“There are three responses to a piece of design – yes, no, and WOW! Wow is the one to aim for.”
Ann Johnes
Related Posts

Γιατί ο Θεός αργεί ν’ ακούσει τις προσευχές μας
Αργεί ν’ απαντήσει ο Θεός, και με τούτο επιτυγχάνονται πολλά.
Σαν επικεφαλίδα του όλου λόγου ταιριάζει απόλυτα ένα ρητό του Παύλου: «Τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν» (Ρωμ. 8.28), δικό τους μα και πλείστες φορές και των άλλων.
Αργεί ν’ απαντήσει ο Θεός, και με τούτο επιτυγχάνονται πολλά.
α’) Φανερώνεται το επίπεδο της πίστεώς μας.
Η πίστη δεν είναι κάτι το θεωρητικό, το διανοητικό και εγκεφαλικό τού τύπου «Πιστεύω γιατί τα πράγματα με οδηγούν προς τα εκεί θέλοντας και μη· πιστεύω θαμπά και επιδερμικά πως υπάρχει αόριστα μια ανώτερη δύναμη». Τούτο συνιστά προθάλαμο της πίστεως. Κρίμα αν μείνουμε εκεί έξω· θα παγώσουμε.
Πίστη σε ένα πρώτο πλατύ στάδιο είναι ο ενστερνισμός των δογμάτων, σε δεύτερο δε και τέλειο η διαπροσωπική σχέση με τον συγκεκριμένο και προσωπικό Θεό. Η πίστη δεν είναι συναλλαγή, σαν, θα λέγαμε, «Ικανοποίησέ μου το τάδε αίτημα για να Σε πιστεύω, κάνε μου τη χάρη τούτη για να Σε αγαπώ» ή «Όλα μου πάνε καλά· ο Θεός με αγαπάει – και Τον αγαπώ κι εγώ». Αυτή είναι φτηνή τακτική.
β’) Καλλιεργείται η ταπεινοφροσύνη μας.
Ο Θεός στην αρχή μας ταπεινώνει. Ενδέχεται να Τον εκλιπαρούμε για κάποιο δώρο σπουδαίο κατά τη δική μας αντίληψη και στάθμιση, Εκείνος όμως να μη μας το παρέχει. Έτσι ωστόσο μας παρέχει ένα σπουδαιότατο δώρο κατά τη δική Του πάνσοφη σκέψη, την ταπείνωση.
Ας το καταλάβουμε με συλλογισμό «εκ του αντιθέτου»: Πόσοι και πόσοι αληθινά άγιοι και θαυματουργοί, όταν άφησαν να γλυκαθεί ο λογισμός τους και πίστεψαν πως έγιναν άγιοι, δεν τα έχασαν όλα; Διακυβεύθηκε μάλιστα και η σωτηρία τους. Δυσεξαρίθμητα τα παραδείγματα.
Ο Θεός για να επαναφέρει στην ταπείνωση, τη βάση των αρετών, που είναι η μητέρα των αρετών, αποσύρει παιδαγωγικά τη Χάρη Του, οπότε ο υψηλόφρονας πέφτει μέχρι και στα βαθύτερα και βαρύτερα αμαρτήματα, και κατά πρώτον στα σαρκικά. «Εάν επαρθείς με τα χαρίσματα αυτής [της προνοίας του Θεού], σε αφήνει και πέφτεις τελείως σε πράγματα, στα οποία [πριν] πειραζόσουν δια των λογισμών μόνο», διδάσκει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος (Ασκητικά Λόγος 49 Περί της αληθούς γνώσεως και περί πειρασμών σελ. 203).
Συνεπώς σε περίπτωση που ο Θεός μετέρχεται τη «βραδυτήτα» (Β’ Πέτρ. 3.9) και αργεί ν’ απαντήσει στις προσευχές μας, συμβάλλει ουσιαστικά προς την κατεύθυνση της πνευματικής μας προόδου η αυτομεμψία. Να πιστέψουμε ότι είμαστε ανώριμοι και ανάξιοι να τύχουμε απαντήσεως: «οίδαμεν δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ’ εάν τις θεοσεβής η και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει» (Ιω. 9.31).
γ’) Καταδεικνύεται η αναγκαιότητα της συνέσεως.
Απαιτείται εκλεπτυσμένη ευαισθησία και νήψη, εγρήγορση, ώστε να πιάνουμε νύξεις και σήματα θεϊκά, να κατανοούμε γιατί ο Θεός ενεργεί έτσι ή φαίνεται πως δεν ενεργεί τίποτε. Τι μας ζητάει; Μας ζητάει την πίστη, την ταπείνωση, τη μετάνοια, τον αγώνα μας; Πολλά είναι δυνατό να θέλει, που αν δεν έχουμε την ετοιμότητα να τα καταλαβαίνουμε θα τα χάνουμε άπρακτα και ανεπίστροφα ίσως.
δ’) Ο αγώνας μας, είπαμε.
Δοκιμάζει, καθαρίζει και αγιάζει. Εδώ ας παραθέσουμε ένα περιστατικό από τους πολύκροτους πειρασμούς του Μεγάλου Αντωνίου που ενέπνευσαν και καλλιτέχνες.
Αρχίζοντας την άσκησή του κλείσθηκε σε τάφο, όπου πολεμήθηκε αφάνταστα από τους δαίμονες. Προσευχόταν από τα μύχια του συνεχώς, μα ο Ύψιστος τον είχε «ξεχάσει». Για μακρύ διάστημα ο πονηρός επιχειρούσε εναντίον του, ήθελε να τον πτοήσει και να τον βγάλει από το μνήμα και από το άθλημά του.
Κάποτε όμως φάνηκε ν’ ανοίγει η οροφή και να κατεβαίνει μια ακτίνα φωτός προς αυτόν. Πάραυτα και αυτόματα τα ακάθαρτα πνεύματα χάθηκαν καθώς και οι πόνοι από τις πληγές που του είχαν προξενήσει με τους ξυλοδαρμούς των.
Με παράπονο ο όσιος ρώτησε τον Παντοδύναμο πού ήταν τόσο καιρό; Γιατί δεν είχε έρθει από την αρχή να του σταματήσει τις οδύνες; Άκουσε ευθύς τη φωνή του Κυρίου να του αποκρίνεται ότι εκεί ήταν, αλλά περίμενε να δει την πάλη του. Επειδή είχε υπομείνει χωρίς να ηττηθεί, θα του ήταν πάντοτε στο εξής βοηθός και θα τον καταστούσε ονομαστό παντού (Βίος… οσίου… Αντωνίου 10).
Για να κατασταθούμε άξιοι και να φθάσουμε να μας δίνονται καταστάσεις και χαρίσματα από τα πιο υλικά, «τον άρτον ημών τον επιούσιον» (Ματθ. 6.11), ως τα πιο πνευματικά κατά το «θεοί έστε και υιοί Υψίστου πάντες» (Ψαλμ. 81.6), χρειάζεται απαραίτητα αγώνας. Δυναμώνει, νευρώνει και χαλυβδώνει, οπότε αποτινάζεται από πάνω μας η χαύνωση σώματος, νου και ψυχής.
ε’) Ακόμη, βραδύνοντας ο Κύριος ν’ ακούσει τις δεήσεις μας, μας οξύνει τον πόθο και λαχταράμε περισσότερο τις δωρεές που Του ζητάμε. Ό,τι αποκτάται αμέσως και χωρίς ιδρώτα δεν εκτιμάται συνήθως, και αφήνεται εύκολα να χαθεί, όπως τα κληρονομημένα εξανεμίζονται ευκολώτερα από τα χέρια των απαιδεύτων.
Προκαλεί επιπλέον και βαθιά ευγνωμοσύνη προς τον δωρητή, αντίθετα από το δώρο που πήραμε «αβρόχοις ποσί» και με πρόσωπο χωρίς ιδρώτα και δάκρυα.
