


«και αφοριεί αυτούς απ’ αλλήλων ώσπερ ο
ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων»
(Ματθ. 25:32)
Σήμερα, όπως είναι γνωστό, είναι η Κυριακή των Απόκρεω, η οποία ονομάζεται έτσι διότι σήμερα το βράδυ σταματούν οι χριστιανοί να τρώνε το κρέας, και από αύριο αρχίζει η εβδομάδα της Τυρινής, κατά την οποία τρώμε όλα τα υπόλοιπα και όλες τις μέρες, γίνεται δηλαδή η λεγομένη λευκή νηστεία, προκειμένου από την Καθαρά Δευτέρα να μπούμε στην καθ’ αυτό νηστεία.
Ονομάζεται όμως η σημερινή ημέρα και Κυριακή της Κρίσεως, καθότι «μνείαν ποιούμεθα της Δευτέρας και αδεκάστου Παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» και της φοβεράς κρίσεως που θα επακολουθήσει.
Όταν έλθει λοιπόν ο Χριστός μας με όλη του τη θεϊκή δόξα και μαζί του όλοι οι άγγελοί του, τότε θα καθίσει στο θρόνο της άκτιστης δόξας του και θα μαζευτούν μπροστά του όλα τα έθνη, όλοι όσοι έζησαν μέχρι την ώρα εκείνη, και θα τους ξεχωρίσει, όπως ο βοσκός χωρίζει τα πρόβατα από τα κατσίκια. Τα πρόβατα θα τα βάλει δεξιά και τα κατσίκια αριστερά.
Θα πει δε σε αυτούς που θα βρίσκονται δεξιά: «Ελάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου και κληρονομήσατε τη βασιλεία που σας ετοιμάστηκε από την αρχή του κόσμου. Διότι πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και με ποτίσατε, ήμουν ξένος και με περιμαζέψατε, γυμνός και με ντύσατε, άρρωστος και με επισκεφθήκατε, στη φυλακή και ήρθατε να με δείτε».
Στην απορία δε των δικαίων πότε είδαν και πρόσφεραν στο Χριστό τα όσα προαναφέρθηκαν, θα απαντήσει: «Εφόσον τα κάνατε σε έναν από τους ελάχιστους αδελφούς μου, σε μένα τα κάνατε».
Στους άλλους, που θα είναι στα αριστερά, θα πει: «Φύγετε από μένα και πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά που ετοιμάστηκε για το διάβολο και τους αγγέλους του. Διότι ενώ με είδατε πεινασμένο, διψασμένο, ξένο, γυμνό, άρρωστο και στη φυλακή δεν μου προσφέρατε τίποτε».
Και όταν τον ρωτήσουν, πότε τον είδαν σε κάποια ανάγκη και δεν τον εξυπηρέτησαν, θα τους απαντήσει: «Εφόσον δεν κάνατε το καλό σε έναν από τους άσημους αδελφούς μου, ούτε σε μένα το κάνατε».
Και αυτοί μεν θα απέλθουν στην αιώνια κόλαση, οι δε δίκαιοι θα ζήσουν την αιώνια ζωή.
Αυτή είναι, κάπως απλά και συνεπτυγμένα, η εικόνα της μέλλουσας και τελικής κρίσεως, την οποία μας έδωσε ο Χριστός, και ας προσπαθήσουμε τώρα να προσέξουμε και να εξηγήσουμε κάποια της σημεία.
Καταρχάς, ας τονίσουμε ότι την είπε το αψευδές στόμα του Κυρίου μας. Αυτό σημαίνει ότι θα γίνει οπωσδήποτε. Και αυτό έχει μεγάλη σημασία για την πνευματική-χριστιανική μας ζωή. Όπως ο αθλητής έχει το νου του στον στόχο, στο τέρμα, και εγκρατεύεται και προπονείται για να επιτύχει αυτόν τον στόχο, έτσι και εμείς χρειάζεται να έχουμε συχνά-πυκνά το νου μας στο θάνατο και την κρίση. Να μη καλοστρωνόμαστε και βολευόμαστε σε αυτή τη ζωή, αλλά να προετοιμαζόμαστε για να δώσουμε την «καλή απολογία». Να καταστήσουμε τον εαυτό μας κατάλληλο για να κληρονομήσει την αιώνια, τη θεϊκή ζωή. Ή καλύτερα να αρχίσουμε από τώρα να ζούμε την αιώνια ζωή. Να φροντίσουμε, ενόσω έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά σε αυτή τη ζωή, να αποκτήσουμε όλα εκείνα που ζήτησε ο Χριστός προκειμένου να πει: «Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν».
Ζήτησε την αγάπη, μέσα στην οποία είναι και όλες οι άλλες αρετές. Για να κληρονομήσουμε τη βασιλεία του Θεού πρέπει να είμαστε παιδιά του και μάλιστα πραγματικά και ζωντανά. Υιός του Θεού αγαπητός είναι ο Χριστός. Και εμείς γινόμαστε αγαπητοί υιοί και θυγατέρες του Θεού, μόνο αν γίνουμε ένα με το Χριστό με το άγιο Βάπτισμα, και στη συνέχεια είμαστε ζωντανά μέλη του Σώματός του, της Εκκλησίας του, με την κοινωνία του Σώματος και του Αίματός του αλλά και με τις άγιες αρετές, και μάλιστα της ταπεινώσεως και της αγάπης.
Και αυτά, επαναλαμβάνουμε, πρέπει να γίνουν στην παρούσα ζωή. Εάν δεν γίνουν εδώ, μη περιμένουμε να γίνουν εκεί. Εδώ είναι το στάδιο των αγώνων και της προετοιμασίας. Εδώ πρέπει να θεραπευτεί η ψυχή μας, από εδώ πρέπει να έχουμε αισθητή μέσα μας την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, που πρώτος και κύριος είναι η αγάπη. Εκεί είναι το στάδιο της κρίσεως και της ανταποδόσεως. Της χωρίς τέλος θεϊκής ζωής ή της ατέλειωτης κολάσεως την οποία ζει ο αμετανόητος διάβολος.
Δεύτερον. Γνωρίζουμε, ιδιαίτερα με τις παραβολές του τελώνου και Φαρισαίου καθώς και του ασώτου υιού, ότι ο Θεός μας είναι Θεός συγνώμης, ελέους, αγάπης. Πώς τώρα παρουσιάζεται ως αυστηρός Κριτής ο οποίος στέλνει κάποιους στο «πυρ το αιώνιον»; Μήπως αλλάζει ο Θεός; Ας αναφέρουμε δύο παραδείγματα.
Ο ήλιος με την ακτινοβολία του φαίνεται να προκαλεί δυο διαμετρικά αντίθετα αποτελέσματα. Όταν πέσει πάνω στον σκληρό πάγο τον μαλακώνει, τον κάνει νερό. Όταν πέσει πάνω στη μαλακιά λάσπη τη σκληραίνει. Δεν αλλάζει ο ήλιος ούτε η ακτινοβολία του αλλά έχουμε διαφορετικά αποτελέσματα διότι αλλάζει η φύση των σωμάτων πάνω στα οποία πέφτει.
Και κάτι πιο ανθρώπινο. Η παρουσία του ίδιου ανθρώπου χαροποιεί εκείνον που τον αγαπά, και στενοχωρεί, «καίει» εκείνον που τον μισεί, τον εχθρεύεται.
Και ο Θεός πάντα και προς όλους είναι αγάπη. Αλλά η αγάπη του Θεού ευφραίνει τους αγίους, εκείνους δηλαδή που τον αγαπούν, και θλίβει, κατακαίει τον διάβολο διότι εχθρεύεται τον Θεό.
Στον παρόντα αιώνα, πριν από τη Δευτέρα Παρουσία του ο Χριστός μακροθυμεί. Διακριτικά αποκρύπτει την παρουσία του και αφήνει τον καθένα να διαλέξει: το Χριστό και τη ζωή του Χριστού ή τη ζωή χωρίς Χριστό, τη ζωή, την κόλαση που ζει ο διάβολος.
Όμως αυτό δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον. Κάποτε θα μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Αφού καθένας σταθεροποιηθεί σ’ αυτό που διάλεξε, θα ξαναέλθει ο Χριστός ως Κύριος των πάντων, θα καταστήσει εμφανή την Παρουσία του, οπότε καθένας, ανάλογα με αυτό που επέλεξε και έγινε, ανάλογα με τη μετάνοια ή την αμετανοησία του, θα πάρει τη θέση του.
