Ήταν κάποτε ένας μορφωμένος άνδρας που επί οκτώ χρόνια παρακαλούσε το Θεό να του στείλει έναν άνθρωπο να τον διδάξει την αλήθεια.
Και κάποτε που ένιωσε αυτή την επιθυμία πολύ έντονη, άκουσε τη φωνή του Θεού να του λέει:
-Πήγαινε στην εκκλησία, κι εκεί θα βρεις έναν άνθρωπο που θα σου δείξει την οδό της ευλογίας.’ Πήγε εκεί, και βρήκε έναν φτωχό, ξυπόλυτο,με πόδια γεμάτα πληγές και σκόνη, και όλα του τα ρούχα δεν άξιζαν ούτε δυό δεκάρες.
Τον χαιρέτησε, και του είπε:
-Είθε ο Θεός να σου δώσει καλή ημέρα!
Κι ο άλλος απάντησε :
-Ποτέ δε μου έδωσε κακή ημέρα. Είθε ο Θεός να σου δώσει καλή τύχη! Πάντα έχω καλή τύχη. Είθε να σε κάνει ο Θεός ευτυχισμένο! Μα γιατί απαντάς έτσι; Ποτέ δεν είμαι δυστυχισμένος.
-Σε παρακαλώ, εξήγησέ το μου αυτό, γιατί δεν το καταλαβαίνω.
-Μετά χαράς, αποκρίθηκε ο φτωχός.
Μου ευχήθηκες να έχω καλή ημέρα. Όλες μου οι ημέρες είναι καλές: γιατί αν πεινάω, δοξάζω το Θεό. Αν έχει παγωνιά, χαλάζι, χιόνι, βροχή, αν ο καιρός είναι καλός ή κακός, πάντα δοξάζω το Θεό. Είμαι άθλιος και περιφρονημένος, αλλά δοξάζω το Θεό, κι έτσι πάντα η ημέρα μου είναι καλή.