στ’) Στρεφόμαστε πιο θερμά στον Θεό.
Για να δείξουμε με απλό τρόπο τη συγκεκριμένη αιτία που ο Θεός αποσύρεται και δεν φαίνεται, φέρνουμε μια τρυφερή και ζεστή εικόνα της απλής οικογενειακής ζωής: Η μαννούλα κρύβεται και το μικρό της την ψάχνει εναγώνια. Αυτή χαίρεται που βλέπει την έλξη που ασκεί και τον στενό δεσμό που δημιουργείται, οπότε στην κατάλληλη στιγμή φανερώνεται, και το παιδάκι τρέχει καταχαρούμενο στην αγκαλιά της. Έτσι το προπονεί και εξασκεί στην αγάπη της.
ζ’) Κωφεύει ακόμη ο Θεός οσάκις Του απευθυνόμαστε για κάτι το άχρηστο το λιγότερο, αν όχι επιζήμιο και καταστροφικό, είτε για μας είτε για τους άλλους. Κωφεύει για να καταλάβουμε την ευήθεια και ανοησία μας, και να σταματήσουμε να επιμένουμε.
«Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6.33) όρισε ο Κύριος, και το δίδαξε και στην Κυριακή προσευχή, τη δική Του προσευχή που μας έμαθε (Λουκ. 11.1-4· Ματθ. 6.9-13). Να ζητάμε πρώτιστα και κύρια «ελθέτω η βασιλεία σου» και έπειτα να ζητάμε «τον άρτον ημών τον επιούσιον».
Αλλά εκτός του να ζητάμε κάποτε πράγματα ασήμαντα, υφίστανται και περιπτώσεις που ζητάμε πράγματα επικίνδυνα, ακόμη και πανθομολογούμενα αμαρτωλά και παραγωγικά αμαρτίας.
Έτσι αυθαδίασε απαιτητικά ο άσωτος: «Πάτερ, δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας». Αφού το πήρε δε, «απεδήμησεν εις χώραν μακράν, και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως» (Λουκ. 15.11-14).
Ο κολοφώνας όμως των παρανοϊκών αιτημάτων είναι το να αιτεί κάποιος το κακό του συνανθρώπου του, νομίζοντας – ή προσπαθώντας να νομίσει – ότι αιτεί το καλό της κοινωνίας! «Θεέ μου, Εσύ που αποστρέφεσαι το κακό, αυτός που με αδίκησε τιμώρησέ τον για να καταλάβει τι μου έκανε και να διορθωθεί και να μου επανορθώσει και να μη βλάπτει πια»… Εμπαιγμός από τον διάβολο. Όχι προσευχή «ως θυμίαμα» ενώπιον του Θεού (Ψαλμ. 140.2), αλλά σπονδή και θυσία στον διάβολο.
η’) Προσποιείται επίσης τον αδιάφορο ο Θεός, για να προβληθεί ο δοκιμαζόμενος, σαν πρότυπο προς μίμηση στο σύνολο.
Η επί δεκαοχτώ χρόνια «συγκύπτουσα… εις το παντελές» σερνόταν και φοιτούσε στη συναγωγή. Με αυτό τον τρόπο γινόταν παράδειγμα «εκκλησιασμού», θα λέγαμε, και θεοσεβείας και καρτερίας, αφού δεν είχε αποκάμει να δέεται, όπως θα ήταν φυσικό, για τη βελτίωση την υγείας της (Λουκ. 13.10-11).
Καθαρά όμως και αναμφίλεκτα αναδεικνύεται η συγκεκριμένη τακτική του Θεού στην περίπτωση του πολύαθλου Ιώβ: Τον εκχώρησε στον σατανά και του φέρθηκε έτσι, που φαινόταν σαν «Δεν με νοιάζει», μόνο και μόνο για να αναφανεί δίκαιος (40.8) στον μισάνθρωπο βελίαρ, αλλά και στους φίλους του τότε, και επιπλέον στους ανθρώπους κάθε εποχής.
