Που ξέρω ν’ ανακαλύπτω τα κρυμμένα πετροράδικα στις κρυψώνες τους.
Που δε με νοιάζει να με θυμούνται.
O Θεός έκανε αυτήν τη μεγάλη τιμή στην Παναγία. Όλη η κτίση είναι του Θεού, όλη η δημιουργία είναι του Θεού, αλλά η προσοχή του Θεού εστράφη προς την Παναγία. Ο Θεός προτίμησε την Παναγία. Προτίμησε αυτήν την ψυχή, την αγνή αυτήν ψυχή, την ενάρετη αυτήν ψυχή, την ταπεινή ψυχή, την προτίμησε ο Θεός και συνέδεσε το όλο έργο της σωτηρίας του κόσμου με το πρόσωπό της, με την προσφορά της, με την υπακοή της, με το ότι δέχθηκε να γίνει μητέρα του Θεού.
Ο Θεός προτιμάει απ’ όλη την κτίση την κόρη αυτή, προτιμάει αυτό το πλάσμα του. Άραγε εμείς το προσέξαμε αυτό το πράγμα που έκανε ο Θεός, που Θεός ων αυτός, πρόσεξε την Παναγία, προτίμησε την Παναγία και συνδέει το όλο έργο με την Παναγία; Ποιοι είμαστε εμείς οι άνθρωποι, οι οποίοι δεν το πολυπροσέξαμε αυτό το πράγμα, δεν του πολυδώσαμε τη σημασία που έπρεπε;
Ολόκληρος λοιπόν Θεός σκύβει στο πλάσμα του αυτό, το τιμά ο Θεός το πλάσμα αυτό, το αγιάζει και το χρησιμοποιεί το πλάσμα αυτό στο έργο της σωτηρίας. Και συ ο άνθρωπος, ο όποιος άνθρωπος, μερικές φορές ίσως δυσκολεύεσαι να τιμήσεις την Παναγία, να την προσέξεις, ν’ αγαπήσεις την Παναγία, να στραφείς προς αυτήν και να τη δεις την Παναγία σαν το μοναδικό πλάσμα στην κτίση, όπως έκανε ο Θεός. Τι γίνεται; Τι λόγο θα δώσουμε; Να προσέχει ο Θεός, να τιμά ο Θεός, να συγκαταβαίνει ο Θεός να χρησιμοποιεί αυτό το πλάσμα του και συ, ο έξυπνος, ο όποιος, δεν καταδέχεσαι να τιμήσεις την Παναγία, να προσκυνήσεις –με την έννοια αυτήν– την Παναγία, να αναζητήσεις την Παναγία, να ενδιαφερθείς, να νιώσεις τουλάχιστον όλο αυτό που κάνει ο Θεός, να το βάλεις μέσ’ στην ψυχή σου και να το αφομοιώσεις;
Την τιμά ο Θεός την Παναγία και πώς τα οικονομεί ο Θεός, σαν να την έχει ανάγκη. Θέλει να γίνει ο Θεός άνθρωπος, αλλά πρέπει να βρεθεί η αγνή εκείνη κόρη από την οποία θα πάρει την ανθρώπινη φύση, και αυτή είναι η Παναγία. Αφενός λοιπόν την τιμά την Παναγία, αφετέρου ζητάει τρόπον τινά βοήθεια από την Παναγία. Να βοηθήσει, να συνδράμει και, όπως λέει και ο άγιος Κοσμάς ο Μελωδός στην καταβασία, «σάρκα δανείσασα», να προσφέρει, να δανείσει η Παναγία τη σάρκα στον Θεό, στον Υιό του Θεού για να γίνει άνθρωπος. Ναι, είναι Θεός, αλλά πώς θα γίνει άνθρωπος; Άνθρωπος γίνεται από την Παναγία.
Τόσο λοιπόν τιμά ο Θεός την Παναγία που δεν γίνεται περισσότερο, αλλά και επίσης τόσο, ας πούμε, δείχνει ότι έχει ανάγκη ο Θεός από την Παναγία, που δεν γίνεται περισσότερο. Θα πραγματοποιηθεί το σωτηριολογικό έργο από τον Κύριο, από τον Υιό του Θεού, ο οποίος γι’ αυτό τον λόγο θα γίνει άνθρωπος, αλλά όμως θέλει τη βοήθεια της Παναγίας, θέλει τη συνδρομή της, χρειάζεται να δανειστεί από την Παναγία την ανθρώπινη φύση. Και έτσι γίνεται.