Οι μετανοημένοι που αγάπησαν το Χριστό και τους αδελφούς του θα τον βλέπουν και θα χαίρονται· θα κληρονομήσουν την αιώνια ζωή της αγάπης του Χριστού. Οι αμετανόητοι που δεν θεράπευσαν την καρδιά τους, που δεν απόκτησαν την ανιδιοτελή, τη θυσιαστική αγάπη του Χριστού, θα έχουν σκοτάδι πνευματικό και κόλαση αιώνια, χωρίς τελειωμό, εφόσον «εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια».
Αυτή την αιώνια κόλαση φοβούμενοι και την αιώνια ζωή αγαπώντας, ας φροντίσουμε, εκμεταλλευόμενοι τη μακροθυμία του αγίου Τριαδικού Θεού, ενόσω έχουμε τα μάτια ανοιχτά στην παρούσα ζωή, να αποκτήσουμε την αγάπη που θυσιάζεται, με τη φιλότιμη προσπάθειά μας και προπαντός με τη χάρη του Χριστού, για να αξιωθούμε της εκ δεξιών του παραστάσεως, μαζί με την Παναγία Μητέρα μας και με όλους τους αγίους. Αμήν.
Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας
«Eις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται» (Ιω. 9:39)
ΑΓΑΠΗΤΟΙ αδελφοί! Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, μετά τη θεραπεία του εκ γενετής τυφλού, για την οποία ακούσαμε σήμερα στο ιερό Ευαγγέλιο, είπε: «Ήρθα για να φέρω σε κρίση τον κόσμο, έτσι ώστε αυτοί που δεν βλέπουν να βρουν το φως τους, κι εκείνοι που βλέπουν ν’ αποδειχθούν τυφλοί» (Ιω. 9:39). Τέτοια λόγια δεν μπορούσαν ν’ αφήσουν αδιάφορους τους υπερήφανους «σοφούς» και «δικαίους» του κόσμου τούτου, όπως ήταν οι Φαρισαίοι. Εξαιτίας της φιλαυτίας τους και της μεγάλης ιδέας που είχαν για τον εαυτό τους, αισθάνθηκαν θιγμένοι από την παρατήρηση του Κυρίου. Αντέδρασαν, λοιπόν, με μιαν ερώτηση, που εκφράζει την αγανάκτηση και την έπαρσή τους, αλλά συνάμα και τη χλευαστική τους διάθεση και τον φθόνο τους και την περιφρόνησή τους προς τον Χριστό: «Μήπως είμαστε κι εμείς τυφλοί;» (Ιω. 9:40).
Στην απάντηση του Κυρίου καθρεφτίζεται η ψυχική κατάσταση των Φαρισαίων, η οποία προκάλεσε την ερώτησή τους: «Αν ήσασταν τυφλοί, δεν θα ήσασταν ένοχοι· τώρα, όμως, λέτε με βεβαιότητα ότι βλέπετε· η ενοχή σας, λοιπόν, παραμένει» (Ιω. 9:41).
Πόσο φοβερή ασθένεια της ψυχής είναι η έπαρση! Στα ανθρώπινα έργα, στερεί από τον υπερόπτη τη βοήθεια και τη συμβουλή του πλησίον. Και στο έργο του Θεού, στο έργο της σωτηρίας, στέρησε από τους αλαζόνες Φαρισαίους της εποχής του Κυρίου και στερεί από τους Φαρισαίους κάθε εποχής τον πιο πολύτιμο θησαυρό, τη θεία δωρεά που έφερε από τον ουρανό ο Υιός του Θεού· τους στέρησε και τους στερεί τη θεία αποκάλυψη και τη μακάρια κοινωνία με τον Θεό, κοινωνία που προϋποθέτει την αποδοχή αυτής της αποκαλύψεως.
Οι Φαρισαίοι θεωρούσαν ότι ανήκαν στους ανθρώπους «που βλέπουν», ότι δηλαδή είχαν φτάσει στην αληθινή και τέλεια θεογνωσία, δεν χρειάζονταν περαιτέρω πρόοδο και, επομένως, δεν είχαν ανάγκη από καμιά σπουδή ή διδαχή. Γι’ αυτό απέρριπταν τη διδασκαλία για τον Θεό, που τους την παρέδιδε άμεσα ο Ίδιος.
Η αρετή της ταπεινώσεως εναντιώνεται στο πάθος της υπερηφάνειας, το οποίο εκδηλώνεται με ξεχωριστό τρόπο στο πνεύμα του κάθε ανθρώπου. Όπως η υπερηφάνεια είναι κατεξοχήν ασθένεια του πνεύματος, έτσι και η ταπείνωση είναι κατεξοχήν κατάσταση ευρωστίας του πνεύματος, μια αγαθή και μακάρια κατάσταση. Στην Αγία Γραφή και στα έργα των αγίων πατέρων ονομάζεται συχνά και ταπεινοφροσύνη. Τι είναι η ταπεινοφροσύνη; Είναι η ορθή αντίληψη του ανθρώπου για την ανθρώπινη φύση και, επομένως, η ορθή αντίληψη του ανθρώπου για τον εαυτό του.
Το άμεσο αποτέλεσμα της ταπεινώσεως ή ταπεινοφροσύνης ως ορθής αντιλήψεως για την ανθρώπινη φύση και για τον ίδιο μας τον εαυτό είναι η ειρήνευση της καρδιάς. Ο ταπεινός άνθρωπος είναι ειρηνικός και απέναντι στους συνανθρώπους του και απέναντι στον εαυτό του και απέναντι στις κάθε λογής περιστάσεις και απέναντι στον Θεό, είναι ειρηνικός και με τη γη και με τον ουρανό. Η ταπείνωση έχει πάρει το όνομά της από την ειρήνη που γεννά στην καρδιά μας. Την κατάσταση της ηρεμίας, της χαράς και της μακαριότητας, που προκαλείται μέσα μας από την αρετή, την ονομάζουμε ταπείνωση. Όταν θέλουμε μαζί με την κατάσταση να δείξουμε και την πηγή της, τότε κάνουμε λόγο για ταπεινοφροσύνη.
Μη σκεφθείτε, αγαπητοί αδελφοί, ότι ο ορισμός που δώσαμε στην ταπεινοφροσύνη, περιγράφοντάς την ως την ορθή αντίληψη του ανθρώπου για την ανθρώπινη φύση, γενικά, και για τον εαυτό του, ειδικά, είναι αυθαίρετος. Ο ίδιος ο Κύριος την όρισε έτσι, λέγοντας: «Θα γνωρίσετε την αλήθεια, και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει» (Ιω. 8:32). Τι είναι αυτή η ελευθερία, η πνευματική ελευθερία, που παρέχεται από την αλήθεια, αν όχι η ευλογημένη ειρήνη της καρδιάς, αν όχι η αγία ταπείνωση, αν όχι η ευαγγελική ταπεινοφροσύνη; Η θεία αλήθεια είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός (Βλ. Ιω. 14:6). Εκείνος διακήρυξε: «Μάθετε από μένα», από τη θεία Αλήθεια, «ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά, και θα βρείτε ανάπαυση στις ψυχές σας» (Ματθ. 11:29). Η ταπεινοφροσύνη είναι τρόπος σκέψεως του ανθρώπου εμπνευσμένος από τη θεία Αλήθεια [“Το στόμα του ταπεινόφρονα λέει την αλήθεια”, σημειώνει ο όσιος Μάρκος ο Ασκητής, (Περί νόμου πνευματικού Κεφάλαιο Σ’, θ’)]. Η έπαρση είναι θλιβερή και ολέθρια αυταπάτη, είναι θανάσιμη πλάνη, με την οποία η τυφλωμένη ανθρώπινη φύση ξεγελά τον εαυτό της και ξεγελιέται από τους δαίμονες.
Λανθασμένες είναι οι κρίσεις και οι εκτιμήσεις του υπερόπτη. Τον εαυτό του τον θεωρεί αυθύπαρκτο ον, όχι πλάσμα του Θεού. Την επίγεια ζωή την αισθάνεται ατέλειωτη. Τον θάνατο δεν τον συλλογίζεται. Στην αιωνιότητα δεν πιστεύει. Η θεία πρόνοια γι’ αυτόν είναι ανύπαρκτη. Ως κυβερνήτη του κόσμου αναγνωρίζει την ανθρώπινη λογική. Όλες οι σκέψεις του σέρνονται στη γη. Τη ζωή του την έχει προσφέρει θυσία στον κόσμο τούτο, στον οποίο επιθυμεί να εγκαθιδρύσει τη διαρκή απόλαυση μέσω της αμαρτίας. Αυτή ακριβώς είναι η άλογη και μάταιη επιδίωξη των τυφλωμένων Φαρισαίων και Σαδδουκαίων.
Τον ταπεινόφρονα άνθρωπο, απεναντίας, στον δρόμο της επίγειας ζωής τον συνοδεύει η μνήμη του θανάτου, διδάσκοντάς τον να ενεργεί σε κάθε περίσταση με το βλέμμα του στραμμένο στην αιωνιότητα και επιδρώντας ευεργετικά σ’ όλα του τα έργα. Ο ταπεινός εργάζεται για την αρετή, όχι για την ικανοποίηση παθών, και γι’ αυτό ό,τι κάνει είναι ωφέλιμο για τους συνανθρώπους του. Ο ταπεινός βλέπει τον εαυτό του σαν έναν ασήμαντο κόκκο μέσα στο σύμπαν, μέσα στους αιώνες, μέσα στις γενιές και τα γεγονότα που πέρασαν και που έρχονται. Ο νους και η καρδιά του ταπεινού δέχονται πρόθυμα τη χριστιανική αλήθεια και προοδεύουν σταθερά στις χριστιανικές αρετές. Ο νους και η καρδιά του ταπεινού βλέπουν και αισθάνονται την πτώση της ανθρωπίνης φύσεως, γι’ αυτό μπορούν ν’ αναγνωρίσουν και να δεχθούν τον Λυτρωτή.
Η ταπεινοφροσύνη δεν αναγνωρίζει αξία στην πεσμένη ανθρώπινη φύση. Βλέπει τον άνθρωπο ως κορυφαίο θείο δημιούργημα, αλλά βλέπει και την αμαρτία που έχει διαποτίσει και δηλητηριάσει όλη την ύπαρξή του. Η ταπεινοφροσύνη αναγνωρίζει το μεγαλείο του πλάσματος του Θεού, αλλά συγχρόνως διαπιστώνει και την παραμόρφωσή του από την αμαρτία. Γι’ αυτή τη συμφορά θλίβεται συνέχεια. Βλέπει τη γη σαν έναν τόπο εξορίας του ανθρώπου και τον βιάζει να επιστρέψει με τη μετάνοια στον ουρανό, που τον έχασε με την έπαρση.
Η έπαρση, απεναντίας, που προκάλεσε την πτώση και την καταστροφή της ανθρωπότητας, δεν βλέπει και δεν αναγνωρίζει πτώση και παραμόρφωση στην ανθρώπινη φύση· βλέπει μόνο αξία, ωραιότητα, τελειότητα. Ακόμα και τα νοσήματα της ψυχής, τα πάθη, τα θεωρεί προσόντα. Μια τέτοια θεώρηση της ανθρωπίνης φύσεως κάνει τον Λυτρωτή τελείως περιττό.
Η όραση των υπερηφάνων είναι τυφλότητα, ενώ η τυφλότητα των ταπεινών είναι ικανότητα για θέαση της αλήθειας. Αυτό είναι το νόημα των λόγων του Κυρίου: «Ήρθα για να φέρω σε κρίση τον κόσμο, έτσι ώστε αυτοί που δεν βλέπουν να βρουν το φως τους, κι εκείνοι που βλέπουν ν’ αποδειχθούν τυφλοί». Οι ταπεινοί δέχονταν τον Κύριο και φωτίζονταν από το θείο φως Του. Οι υπερήφανοι, ικανοποιημένοι με τον εαυτό τους, Τον απέρριπταν και βυθίζονταν ακόμα περισσότερο στο σκοτάδι με την άρνηση και τη βλασφημία του Θεού.
Λάμπουν ζωηρά μέσα στον καθαρό ουρανό της νύχτας τ’ αναρίθμητα αστέρια, παραβγαίνοντας ποιο θα στείλει στη γη περισσότερο φως. Μόλις, όμως, ξεπροβάλει ο ήλιος, όλα τ’ αστέρια γίνονται άφαντα σαν ανύπαρκτα, αν και στην πραγματικότητα παραμένουν στις θέσεις τους. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τις ανθρώπινες αρετές: Όταν συγκρίνονται μεταξύ τους, έχουν κάποιο φως. Εξαφανίζονται, όμως, μπροστά στην απόλυτη αρετή, μπροστά στο φως της Θεότητας.
