Που ξέρω ν’ ανακαλύπτω τα κρυμμένα πετροράδικα στις κρυψώνες τους.
Που δε με νοιάζει να με θυμούνται.
Γνωρίζει ο Θεός αυτά τα οποία έχεις ανάγκη και φροντίζει για σένα. Ο Θεός σε έφερε εκεί που σε έφερε, ο Θεός σε φωτίζει, σε καθοδηγεί. Γιατί λοιπόν πέφτεις σε μέριμνα ακόμα και στα πνευματικά ζητήματα;
Ενώ δηλαδή νομίζεις ότι τάχα ασχολείσαι με πνευματικά θέματα και έχεις πνευματικά ενδιαφέροντα και έχεις πνευματικά ερωτήματα και έχεις πνευματικές απορίες και θέλεις να σου εξηγούν και θέλεις να σου πουν και να μάθεις, τελικά περιπλέκεσαι, τελικά μπαίνεις σε μέριμνα και σε φροντίδα.
Εγώ θα έλεγα και περισσότερο και από αυτό. Δεν είναι απλώς ότι μπαίνει κανείς σε κάποιες φροντίδες, αλλά παγιδεύεται από τον ίδιο τον εαυτό του, από τον εγωισμό του.
Ο άνθρωπος παιδεύεται συνέχεια από αυτήν την τάση που έχει, να θέλει να είναι κάτι. Και σε όποιο σκαλοπάτι κι αν βρεθεί πάλι εκεί ξαναγυρίζει.
Ας πούμε, πρόκοψε κανείς κάπως πνευματικά και επομένως έχει επικοινωνία με πνευματικούς ανθρώπους και ρωτάει κτλ. Αλλά και εκεί πάλι θέλει να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους ότι κάτι είναι. Γι’ αυτό και ασχολείται τόσο πολύ και απασχολείται μ ‘αυτά. Όχι από θείο ζήλο, αλλά από υπερηφάνεια.
Παγιδεύεται από την ιδέα που έχει για τον εαυτό του, επειδη έμαθε τάχα πολλά, και το παίζει πλέον παράγων εκκλησιαστικός και αρχίζει να λέγει αδιάκριτος την άποψή του, να μιλά με θράσος, να πράττει αυτόβουλα και αλαζονικά. Παγιδεύεται μέσα στην φιλαυτία του και εκεί μέσα χάνει πλέον τον βαθύ νόημα των γνώσεων που έχει αποκομίσει από τους γέροντες που συζήτησε, τα βιβλία που διάβασε, τις απαντήσεις που έλαβε.
Όλα λοιπόν εκείνα τα πνευματικά ζητήματα που τον απασχολούσαν έχουν μπει πλέον στην άκρη και τώρα απλά τα χρησιμοποιεί για να δεσπόζει στο κέντρο η μέριμνα της ανάδειξης του «εγώ» του.
από το βιβλίο: Αββάς Βαρσανούφιος Νο1 – Ερμηνεία Πατερικών κειμένων – Πανόραμα Θεσσαλονίκης
Κατά βάθος το ξέρουμε – το αναγνωρίζουμε τις σπάνιες εκείνες μέρες που δεν έχουμε απολύτως τίποτα να κάνουμε. Που απλά ξαπλώνουμε στα βότσαλα και τα χαϊδεύουμε με τα δάχτυλά μας ή που στεκόμαστε πίσω από το παγωμένο τζάμι, πίνοντας ένα ζεστό τσάι και κοιτάζοντας τα φωτάκια στο απέναντι μπαλκόνι.
Το νιώθουμε, τότε, πραγματικά, πως το πραγματικό μυστικό της ευτυχίας, βρίσκεται στο γνήσιο ενδιαφέρον που δείχνουμε στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας. Στο πώς μυρίζει το κεφάλι του παιδιού μας και στους σκληρούς κόμπους στα δάχτυλα του συντρόφου μας…
Το παρακάτω ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη το περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο – και πραγματικά αυτές τις μέρες που αποχαιρετούμε τον παλιό χρόνο και υποδεχόμαστε τον καινούριο, έχει περισσότερο νόημα από ποτέ να το διαβάσουμε…
Mπορώ να γίνω ευτυχισμένος με τα πιο απλά πράγματα
και με τα πιο μικρά..
