Related Posts

Από τον βίο της αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου
Πέρασε κάποτε από τον νου της οσίας Ειρήνης, της ηγουμένης της Ιεράς Mονής Χρυσοβαλάντου στην Κωνσταντινούπολη (Θ’ αιώνας), ένας φοβερός και παράδοξος λογισμός: Εάν ο Θεός μου έδινε το διορατικό χάρισμα και γνώριζα την εσωτερική ζωή των αδελφών, θα διόρθωνα όσες αδελφές σφάλλουν και θα ενίσχυα όσες προκόβουν.
Άρχισε λοιπόν να παρακαλεί γι’ αυτό τον Θεό με πολλά δάκρυα και γονυκλισίες.
Παρουσιάσθηκε τότε ένας λευκοφορεμένος αστραφτερός άγγελος και της είπε:
– Χαίρε, πιστή δούλη του Κυρίου! Σύμφωνα με την προσευχή σου ο Θεός μ’ έστειλε να σε υπηρετώ για τη σωτηρία των αδελφών. Θα βρίσκομαι πάντα μαζί σου και θα σου αποκαλύπτω όλα τα μυστικά.
Μετά απ’ αυτό το όραμα η οσία ευχαρίστησε θερμά τον Θεό και καθημερινά καλούσε κάθε αδελφή και την ενεθάρρυνε στην ομολογία των σφαλμάτων της και στη διόρθωση.
Οι αδελφές κατάλαβαν ότι γνώριζε τα μυστικά βάθη των καρδιών τους. Θαύμαζαν γι’ αυτό και ομολογούσαν την υπερφυσική διόραση της αγίας.
Η αγία Ειρήνη, η ηγουμένη της Ιεράς Moνής Χρυσοβαλάντου, ακατάπαυστα γευόταν την γλυκύτητα της προσευχής. Πολλές φορές αφοσιωνόταν στην προσευχή με τα οσιακά της χέρια υψωμένα επί μία ολόκληρη μέρα. Αύτη η στάση συνήθως, έπειτα από λίγη ώρα, προκαλεί ανυπόφορους πόνους στις κλειδώσεις. Η αγία, παρ’ όλη την οδύνη, στεκόταν επί τόσες ώρες ακίνητη. Έμοιαζε με ξύλινη κολώνα. Πάθαινε αγκύλωση και χρειαζόταν μία αδελφή να της κατεβάσει τα χέρια, κι αυτό με δυσκολία.
Οι δαίμονες έφριτταν με τον αγώνα της προσευχής της. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να την εμποδίσουν είτε με τον φόβο είτε με την υπερηφάνεια. Ένας απ’ αυτούς την πλησίασε και την περιγελούσε:
– Ειρήνη, ξυλίνη, που ‘χεις πόδια ξύλινα…
Η οσία εξακολούθησε ακίνητη την προσευχή της χωρίς να του δίνει σημασία.
Εκείνος αγρίεψε τόσο, που πήρε φωτιά από ένα καντήλι και άναψε τα ράσα της.
Πρόφθασε τότε μια αδελφή. Βλέποντας τον καπνό, έτρεξε και έσβησε την φωτιά, που θα κατέκαιε την οσία.
Τα μισοκαμμένα ράσα επί πολλές ημέρες ευωδίαζαν.
Ούτε οι «ζοφερές όψεις των πονηρών δαιμόνων», ούτε οι κοροϊδίες τους, ούτε ο κίνδυνος της ζωής, μπόρεσαν ν’ αποσπάσουν την αγία από την γλυκύτητα της συνομιλίας της με τον Θεό.
Από το βιβλίο: ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ. Τόμος πρώτος. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2008, σελ. 55, 203.

Η αγάπη του Θεού
Τόσο πολύ τον αγαπά ο Θεός τον άνθρωπο, ώστε δεν περιγράφεται η αγάπη του. Δεν ξεχώρισε ποτέ τον δίκαιο από τον αμαρτωλό· δεν έκανε σύγκριση ποτέ πονηρού και αγαθού.