Ποιος είσαι συ, που δεν έχεις ανάγκη από την Παναγία, που δεν καταδέχεσαι ίσως να προσφύγεις στην Παναγία, που δεν σου φαίνεται πολύ σπουδαίο να παρακαλέσεις την Παναγία και να ζητήσεις το άπαν από την Παναγία; Ο Θεός απ’ αυτήν τι ζητά; Τον Υιό ως Θεάνθρωπο. Και ο κάθε πιστός, τι θα ζητήσει από την Παναγία; Τον Χριστό θα ζητήσει, καθότι αυτός είναι η σωτηρία του κόσμου, αλλά γίνεται η σωτηρία του κόσμου, καθώς παίρνει την ανθρώπινη φύση από την Παναγία. Τι μεγάλη παράλειψη κάνει κανείς, πόσο έξω πέφτει, τι μεγάλο λάθος κάνει, όταν δεν τα δει έτσι τα πράγματα, όταν δεν τα πιστεύσει έτσι, όταν δεν καταφύγει στην Παναγία να ζητήσει…
Να ζητήσεις αυτό ακριβώς που σου χρειάζεται. Εδώ ο Θεός καταδέχεται να ζητήσει απ’ αυτό το πλάσμα το τόσο ταπεινό, που λαμβάνουν χώρα τέτοια μυστήρια στην ύπαρξή του και όμως μένει στην ταπείνωση, ο Θεός ζητάει από αυτό το πλάσμα να βοηθηθεί στο έργο του. Εσύ, μπορούμε να το πούμε και από την πλευρά αυτή, πώς τολμάς να μη καταδέχεσαι, πώς τολμάς να μη ζητάς τη βοήθειά της; Αλλά επίσης και από την πλευρά ότι ο Θεός, ας πούμε, στηρίζει το όλο έργο της οικονομίας του στην προσφορά της Παναγίας· εσύ στηρίζεις την όλη βοήθεια που θέλεις να λάβεις, το όλο θαύμα που θέλεις να γίνει στην ψυχή σου, το όλο καλό που θέλεις να γίνει στην ψυχή σου, το στηρίζεις στην Παναγία; Πιστεύεις στην Παναγία, προσφεύγεις στην Παναγία ή έχεις τους ενδοιασμούς σου, έχεις τις αμφιβολίες σου;
Νομίζω από μας ο Θεός αυτό θα ήθελε. Από το ένα μέρος, να προστρέξουμε στην Παναγία και να την τιμήσουμε από τα βάθη της καρδιάς μας, καθώς βλέπουμε τον Θεό να την τιμά, και από το άλλο μέρος να προστρέξουμε και να ζητήσουμε να μας βοηθήσει, καθώς η Παναγία πραγματοποιεί και τα πιο αδύνατα. Μπορούσε ποτέ γυναίκα να γεννήσει Θεό; Καθώς λοιπόν δίνει την ανθρώπινη φύση, γίνεται Θεοτόκος. Δεν γεννά τον Χριστό απλώς ως άνθρωπο, αλλά τον γεννά τον Χριστό ως Θεό, γι’ αυτό ονομάζεται Θεοτόκος. Ξέρετε ότι έγιναν αγώνες για να ονομάζεται Θεοτόκος η Παναγία και όχι Χριστοτόκος –που θα σήμαινε ότι γέννησε απλώς έναν άνθρωπο. Ευθύς εξαρχής του προσφέρει την ανθρώπινη φύση, αλλά όμως είναι ο όλος Χριστός μέσα της, κυοφορεί τον όλο Χριστό, Θεό και άνθρωπο και γι’ αυτό γεννά τον Θεάνθρωπο και είναι Θεοτόκος.
Υπάρχει μεγαλύτερο έργο απ’ αυτό που ζήτησε ο Θεός από την Παναγία; Η οποία όμως, ας πούμε έτσι, του το έκανε. Τι μεγάλο έχεις εσύ να ζητήσεις, τι ακατόρθωτο, τι αδύνατο έχεις να ζητήσεις; Ό,τι να ‘ναι, ζήτησέ το. Ο Θεός πρώτος ζήτησε. Ζήτησε, και η Παναγία που είναι ταπεινή, ευλογημένη και κεχαριτωμένη, θα βρει τρόπο να μας δώσει αυτό το άπαν που ζητούμε, αυτό το άπαν που χρειαζόμαστε. Εμείς λοιπόν που καταφεύγουμε σ’ αυτήν αφενός την τιμούμε, αλλά και με πολλή εμπιστοσύνη ζητούμε κάτι.
Πιστεύω ότι ο Θεός φώτισε να προσέξουμε αυτά τα δυό σημεία, ότι ο Θεός φώτισε να πούμε αυτά που είπαμε, πιστεύω ότι ήθελε ο Θεός να τα πούμε αυτά. Πιστεύω ακόμη πως ό,τι χρειάζεται θα γίνει στην ψυχή μας, θα κάνει ο Θεός στην ψυχή μας, ώστε, αν επιτρέπεται να πούμε εδώ, να μιμηθούμε τον Θεό. Δηλαδή, αφενός να τιμήσουμε την Παναγία και αφετέρου να ζητήσουμε το άπαν από την Παναγία, το οποίο και θα γίνει. Ζήτησέ το και θα γίνει. Αμήν.
π Συμεών Κραγιόπουλος
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, Συνάξεις Δεκαπενταυγούστου, τόμ. Α’, σ. 253.
Κατά βάθος το ξέρουμε – το αναγνωρίζουμε τις σπάνιες εκείνες μέρες που δεν έχουμε απολύτως τίποτα να κάνουμε. Που απλά ξαπλώνουμε στα βότσαλα και τα χαϊδεύουμε με τα δάχτυλά μας ή που στεκόμαστε πίσω από το παγωμένο τζάμι, πίνοντας ένα ζεστό τσάι και κοιτάζοντας τα φωτάκια στο απέναντι μπαλκόνι.
