Στην οικογένεια που συχνότατα πήγαινε ο Παππούς (άγιος Νικόλαος Πλανάς), τον χώρο τους εντός της αυλής τον είχε νοικιάσει ένας τσαγκάρης κομουνιστής, εκ των σημαινόντων στελεχών. Το μίσος του προς όλους, και εξαιρετικώς προς τους ιερείς, δεν είχε όρια. Εκεί που εργαζόταν παραληρούσε μονολογώντας, από πού θα αρχίσει με την παρέα του να σφάζουν τους παππάδες.
Και έλεγε:
– «Πρώτα – πρώτα, θα σφάξουμε τους παπάδες της Ζωοδόχου Πηγής».
Εκείνος του απάντησε «καλησπέρα», και πάλι χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του. Σε τρίτη επίσκεψη, του λέει πάλι ο Παππούς:
– «Καλησπέρα, Λουκά μου, τι κάνεις παιδί μου»;
Εδέησε να πει «καλά, παππού».
Συνέχεια ο Παππούς να τον επισκέπτεται εκεί που δούλευε, ώσπου έσπασε ο πάγος. Σηκώνεται από τη δουλειά του, τού ασπάζεται με σεβασμό το χέρι, και λέει σε μας:
– «Όταν θα σκοτώσουν τους παπάδες, εγώ θα πω για τον παπα-Νικόλα να μην τον σκοτώσουν. Και όχι μόνο θα πω, αλλά θα τον περιφρουρήσω».
Κατόπιν όταν ερχόταν ο Παππούς, έσπευδε αυτός να τον συναντά και να του φιλά το χέρι. Ούτε ήξερε ο Παππούς τις προθέσεις του, ούτε από κομμουνισμό είχε ιδέα, ούτε και την μεταβολή του κατάλαβε -έτσι νομίζουμε εμείς.- Ποιος ξέρει πώς έβλεπε αυτός με το διορατικό της ψυχής του.
Λοιπόν, ο κομμουνιστής αυτός, όσα κηρύγματα και αν άκουγε και όσες συμβουλές να του έλεγαν, τίποτα από αυτά δεν θα μπορούσε να επιδράσει στην πωρωμένη ψυχή του, όσο η αγαθότητα του πολιού αυτού γεροντάκου, με το να τον επισκέπτεται όρθιος κάθε φορά, αδιαφορώντας αν αυτός κατ’ αρχήν τον περιφρονούσε. Με την ευχούλα του Παππούλη μετανόησε. Και όταν σε λίγο καιρό αρρώστησε με μία ασθένεια (παράλυση των κάτω άκρων των ποδιών του) και πέθανε σε ηλικία 30 ετών, εκοιμήθη ως καλός χριστιανός και χωρίς να… σκοτώσει κανέναν.
Αυτήν την επίδραση είχε η φυσιογνωμία του Παππού σε όσους τον γνώριζαν. Και για αυτό δεν είχε εχθρό κανέναν. Μόνο τον σατανά, αλλά και αυτόν τον εκμηδένιζε δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, που είχε εγκατασταθεί στην ψυχή του».
Αν λέξεις σαν το «Ευχαριστώ», «Παρακαλώ», «Με συγχωρείς» ακούγονταν πυκνά στην καθημερινότητά μας και κυκλοφορούσαν στην ατμόσφαιρα, ο αέρας θα είχε μεταβληθεί σε άρωμα. Τέτοιες λέξεις μεταβάλλονται όχι σπάνια σε μαγικά κλειδιά που ανοίγουν και τις πιο σκουριασμένες και σφιχτοκουμπωμένες καρδιές.
Άλλωστε η αχαριστία πληγώνει τον ευεργέτη και γίνεται συχνά αιτία να ψυχρανθεί ο ζήλος του για το καλό. Διπλό το κακό έτσι: Και αυτός σταματάει τα καλά και οι άλλοι τα στερούνται. Ανθρώπινο είναι δυστυχώς, να περιμένει κανείς κάποια αναγνώριση. Και από πλευράς υστεροβουλίας –ας μας επιτραπεί τούτο– η ευγνωμοσύνη φέρνει στο φιλότιμο και οδηγεί σε επανάληψη της αγαθοεργίας. Από μιαν άποψη και παράφραση συμβαίνει ό,τι υπόσχεται ο Θεός: «Αυτούς που με δοξάζουν θα τους δοξάσω» (Α’ Βασ. 2.30).
Οι ευεργέτες δεν πρέπει να κάνουν θόρυβο. Αυτόν οφείλουν να τον κάνουν οι άλλοι κατά τα βιβλικά δεδομένα. Όταν π.χ. έφεραν στον Κύριο έναν κωφάλαλο και τον θεράπευσε, «διεστείλατο αυτοίς ίνα μηδενί είπωσιν· όσον δε αυτός αυτοίς διεστέλλετο, μάλλον περισσότερον εκήρυσσον» (Μάρκ. 7.31-36). Δεν αρκέσθηκαν να πουν ένα ξερό «Ευχαριστώ» και να «ξοφλήσουν», αλλά διαλαλούσαν το θαύμα και τον θαυματουργό. Οι τυφλοί που φώτισε ο Φωτοδότης, όταν απέκτησαν τη όρασή τους «ηκολούθησαν αυτόν» λόγω ευγνωμοσύνης (Ματθ. 20.29-34).
Πόσο όμως βαρύ είναι το όχι μόνο να σιωπούν οι ευεργετημένοι και να μην εκφράζουν τις ευχαριστίες τους, αλλά και να αυθαδιάζουν αχόρταγοι. Μια ξένη παροιμία λέει ότι σε τέτοιους τύπους τους δίνεις το δάχτυλο και σου παίρνουν το χέρι (ολόκληρο).
Κάτι δεύτερο: Όταν γίνονται αγαθοεργίες σε κάποιον αχάριστο, την πρώτη φορά μπορεί να ευχαριστήσει, ίσως και τη δεύτερη. Μετά νομίζει ότι οι άλλοι είναι υποχρεωμένοι να τον ευεργετούν.
Κάτι τρίτο: Δίνεις τα εννέα στο άπληστο και αυτός σε βρίζει γιατί δεν του έδωσες και το δέκατο!
Κάτι τέταρτο: Όταν ο φιλάδελφος κάνει καλοσύνη και ψυχικά και σε τρίτους, ο αχάριστος αυτό το γενικό το θεωρεί φυσικό, οπότε δεν ευχαριστεί όπως θα ευχαριστούσε αν το καλό γινόταν μόνο σ’ αυτόν προσωπικά.
Ο αχάριστος στην αρχή παρακαλεί, κολακεύει, επαινεί, κάνει φιλοφρονήσεις δουλικά κλπ. Αφού καρπωθεί το επιδιωκόμενο, ύστερα «Πού σε είδα, πού σε ξέρω»· εξαφανίζεται. Το γατάκι λίγη τροφή να του ρίξεις θα σου πει «Ευχαριστώ» με το γουργούρισμά του και το τρίψιμο στα πόδια σου. Του είναι αυθόρμητη η ευγνωμοσύνη.
Αν τα ζώα συνηθέστατα εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους, εμείς θα είμαστε πιο ζώα από αυτά; Η λογική και η ταπείνωση, ο νους και η αρετή μάς υποχρεώνουν να αναγνωρίζουμε το καλό και να ευγνωμονούμε τον Θεό πρώτα και μετά τους συνανθρώπους μας. Αμήν! Ευχαριστώ!
Ιερομόναχος Ιουστίνος