Καθώς η μέλισσα, αν βρεθεί ένας βώλος ζάχαρη ή τίποτα άλλο γλυκό πάνω σε ένα σωρό κοπριά, δεν τη νοιάζει εκείνη πως είναι πάνω σε ακάθαρτα, παρά θα πάει πάνω από την κοπριά να παραλάβει τη ζάχαρη ή οτιδήποτε άλλο είδος, από τα οποία θα κατασκευάσει κατόπιν εκείνη το μέλι.
Έτσι και η αγαθότητα του Θεού· δεν βλέπει πού βρίσκεται ο άνθρωπος, στην αμαρτία ή στην αρετή· στην καλοσύνη ή στην κακία. Βλέπει μόνο τη στιγμή εκείνη που πλησιάζει κοντά Του. Δεν σε αποστρέφεται για την πρώτη σου ζωή, αλλά σε δέχεται για τη στιγμή εκείνη της επιστροφής σου. Διότι ίσως να έκλαψες τη στιγμή εκείνη, ίσως να θρήνησες, ίσως να έβαλες ένα λογισμό μετανοίας και να ζήτησες συγχώρηση από τον Θεό.
Δεν βλέπει την ακαθαρσία του ανθρώπου, βλέπει τη δική του ευσπλαχνία, βλέπει τη συμπάθειά του και νικιέται, για να ρίξει έλεος στον αμαρτωλό. Γίνεται αντανάκλαση της χάριτος· όπως έγινε και πάνω στο Σταυρό για τον ληστή.
Το βλέμμα του ληστή έλκυσε τη μορφή του Χριστού μέσα στην καρδιά του. Διότι το βλέμμα εκείνο ήταν ικετευτικό, γεμάτο πόνο και μετάνοια· και του είπε ένα λόγο γλυκό, που δεν ακούσθηκε γλυκύτερος σ’ όλο τον κόσμο: «Μνήσθητί μου, Κύριε», του είπε, «όταν έλθης εν τη βασιλεία σου». Θυμήσου και μένα, Χριστέ μου, όταν πας στη βασιλεία σου!
Τι γλυκός λόγος! Όλα τα σιρόπια, όλα τα πανευφρόσυνα, όλα τα ευχάριστα του κόσμου τα υπερνικά ο λόγος αυτός. Αμέσως κτύπησαν αυτά μέσα στην καρδιά του Χριστού και έγινε αντανάκλαση της χάριτος. Του απάντησε λοιπόν: «Αλήθεια σου λέω και εγώ, ότι σήμερα θα έλθεις μαζί μου στον παράδεισο».
Για τη μετάνοια αυτής της στιγμής που δείχνεις, ξεχνώ όλους τους φόνους και τα κακουργήματα που έχεις καμωμένα· και η ευσπλαχνία μου με παρακινεί να σου πω αυτό τον λόγο: έλα μαζί μου στη βασιλεία μου.
Μήπως και ημείς, αδελφές, δεν μοιάζουμε καμιά φορά με τον ληστή; Είμαστε όλο στολισμένοι με χάρες; Δεν έχουμε ακάθαρτα και αμαρτίες; Δεν μολύνουμε κάθε λίγο τις ψυχές μας; Δεν βλέπουμε τον πλησίον μας με κακία; Δεν κρίνουμε και κατακρίνουμε; Δεν οργιζόμαστε, δεν φθονούμε, δεν συκοφαντούμε; Αλλά μήπως ο Θεός για όλα αυτά μας αποπέμπει; Μήπως εάν εμείς είμαστε ακάθαρτοι, εάν είμαστε μοχθηροί και κακότροποι, εκείνος μας οργίζεται, μας μισεί; Όχι. Με αυτά τα ακάθαρτα χείλη που έχουμε, δέχεται και τον δοξολογούμε· μ’ αυτά τα ρυπαρά μας εντόσθια δέχεται και τον γευόμαστε· μ’ αυτά τα αμαρτωλά μας χέρια και πόδια μάς κρατεί στη ζωή.