Ο σύγχρονος άνθρωπος νομίζει ότι είναι ειρηνικός διότι έχει αναγάγει την «ειρηνική του κατάσταση» με το αίσθημα ψευτοπληρότητας και φίλαυτης αυτονομίας που βιώνει από την επαγγελματική καταξίωση, την ικανοποίηση του υπερκαταναλωτισμού του, την πραγμάτωση των παθών του, την επίτευξη της ηδονιστικής σχέσης του με τους άλλους. Νιώθει ειρηνικός μέσα στο βόλεμά του.
Η ειρήνη που νομίζουμε ότι έχουμε πολλές φορές ομοιάζει με την ησυχία που επικρατεί μετά από βομβαρδισμό. Δεν είναι ειρήνη. Είναι ένας φόβος, ένας σιωπηλός θρήνος, ένα σφίξιμο, μία δειλία, μία πνιγερή κραυγή, ένα μένος που δεν μπορεί να εκφραστεί προς στιγμήν.
Και γι’αυτό εύκολα η ειρήνη μας γίνεται πόλεμος όταν βρούμε την ευκαιρία για αντεπίθεση. Διαμάχη με τους άλλους, με το κόσμο ολάκερο. Φτάνει να κερδίσουμε αυτή την φορά. Δεν μας νοιάζει το κόστος, μας νοιάζει η νίκη. Ο θρίαμβός μας, η εξουθένωση του άλλου, η καταστροφή του, η υποδούλωσή του, η ανγνώριση «του δίκιου μας».
Ποθούμε την νίκη. Μία νίκη με την οποία θα αποδείξουμε την αξιότητά μας, την προσφορά μας, την καλοσύνη μας, την υπεροχή μας, την ηθική μας, την καθαρότητά μας, την αγάπη μας…τις αρετές μας.
Μα αυτό δεν είναι νίκη, είναι ήττα φοβερή. Είναι η εμμονή μας στην διεκδίκηση μιας θέσης στον κόσμο τούτο, στα βιβλία του κόσμου τούτου, στα μπράβο του κόσμου τούτου, στα τρόπαια του κόσμου τούτου.
«Θέλουμε να ανεβούμε ψηλά όχι για να δούμε τον κόσμο αλλά για να μας δει ο κόσμος».
Κι έτσι δεν έχουμε ειρήνη. Έχουμε πόλεμο με τον κάθε έναν που τολμά να μας αμφισβητήσει. Έχουμε πόλεμο με τον κάθε έναν που έχει το θράσος να μας παρατηρήσει. Έχουμε πόλεμο με τον εαυτό μας που τολμά κάποιες φορές να αντιδρά στην μεγαλοσύνη μας.
Δεν έχουμε ειρήνη, έχουμε πόλεμο. Θέλουμε πόλεμο κι ας κηρύττουμε ειρήνη. Διεκδικούμε την ειρήνη με λάθος τρόπους, σε λάθος τόπους.
Παράδοξο; Σίγουρα, ναι. Είναι παράδοξο διότι προσπαθούμε να βρούμε ειρήνη με τρόπους αντιειρηνικούς. Και ο μεγαλύτερος αντιειρηνικός τρόπος είναι ο τρόπος του «εγώ» μας.
Το «εγώ» μας είναι ο μεγάλος πολεμοχαρής, είναι ο μεγάλος κερδισμένος ο οποίος μας σπρώχνει στην μεγαλύτερη ήττα μας, την αυτοδικαίωση.
Ειρήνη πραγματική σημαίνει να βρεις το κουράγιο, την λεβεντιά να δεις την ανεπάρκειά σου. Κι εκεί μέσα στα βαθιά της καρδιάς σου να τοποθετήσεις ένα δάκρυ σου. Όχι δάκρυ ενοχής, αλλά δάκρυ μετανοίας.
Και αυτό το δάκρυ της μετανοίας σου θε να γίνει τόπος θείας παρουσίας και εγκατοίκησης δια του Μυστηρίου· θρόνος μιας κοσμικής ήττας που όμως φέρνει ειρήνη και ανάπαυση στην καρδιά σου.
Ειρήνη. Μεγάλο αγαθό. Μεγάλος σταυρός.
Καρδιές που είναι έτοιμες να απολέσουν για να κερδίσουν, να ντυθούν την πανοπλία της ταπείνωσης και της νήψεως. Αυτές είναι τελικά που ειρηνεύουν «προσευχόμενες εν παντί καιρώ», αιχμάλωτες της ελευθερίας που προσφέρει μόνο η βίωση της Αλήθειας, του Χριστού.
Υ.Γ. για να ειρηνεύσεις τελικά καλείσαι να παραδοθείς άνευ όρων στην δίνη της Θείας Πρόνοιας…
πηγή: μητρόπολη Βεροίας