Το νιώθουμε, τότε, πραγματικά, πως το πραγματικό μυστικό της ευτυχίας, βρίσκεται στο γνήσιο ενδιαφέρον που δείχνουμε στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας. Στο πώς μυρίζει το κεφάλι του παιδιού μας και στους σκληρούς κόμπους στα δάχτυλα του συντρόφου μας…
Το παρακάτω ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη το περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο – και πραγματικά αυτές τις μέρες που αποχαιρετούμε τον παλιό χρόνο και υποδεχόμαστε τον καινούριο, έχει περισσότερο νόημα από ποτέ να το διαβάσουμε…
Mπορώ να γίνω ευτυχισμένος με τα πιο απλά πράγματα
και με τα πιο μικρά..
Προσπαθήστε να φθάσετε στην παιδική απλότητα στη σχέση σας προς τους ανθρώπους και στην προσευχή προς τον Θεό. Η απλότητα είναι το ύψιστο αγαθό και η ύψιστη αξία του ανθρώπου.
Ο Θεός είναι τελείως απλός, επειδή είναι τελείως αγαθός. Και η ψυχή σου ας μην διχάζεται στο καλό και το κακό. Στις απλές καρδιές αναπαύεται το Πνεύμα του Θεού. Η εσωτερική απλότητα πρέπει να χύνεται και σε όλα τα έξω από εμάς. Πρέπει σε όλα να υπάρχει απλότητα στους λόγους και στην εξωτερική μας όψη.
Να μην είσαι υποκριτικά ευλαβής. Ακόμη κι αν με αγαθή πρόθεση επιτηδεύεις την εξωτερική σου εμφάνιση, η χάρις αναχωρεί από σένα. Η ακακία και η απλότητα περισσότερο από όλες τις αρετές κατεβάζει σε μας τη Χάρη και το έλεος του Θεού.
Μη χρησιμοποιείς την πανουργία στο έργο της σωτηρίας σου. Μην αναζητείς ειδικούς δρόμους, μην επιβάλλεις στον εαυτό σου ειδικές ασκήσεις, αλλά όπως έρθουν τα πράγματα, όπως ο Κύριος στείλει τη δύναμή του, έτσι κι εσύ, αδιάκοπα, αφειδώς, ανάγκασε τον εαυτό σου σε κάθε αγαθό.
Και κατά την προσευχή απλά να μιλάτε με τον Κύριο, γιατί πράγματι είναι κοντά μας. Πρέπει να Του λέμε όλα όσα έχουμε στην ψυχή μας. Όταν υπάρχει η αίσθηση της μετάνοιας , μίλησε στον θεό όπως αισθάνεσαι: «Κύριε, είμαι ενώπιόν Σου αμαρτωλός, τίποτε δεν έχω, αλλά ελεήσέ με κατά το μέγα Σου έλεος… Σύμφωνα με τα κρίματά Σου , σώσον με». Και όπως τα παιδιά παρακαλούν τη μητέρα τους, απλά, πλησιάζοντάς την και επιθυμώντας να πάρουν αυτό που της ζητούν: «Μαμά, δώσε μου (τούτο ή εκείνο) , δώσε μου!», έτσι κι εμείς πρέπει να παρακαλούμε τον Κύριο και να βάζουμε όλη μας την ψυχή στα λόγια της προσευχής.
Ο άγιος Τύχων του Ζαντόνσκ έτσι απευθυνόταν προς τον Θεό και προσευχόταν: «Εσύ είσαι ο τροφέας του, Πατερούλη μου». Να ποιά εγγύτητα αισθανόταν προς τον Κύριο.
Εκείνον που δεν έχει ευθεία καρδιά προς τους ανθρώπους, ο Κύριος δύσκολα τον δέχεται κατά την προσευχή, δίνοντάς του να αισθανθεί ότι δεν είναι ειλικρινής στη σχέση του με τους ανθρώπους και γι’ αυτό δεν μπορεί να είναι τελείως ειλικρινής στη σχέση του με τον Θεό, χωρίς ψυχική προσπάθεια.
Να είσαι, όσο το δυνατόν, πράος, ταπεινός, απλός στη σχέση σου με όλους, θεωρώντας ανυπόκριτα τον εαυτό σου πιο κάτω απ’ όλους κατά την πνευματική σου κατάσταση, δηλαδή πιο αμαρτωλό και πιο αδύναμο απ’ όλους. Να λες: «εκ των αμαρτωλών πρώτος ειμί εγώ».
Όσο μπορείτε να καλύπτετε τα έργα σας που σχετίζονται με την πνευματική ζωή και ούτε με το βλέμμα σας ούτε σε συζητήσεις, ούτε στις άλλες σχέσεις σας να τα αποκαλύπτετε, αλλά να ενεργείτε απλά και να αποφεύγετε τις άσκοπες πολυλογίες.
Από το βιβλίο: «ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗΣ»