο που άκουσε το παράπονο του παραλυτικού και τον θεραπεύει, τον λυτρώνει.
Η προσευχή στη χαρά, στη δοκιμασία, στον πειρασμό και στον αγώνα είναι η ελπίδα μας και η χαρά μας.
Πηγή: panagiapalatiani.gr
«Ελέησόν με, Κύριε…» (Ματθ. 15:22)
Το «Κύριε, ελέησον» είναι η πιο σύντομη προσευχή. Δυο λέξεις είναι, αλλά τι δύναμη έχουν, όταν λέγονται όπως πρέπει, με βαθιά πίστη και αφοσίωση!
Το «Κύριε, ελέησον» το είπε και η γυναίκα του σημερινού ευαγγελίου (Ματθ. 15:21-28) και έκανε θαύμα.
Ποια ήταν η γυναίκα αυτή; Ήταν μια Χαναναία. Χαναναία δεν είναι ένα γυναικείο όνομα· είναι όνομα που δηλώνει την καταγωγή της (όπως λέμε Αθηναία, έτσι και Χαναναία)· η πατρίδα της ήταν στα σύνορα του Ισραήλ. Όταν ήρθε ο Χριστός εκεί κοντά, αυτή έτρεξε και του φώναζε: «Ελέησόν με, Κύριε» (Ματθ. 15:22).
Τι ήθελε; Είχε ένα κορίτσι δυστυχισμένο, που το σπάρασσε το δαιμόνιο· έπεφτε κάτω, άφριζε, σπαρταρούσε σαν το ψάρι, φοβερό θέαμα. Κανένας μάγος, κανένας γιατρός δεν μπόρεσε να το θεραπεύσει. Απελπισμένη, έρχεται στην Ελπίδα και λέει «Κύριε, ελέησον». Μα ο Χριστός δεν απαντά· φαίνεται να μην ενδιαφέρεται. Αυτή δεν απελπίζεται. Τρέχει από πίσω, φωνάζει δυνατότερα: «Κύριε, ελέησον».
Επεμβαίνουν οι μαθητές:
– Μα, Κύριε, δεν ακούς; δεν τη λυπάσαι, δεν την σπλαχνίζεσαι;…
Είχε το σκοπό του ο Χριστός.
– Εγώ, λέει, το ψωμί το ‘χω για τα παιδιά μου, όχι για τα σκυλιά.
Τι εννοούσε· τα θαύματα τα κάνω στο λαό μου τον Ισραήλ, όχι στους ακάθαρτους ειδωλολάτρες (δεν ήρθε ακόμα ο καιρός γι’ αυτούς). Μια ύβρις ήταν αυτός ο χαρακτηρισμός· την είπε σκυλί. Αλλ’ αυτή δεν θύμωσε, δεν έφυγε. Πήρε το λόγο αυτό του Χριστού και τον έκανε όπλο της.
– Ναι, λέει, Κύριε, παραδέχομαι ότι εγώ δεν είμαι παιδί σου, είμαι ένα σκυλάκι στην αυλή σου. Και το σκυλάκι όμως κάθεται κάτω απ’ το τραπέζι. Τρώει το αφεντικό φαγητό, κι αυτό περιμένει να φάει απ’ τα ψίχουλα που πέφτουν. Ένα ψίχουλο, Κύριε, θέλω· δεν ζητώ το ψωμί σου ολόκληρο…
Τι μεγάλα λόγια αυτά! Ένα ψίχουλο από την άπειρη δύναμη του Χριστού ζήτησε. Κι ο Χριστός, που είδε αυτή την πίστη, αυτή την ταπείνωση, αυτή την επίμονη προσευχή, της είπε: «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις! γενηθήτω σοι ως θέλεις…» (Ματθ. 15:28).
Ας διδαχθούμε, αγαπητοί μου, κι εμείς. Η Εκκλησία μας δεν είναι ψέμα· η επικοινωνία με το Θεό είναι ζωντανή, ολοζώντανη. Μπορεί να ‘ναι ψέμα τα άστρα, ο ήλιος, η γη, τα πάντα· ένα δεν είναι ψέμα· ο Κύριός μας. Να μιμηθούμε λοιπόν κι εμείς τη Χαναναία. Ας γονατίζουμε και ας προσευχόμαστε λέγοντας ακαταπαύστως το «Κύριε, ελέησον».
Το «Κύριε, ελέησον» το λέγανε οι άγιοι και έκαναν θαύματα. Τα παλιά τα χρόνια το λέγανε όλοι οι Χριστιανοί γονατιστοί και με δάκρυα. Στη Ρωσία ο πιστός λαός το λέει και βουίζει η εκκλησία. Στο Άγιο Όρος κρατούν κομποσχοίνι όλη νύχτα· κάθε κόμπος κι ένα «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Εμείς; Τυπικώς· παρόντες στην εκκλησία τω σώματι, απόντες τω πνεύματι, χωρίς συναίσθηση, χωρίς ρίγος.
Το «Κύριε, ελέησον» είναι η πιο μικρή προσευχή. Μπορεί να την πει κι ένας αγράμματος, μπορεί να την πει και το μικρό παιδί, και το νήπιο, κι ο ασπρομάλλης γέρος. Και ο Θεός ακούει το «Κύριε, ελέησον».
Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης
Απόσπασμα ομιλίας στον Ι. Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Αμυνταίου την 1-2-1987.