θ’) Άλλοτε δεν μας μιλάει σύντομα ο Κύριος και επιτρέπει να χειροτερέψει η κατάστασή μας τόσο, που η θεραπεία της να καταδείξει ότι αποτελεί θεία επέμβαση, μέχρι και θαύμα. Επί σειρά ετών ήταν δεμένος αποκαρδιωτικά στην αρρώστια του ο δύστηνος παραλυτικός τής Βηθεσδά. Και ήταν δεμένος γύρω από την κολυβήθρα της παρακαλώντας προφανέσταστα τον Θεό και περιμένοντας το θαύμα Του μέσω του θαυματουργού νερού της. Το θαύμα όμως ήρθε από τον Θεάνθρωπο. Η ίαση του μακροχρόνια ανιάτου ήταν σαφέστατο και αδιαφιλονίκητο πελώριο θαύμα (Ιω. 5.1-16).
Επομένως αρκετές ωφέλειες θησαυρίζουμε όταν ο Πανάγαθος αφήνει να κυλάει ένα διάστημα χρόνου πριν δεχθεί «έμπρακτα» την προσευχή μας. Πλην όμως υπάρχουν και μύριες άλλες που επαφίονται στην πανσοφία Του.
Ιερομόναχου Ιουστίνου

Η Μεταμόρφωση του Κυρίου
Μεταφερθήκαμε νοερά στο Όρος Θαβώρ, εκεί που έγινε η Μεταμόρφωση του Κυρίου. Είδαμε νοερά τον Θεάνθρωπο Σωτήρα μας μεταμορφούμενο, λάμποντα ως τον ήλιο, και τα ενδύματά Του λευκά ως το φως. Είδαμε τους εκπροσώπους της Παλαιάς Διαθήκης, τον προφήτη Ηλία και τον προφήτη Μωυσή, να συνομιλούν με τον Ιησού.
Είδαμε τους αγίους Αποστόλους να εξίστανται και να θαυμάζουν. Και όπως λέγουν όσοι επισκέπτονται το Όρος Θαβώρ της Μεταμορφώσεως, την ημέρα αυτή της εορτής όλο το Όρος ευωδιάζει.
Έτσι και με αυτό ακόμη το σημείο, αυτή την ουράνια ευωδία, την οποία οι ευλαβείς προσκυνητές του Όρους της Μεταμορφώσεως σήμερα αισθάνονται, δίνει ο Κύριος μία ακόμη απόδειξη της παρουσίας Του και της Χάριτός Του επάνω σ’ αυτό το ευλογημένο Θαβώριο Όρος.
Όλοι οι Χριστιανοί, οι οποίοι αγαπούν τον Θεό, έχουν μέσα τους ένα πόθο· θέλουν και αυτοί να μεταμορφωθούν. Δεν θέλουμε η ζωή μας να μείνει σαρκική, δεν θέλουμε η ζωή μας να μείνει στα χαμηλά, στα γεώδη, στα μάταια, στα πάθη, στις αμαρτίες. Μπορεί να είμαστε αμαρτωλοί και εμπαθείς, αλλά κατά βάθος λαχταρούμε κάτι άλλο. Λαχταρούμε να μεταμορφωθούμε, να πάψουμε να είμαστε εμπαθείς και να γίνουμε πνευματικοί άνθρωποι, να νικήσουμε τον παλαιό άνθρωπο, να νικήσουμε τον εγωισμό, και το σκοτάδι που υπάρχει μέσα μας να νικηθεί από το Φως του Χριστού, και από σκοτεινοί που είμαστε να λάμψουμε και εμείς μέσα στο Φως του Χριστού ήδη από αυτή την παρούσα ζωή.
Αλλά το γεγονός της Μεταμορφώσεως, το πώς έγινε δηλαδή η Μεταμόρφωση, μας υποδεικνύει και το πώς μπορούμε και εμείς να απολαύσουμε αυτό το Φως και να λάμψουμε και εμείς μέσα σ’ αυτό το Φως, και η δική μας ζωή να γίνει φωτεινή ζωή. Ας προσέξουμε, αδελφοί μου, τρία σημεία:
Το πρώτο σημείο είναι, ότι η Μεταμόρφωση του Κυρίου έγινε, κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας, «εις Όρος υψηλόν». Δεν έγινε σε κάποια πεδιάδα, στα χαμηλά· έγινε στα υψηλά. Και ερμηνεύουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ότι αυτό σημαίνει, ότι ο άνθρωπος, για να απολαύσει το Φως του Χριστού, πρέπει να ανέβει σε υψηλότερη πνευματική κατάσταση, πρέπει να νικήσει τα πάθη του, πρέπει να τηρήσει τις εντολές τού Θεού. Χρειάζεται μία ανάβαση, για να δεις τον Θεό. Δεν μπορείς εκεί που είσαι κάτω στα γήινα, στις ηδονές, στις απολαύσεις, στην ματαιότητα, στην καλοπέραση, να δεις τον Θεό. Πρέπει να υψωθείς επάνω από αυτά.
Και πώς θα υψωθείς επάνω από αυτά; Άμα αγωνισθείς να νικήσεις τα πάθη σου, τον παλαιό άνθρωπο, το σαρκικό φρόνημα, τον εγωισμό, την υπερηφάνεια, την κενοδοξία, την απληστία, την λαιμαργία, την αχορτασία, την αδικία. Όταν αγωνισθείς και τα ξεπεράσεις αυτά κάνοντας τις εντολές του Θεού, αυτή είναι η ανάβαση προς το Όρος το Θαβώρ, αυτή είναι η πράξη κατά τους Πατέρες.
Το δεύτερο που έκαναν οι άγιοι Απόστολοι, για να απολαύσουν αυτό το Φως, όπως είδαμε σήμερα, είναι ότι έκαναν υπακοή. Δεν ανέβηκαν με το θέλημά τους· δεν είπαν αυτοί στον Κύριο: «πάμε στο Όρος Θαβώρ». Ο Κύριος τους είπε: «Ελάτε μαζί μου, πάμε στο Όρος Θαβώρ», και αυτοί είπαν: «Να ‘ναι ευλογημένο» και πήγαν με τον Κύριο· έκαναν υπακοή. Άρα λοιπόν το δεύτερο, για να μπορεί κανείς να απολαύσει το Φως του Θεού και να λάμψει και αυτός μέσα σ’ αυτό το Φως, είναι να είναι μέσα στην υπακοή των εντολών του Θεού, της Εκκλησίας και του πνευματικού του πατέρα. Δεν μπορεί ο άνθρωπος έξω από την υπακοή της Εκκλησίας του Χριστού και του πνευματικού του πατέρας να δει το Φως της δόξας του Κυρίου και να απολαύσει αυτό το Φως και να το χαρεί. Γι’ αυτό λοιπόν, το δεύτερο σημείο, που πρέπει να προσέξουμε ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί, είναι ότι η υπακοή είναι και αυτή απαραίτητη για να μπορέσει η ζωή μας να μεταμορφωθεί.
Όμως δεν έκαναν μόνον οι άγιοι Απόστολοι υπακοή, έκανε και ο Δεσπότης μας Χριστός. Έκανε υπακοή στον Θεό Πατέρα, διότι το θέλημα του Πατρός Του έκανε πάντοτε ο Θεάνθρωπος Κύριος. Και αν ο Κύριος έλαβε την δόξα αυτή της Μεταμορφώσεως και την έδειξε ως Θεός και η ανθρώπινη φύση Του δοξάσθηκε έτσι που δοξάσθηκε, οφειλόταν και στην δική Του υπακοή που έκανε με άκρα ταπείνωση προς το θέλημα του Ουρανίου Πατρός.
Και το τρίτο σημείο που μας κάνει εντύπωση, είναι ότι οι άγιοι Απόστολοι μπόρεσαν να απολαύσουν αυτό το Φως, επειδή ήσαν σε κοινωνία με τον Χριστό και δια του Χριστού με τον Θεό Πατέρα και με την Εκκλησία. Δεν ήσαν άτομα χωριστά, δεν ήσαν άνθρωποι που προσπαθούσαν να είναι ευσεβείς, κλεισμένοι στον εαυτό τους, απομονωμένοι από τον Χριστό και από την Εκκλησία. Ήσαν μέλη της Εκκλησίας· και επειδή ήσαν μέλη της Εκκλησίας και της αδελφότητας του Κυρίου, μπορούσαν να δουν το Φως του Χριστού.
Υπήρχαν τότε εκείνη την εποχή και άλλοι πολλοί άνθρωποι, και σοφότεροι και ικανότεροι και ίσως και “καλύτεροι” (εντός εισαγωγικών) ανθρωπίνως από τους τρεις Αποστόλους, οι οποίοι τρεις Απόστολοι είχαν και αυτοί αδυναμίες και ελαττώματα, όπως και οι ίδιοι τα περιγράφουν μέσα στα ιερά Ευαγγέλια. Πλην όμως δεν δείχθηκε το Φως της Μεταμορφώσεως στους σοφότερους και ικανότερους και ίσως και καλύτερους από τους τρεις Μαθητές, αλλά δείχθηκε σ’ αυτούς τους τρεις. Γιατί; Διότι αυτοί ήσαν μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, ήσαν μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, ήσαν αδελφοί του Χριστού.
Άρα λοιπόν βλέπουμε, ότι και εμείς σήμερα, αν θέλουμε να απολαύσουμε το Φως του Χριστού, πρέπει να είμαστε μέλη της Εκκλησίας του Χριστού. Εδώ είναι η Χάρη του Θεού. Εδώ είναι το Φως του Χριστού, εδώ είναι η Μεταμόρφωση, στην αγία μας Εκκλησία. Και γι’ αυτό εάν κάνουμε υπομονή, μένουμε στην Εκκλησία, αγωνιζόμαστε να είμαστε ζωντανά και συνειδητά μέλη της Εκκλησίας μετέχοντας των Αγίων Μυστηρίων της Εκκλησίας μας, κοινωνώντας το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μας, εξομολογούμενοι με ταπείνωση τις αμαρτίες μας, μη αμφιβάλλετε ότι και σε μας θα λάμψει το Φως του Χριστού, όπως έλαμψε και σε όλους τους αγίους ανθρώπους επάνω σ’ αυτή τη γη.
Λοιπόν, αδελφοί μου, ας έχουμε χαρά σήμερα, διότι αυτό το Φως που έλαμψε, το ανέκφραστο, το παν-χαρμόσυνο, το πανάγιο, το πανέμορφο, το πάγκαλο Φως, που δεν χόρταιναν να το βλέπουν οι Μαθητές του Κυρίου στο Όρος της Μεταμορφώσεως, μπορεί και εμείς να το δούμε, να το αισθανθούμε και να το χαρούμε ήδη από την παρούσα ζωή. Είναι για μας αυτό το Φως του Χριστού, αρκεί και εμείς να κάνουμε αυτά τα τρία που είπαμε: Την άνοδο, την υπακοή και να είμαστε μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, συνειδητά μέλη της Εκκλησίας και αδελφοί του Χριστού.
Ο Κύριος έλαμψε για μας – όχι για τον εαυτό του – και θέλει και εμείς να χαρούμε αυτό το Φως.
Εύχομαι το Φως του Χριστού να φωτίζει την πορεία της ζωής σας.
(1985)
Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης (†)
Από το βιβλίο: Αρχιμανδρίτου Γεωργίου, Ομιλίες σε ακίνητες Δεσποτικές και Θεομητορικές Εορτές. Έκδ. Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2015, σελ. 118