Τέτοια αγάπη μάς έχει, τέτοια συμπάθεια έχει για τον άνθρωπο, τέτοια μακροθυμία για όλους μας. Μήτε Εβραίο ξεχωρίζει μήτε Έλληνα μήτε Οθωμανό. Για όλους την ίδια στοργή αισθάνεται.
Και όπως τον καιρό της σταυρώσεως καρφωμένος πάνω στο μαύρο ξύλο φώναζε γλυκά-γλυκά: «Πάτερ μου, μη συνερισθείς τους σταυρωτές μου, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν, δεν με κατάλαβαν ποιος είμαι· δεν καταλαβαίνουν». Τα ίδια εξακολουθεί να φωνάζει ακόμα μέχρι σήμερα για όλους μας ο Χριστός.
Πόσα σφάλλει κάθε ημέρα η ανθρωπότητα στον Θεό! Και όμως εκείνος ποτέ δεν μας οργίζεται· ποτέ δεν μας ρίχνει κακία· ποτέ, ποτέ! Τον βλασφημούμε, τον παροργίζουμε, τον μουτζώνουμε, τον ξανασταυρώνουμε και εκείνος πάλι μας υπομένει· πάλι μας αγαπά. Διότι είναι ο Θεός ελέους, είναι Θεός της αγάπης, Θεός της ευσπλαχνίας. Για όλα αυτά τα ακάθαρτα, τα οποία του προσφέρουμε εμείς, εκείνος μας προσφέρει έλεος και παρηγοριά.
Ποτέ δεν σιχαίνεται ο Θεός κανένα μας. Μόνο ο άνθρωπος σιχαίνεται ο ένας τον άλλο· μόνο ο άνθρωπος είναι σκληρός· μόνο ο άνθρωπος δεν υπομένει ο ένας τον άλλο· παρά κρίνει και κατακρίνει και συκοφαντεί και κατηγορεί και ζητεί να βλάψει και να καταστρέψει και να αδικήσει τον άλλο.
Ο Θεός όμως δεν κάνει έτσι· όλο φροντίζει πώς να βοηθήσει τον άνθρωπο· όλο ζητεί να του δίνει χείρα βοηθείας. Πότε έναν πνευματικό φανερώνει να τον συμβουλέψει, πότε κανέναν άγγελο να τον φωτίσει, πότε κανένα λογισμό καλό του βάζει, πότε μια έμπνευση θεϊκή του φέρνει, άλλοτε κανέναν άνθρωπο καλό τού παρουσιάζει και του δίνει μια παρηγοριά…
Και σεις, αδελφές, συμπάθεια να έχετε η μία για την άλλη σας. Όχι με μίσος και έχθρα, όχι με φθόνο και κακία, όχι με πονηρία και σκληρότητα ψυχής και απανθρωπία. Παρά με συμπάθεια, με μακροθυμία, με καρτερία, με σπλάχνα οικτιρμών και φιλανθρωπίας ο ένας για τον άλλο μας. Σήμερα είσαι εσύ, αύριο εγώ· τώρα σφάλλει ο ένας, σε λίγο ο άλλος.
Κάθε στιγμή μας συγχωρεί ο Θεός· και μείς να συγχωρούμε αλλήλους· και μείς να κλάψουμε και να θρηνήσουμε και να λυπηθούμε και να συμπονέσουμε και να παρακαλέσουμε τον Θεό για το σφάλμα του αδελφού μας. Αυτή είναι η μεγαλύτερη αρετή. Όσες αρετές και αν έχεις, όσα καλά έργα και προσευχές και αγαθοεργίες και αν κάνεις, όλα τα υπερβαίνει, αν πεις ένα λόγο: «Θεέ μου, συγχώρεσε τον αδελφό μου για ό,τι μου έκανε».
(30 Αυγούστου 1954)
Άγιος Άνθιμος της Χίου
Από το περιοδικό “Ορθ. Φιλόθεος Μαρτυρία”, Διδαχές από άγιες μορφές, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 25.