Χρόνια πολλά, με το ανέσπερο Φως της Ανάστασης να πλημμυρίζει με αγάπη Χριστού τη ζωή μας.
Εκ της ενορίας.
Μαθητής ο ίδιος και για χρόνια συμπαραστάτης του νεοφανούς αγίου της Εκκλησίας μας, του οσίου Νικηφόρου του Λεπρού (1887–4/1/1964). Ο δε άγιος Νικηφόρος στάλθηκε στα υπεύθυνα χέρια της αγάπης και της διακονίας του Γέροντος Ευμενίου από έναν άλλον σύγχρονο άγιο, τον άγιο Άνθιμο (Βαγιάνο) της Χίου (1869–1960), με προσωπική συστατική επιστολή του ιδίου.
Ο Γέροντας, σαν λειτουργός που ήταν ο ίδιος στον ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων, δεν έβαζε κανέναν μέσα στο ιερό. Οι θείες Λειτουργίες αυτού του Γέροντος συνοδεύονταν με το εξαιρετικά σπάνιο και έκτακτο «σημείο» της ευλογίας και της ευδοκίας του Αγίου Θεού: Την ευώδη και άφθονη μυροβλυσία του τοίχου της κόγχης του ιερού, εντός του οποίου αυτός λειτουργούσε.
Διηγείται ένα πνευματικό του παιδί:
«Κάποτε, μετά τη θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων, ξαφνικά με φώναξε. Εγώ, αν και εσωτερικά θλιμμένος, πήγα. Με πήρε και μ’ έβαλε μέσα. Με παίρνει δίπλα στην αγία Τράπεζα και μου δείχνει την κόγχη. Κοιτάζω… Ο τοίχος ήταν βρεγμένος κι έτρεχε μέχρι κάτω.
Μου λέει μετά: “Τι θα κάνουμε εδώ;”.
Και του λέω: “Γέροντα, θα κάνουμε μία μόνωση απ’ έξω, μετά που θα περάσουν οι γιορτές, για να μη τραβάει υγρασία”.
Μου λέει: “Όχι, ευλογημένε!… Δεν κατάλαβες!…”
-Τι δεν κατάλαβα, Γέροντα;” τον ρωτάω.
-Για κοίταξε προσεκτικά!…”, μου λέει. Κοιτάζω.
-Αυτό είναι θαύμα!”, μου λέει. Να, πολλές φορές, όταν αρχίζω τη θεία Λειτουργία, μόλις πω: «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…», αρχίζει ο τοίχος και στάζει μύρο. Μάλιστα, κάποιες φορές στάζει τόσο πολύ, που τρέχω να τελειώσω τη θεία Λειτουργία, διότι —πού θα πάει;— θα πλημμυρίσουμε εδώ πέρα!….
Άγγιξα το χέρι μου πάνω στον τοίχο και ήταν πράγματι μύρο!… Ευωδίαζε!
Και μου λέει:
-Μάλιστα, έχω πάει το μύρο με βαμβάκι και το έχω δώσει σε αρρώστους κι έχουν γίνει και θαύματα!”
–Πώς γίνεται αυτό, Γέροντα;” τον ρωτάω.
-Δεν ξέρω!… Αυτό είναι θαύμα!”.
Και τότε, αμέσως, κάτι άλλαξε μέσα μου. Η θλίψη που είχα μέσα μου μεταβλήθηκε σε χαρά!…».
Ο Γέροντας π. Ευμένιος Σαριδάκης εκοιμήθη την Κυριακή 23 Μαΐου του 1999 και ετάφη δίπλα στον Ναό της Παναγίας του πατρογονικού του χωριού, στην Εθιά (38 χλμ. νότια του) Ηρακλείου Κρήτης.
Μέσα σ’ αυτόν τον Ναό, όταν ήταν μικρό παιδί ο Γέροντας, καθώς άναβε τα κανδήλια, του εμφανίστηκε η Παναγία, λέγοντάς του στοργικά: «Εσύ, παιδί μου, μια μέρα θα γίνεις ιερεύς!»…
Σίμωνος μοναχού – «Πατήρ Ευμένιος · ο κρυφός Άγιος της εποχής μας»
Ένας χωρικός συνήθιζε να διαβάζει στο σπίτι του καθημερινά τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Όταν πήγε στο μοναστήρι και τον είδε ο όσιος Γέροντας του χαμογέλασε. Εκείνος τότε ως να φοβήθηκε και τον ρώτησε: «Γιατί, Γέροντα, τι έκανα;» Του απάντησε αμέσως χαρούμενος: «Αυτό που κάνεις να το κάνεις, να διαβάζεις τους Χαιρετισμούς. Να συνεχίσεις να τους διαβάζεις. Είναι μεγάλη ευλογία».
Μ’ ένα τρακτέρ τέσσερα άτομα από την Αργυρούπολη της Δράμας ξεκίνησαν για το μοναστήρι του οσίου Γεωργίου. Όταν έφθασαν, ήρθαν κάποιοι και τους ρώτησαν:
–«Πόσα άτομα είστε;»
–«Τέσσερα, γιατί;».
–«Να, ο Γέροντας εδώ και ώρα είπε: Βάλτε πάνω την κατσαρόλα, έρχονται τέσσερα άτομα με το τρακτέρ».
Όλοι θαύμασαν το γνωστό χάρισμά του για μία ακόμη φορά.
Ένας άνδρας από την Περιχώρα Δράμας γνώρισε τον όσιο το 1947 στο μοναστήρι του. Όταν ήταν να φύγει, τον κατέβασε ο ίδιος στον δρόμο, σταμάτησε ένα φορτηγό και τον έστειλε στα σύνορα που υπηρετούσε ως αστυφύλακας. Άλλοτε που πήγε μ’ ένα συγγενή του, την παραμονή Χριστουγέννων, ο όσιος έβραζε σε μία μαυρισμένη κατσαρόλα νηστήσιμο τραχανά και τους έβαλε να φάνε. Ο αστυφύλακας δυσκολεύτηκε στην αρχή λίγο να τον φάει, αλλά μετά τον έφαγε. Ο συγγενής του όμως, έτσι όπως είδε την κατσαρόλα μαυρισμένη, είπε μέσα του· «εγώ δεν τρώω απ’ αυτή την κατσαρόλα φαγητό». Όταν ο όσιος τον ρώτησε γιατί δεν τρώει, δικαιολογήθηκε πως δεν έχει όρεξη. «Δεν έχεις όρεξη ή μήπως είδες την κατσαρόλα έτσι μαυρισμένη από έξω, γι’ αυτό δεν τρως;», του είπε ο όσιος ως να αστειευόταν.
Μία γυναίκα από την Περιχώρα Δράμας με μία κουμπάρα της, που ήταν άρρωστη, μία άλλη γυναίκα κι ένα παιδί, πήγαν στο μοναστήρι του οσίου. Πριν φθάσουν, ο όσιος είπε στη μάνα Αργυρώ: «Έρχονται από την Περιχώρα τέσσερα άτομα, με το παιδί στην αγκαλιά, άναψε και τη σόμπα, γιατί έχει κρύο». Έφθασαν, τακτοποιήθηκαν στον ξενώνα και σε λίγο το παιδί κοιμήθηκε. Τότε οι γυναίκες πήγαν περίπατο στο χωριό, δίχως να πουν σε κανένα τίποτε και δίχως να τους δει κανείς. Ο όσιος όμως με τα καθαρά μάτια της ψυχής του τα έβλεπε όλα και είπε της μάνας Αργυρώς: «Αυτοί δεν ήρθαν για την σωτηρία τους, ήρθαν για περίπατο». Όταν αργότερα το έμαθαν, φοβήθηκαν και δεν πήγαν ούτε να του ασπασθούν το χέρι.
Όταν κτύπησε η καμπάνα, πήγαν για τον εσπερινό. Συνήθιζε με το λάδι της κανδήλας να χρίει τους προσκυνητές. Όταν πήγε η γυναίκα αυτή που διηγήθηκε τα γενόμενα, της είπε ο όσιος πατήρ: «Χρίεται η δούλη του Θεού Ζωγράφα». Κανείς δεν του είχε πει το όνομά της. Έτσι έχρισε ονομαστικά και τις άλλες γυναίκες. Αυτό τις έκανε να έχουν ένα μεγάλο δέος μπροστά του. Το πρωί πολύ νωρίς πήγαν στην ακολουθία και τη θεία λειτουργία. Μετάλαβαν των αχράντων μυστηρίων και κατόπιν μπήκαν στο κελλί του. Φώναξε την κουμπάρα της και της είπε: «Έλα να σε σταυρώσω, για να γίνεις καλά», όπως και έγινε.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 281, 287, 293, 294 (αποσπάσματα).