Ο απόστολος, μιλώντας για τις αρετές του δίκαιου Αβραάμ, λέει ότι ο πατριάρχης «μπορούσε να καυχηθεί, όχι όμως απέναντι στον Θεό… Ο Αβραάμ πίστεψε στον Θεό, και γι’ αυτή του την πίστη ο Θεός τον αναγνώρισε δίκαιο» (Ρωμ. 4, 2-3). Έτσι έπρεπε να κάνουν οι Φαρισαίοι, που καμάρωναν για την καταγωγή τους από τον Αβραάμ, αλλά είχαν αποξενωθεί πνευματικά απ’ αυτόν. Σε αντίθεση με τον Αβραάμ, θέλησαν να διατηρήσουν τις νομιζόμενες αρετές του «παλαιού ανθρώπου», κι έτσι έγιναν ανίκανοι ν’ αποκτήσουν αυτογνωσία και θεογνωσία. Άκουσαν, λοιπόν, τη φοβερή ετυμηγορία του Κυρίου: «Αν ήσασταν τυφλοί», αν, δηλαδή, αναγνωρίζατε την πνευματική σας τυφλότητα, «δεν θα ήσασταν ένοχοι· τώρα, όμως», όντας τυφλοί, «λέτε με βεβαιότητα ότι βλέπετε· η ενοχή σας, λοιπόν, παραμένει»· παραμένει, γιατί την αποδεχθήκατε και τη χαράξατε μέσα σας με την αμφιβολία σας.
Μαθητής των Φαρισαίων ήταν στα νεανικά του χρόνια ο άγιος απόστολος Παύλος. Όπως ο ίδιος διηγείται, για να μας διδάξει, ήταν «Εβραίος γέννημα θρέμμα» και «ως προς την ερμηνεία του νόμου Φαρισαίος». «Ήμουν άμεμπτος», λέει, «σε ό,τι αφορά την τήρηση του νόμου. Αυτά, όμως, που άλλοτε ήταν για μένα πλεονεκτήματα, τώρα με την πίστη στον Χριστό τα βλέπω σαν μειονεκτήματα. Πραγματικά, όλα εξακολουθώ να τα θεωρώ μειονεκτήματα σε σχέση με το ασύγκριτα ανώτερο αγαθό που κέρδισα, γνωρίζοντας τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μου» (Φιλιπ.3, 5-8).
Αγαπητοί αδελφοί! Ας μιμηθούμε τον απόστολο Παύλο και τους άλλους αγίους του Θεού. Ας πλησιάσουμε τον Κύριο, έχοντας απορρίψει τελείως την καταστρεπτική έπαρση και έχοντας εγκολπωθεί την ταπείνωση. Μέσω της ταπεινώσεως ας προσκολληθούμε στον Πλάστη μας. Με την ταπείνωση ας ελκύσουμε την προσοχή και την ευσπλαχνία του Θεού μας, που είπε: «Σε ποιον θα ρίξω το βλέμμα μου, παρά στον ταπεινό, στον ήσυχο, σ’ εκείνον που τρέμει τα λόγια μου;» (Ησ. 66:2). Βλέποντας και αναγνωρίζοντας τις αμαρτίες μας, ας συμπεριλάβουμε τον εαυτό μας στους αμαρτωλούς, τους αγαπημένους του Θεού. Απορρίπτοντας την έπαρση, ας διαχωρίσουμε τον εαυτό μας από τους ψευτοδικαίους, για να μη μας αποστραφεί ο Θεός, που είπε: «Δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς» (Ματθ. 9:13). Με την ταπείνωση η καρδιά μας ας γίνει πνευματικό θυσιαστήριο του Θεού και ο θύτης, ο νους μας, ας προσφέρει σ’ Εκείνον θυσίες πνευματικές, ας προσφέρει τη θυσία της κατανύξεως, τη θυσία της μετάνοιας, τη θυσία της Εξομολογήσεως, τη θυσία της προσευχής, τη θυσία της ευσπλαχνίας, εμπλουτίζοντας καθεμιάν απ’ αυτές τις θυσίες με την ταπεινοφροσύνη· γιατί «ο Θεός δεν θα περιφρονήσει μια καρδιά γεμάτη συντριβή και ταπείνωση» (Ψαλμ. 50:19). Αμήν.
Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ
(Πηγή: “Ασκητικές ομιλίες Α’” Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, επισκόπου Καυκάσου και Μαύρης Θάλασσας, Εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής)