Πρόγραμμα Ακολουθιών Μεγάλης Εβδομάδας και Διακαινησίμου Εβδομάδας
Related Posts

Να εξορίσουμε την κατήφεια και τη ζάλη των λογισμών
«Κατήφεια παθῶν καί λογισμῶν ἡ ζάλη, μακράν ἐξοριζέσθω καί οὕτως ἐξανθήσει τό ἔαρ τό τῆς πίστεως» (απόστ. Αίνων).
(Ας εξορισθεί μακριά από εμάς η κατήφεια και η στενοχώρια των παθών, όπως και η ζάλη των λογισμών, και έτσι θα ανθήσει η άνοιξη της πίστης).
Ο άγιος υμνογράφος εξαγγέλλει αυτό που διαλαλεί η Εκκλησία μας με την Ανάσταση του Κυρίου: τα πάντα τώρα είναι πλημμυρισμένα από το φως και τη χαρά της Αναστάσεως. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός». «Ὦ Πάσχα, λύτρον λύπης». Ό,τι ο Κύριος και οι άγιοι άγγελοί Του προέτρεπαν τους αποστόλους και τις μυροφόρες γυναίκες: «Χαίρετε», ό,τι ο απόστολος Παύλος θεωρούσε ως δεδομένο της πίστεως: «Χαίρετε, καί πάλιν ἐρῶ Χαίρετε», αλλά και καρπό της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος που προεκτείνει την αναστημένη παρουσία του Κυρίου: «ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά», ό,τι ο ίδιος πάλι προέτρεπε ως συστατικό της ζωής αλλά και διαρκές αγώνισμα των πιστών: «Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε», αυτό λοιπόν προβάλλει και ο άγιος ποιητής. Γιατί; Διότι ανέτειλε ήδη το έαρ, η άνοιξη της πίστεως. Και η άνοιξη αυτή αποτελεί τον ύμνο της χαράς. Οπότε, «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν» – χαρά και κατήφεια δεν μπορούν να συνυπάρξουν! Όταν με άλλα λόγια ο πιστός έχει ενσυνείδητα αποδεχτεί τον Χριστό στη ζωή του, τότε είναι αδιάκοπα στραμμένος προς Αυτόν και Αυτόν αναζητεί προκειμένου να Τον έχει Κύριο και Αρχηγό της ζωής του. Και Τον αναζητεί βεβαίως με τον μόνο τρόπο που ο Κύριος καθόρισε: μέσα από τις άγιες εντολές Του, οι οποίες οδηγούν στην εγκατοίκησή Του μέσα στον άνθρωπο, καθιστώντας τον κυριολεκτικά ένα με Εκείνον. «Τηρήστε τις εντολές Μου και θα Με δείτε μέσα σας». Κι έρχεται έτσι η χαρά και η ειρήνη του Χριστού μέσα στον άνθρωπο, χαρά και ειρήνη εσωτερική και βαθειά που κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να τα διαγράψει και να πάρει.
Από την άποψη αυτή ο άγιος υμνογράφος τονίζει το αυτονόητο: αν ζει ο πιστός τη χαρά της Ανάστασης, δεν μπορεί να είναι εγκλωβισμένος στην κατήφεια που φέρνουν με μαθηματική ακρίβεια τα πάθη του ανθρώπου˙ δεν μπορεί να άγεται και να φέρεται από τους λογισμούς που δημιουργούν ζάλη στον άνθρωπο, δηλαδή από τους λογισμούς της απιστίας και της διψυχίας, τους λογισμούς που θέτουν σε κρίση τον άνθρωπο, γιατί δεν μπορεί να πάρει τη σταθερή απόφαση να είναι πάντοτε με το μέρος του Χριστού, δηλαδή εκεί που τον καλούν οι εντολές και το θέλημα Εκείνου. Κι είναι η εμπειρία του καθενός μας: τι είναι εκείνο που δημιουργεί την εσωτερική θλίψη και στενοχώρια και δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε; Μόνον το άφημά μας στα ψεκτά πάθη μας: η ικανοποίηση της σαρκολατρείας μας και του αλαζονικού υπερήφανου φρονήματός μας. Δυστυχώς, έστω και θεωρούμενοι χριστιανοί, ζούμε ακόμη μέσα στον χειμώνα της αμαρτίας μας, όταν έξω, στον αληθινό κόσμο του Θεού – κι είναι αληθινός γιατί είναι ο αιώνιος κόσμος – ήδη έχει ανατείλει το έαρ και η καλοκαιρία της ζεστασιάς της αγκαλιάς του Θεού μας. Ήδη από την πρώτο ύμνο του κανόνα του αγίου Θωμά (α΄ ωδή) ο υμνογράφος επισημαίνει: «Σήμερον ἔαρ ψυχῶν˙ ὅτι Χριστός ἐκ τάφου, ὥσπερ ἥλιος ἐκλάμψας τριήμερος, τόν ζοφερόν χειμῶνα ἀπήλασε τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν» (Σήμερα είναι η άνοιξη των ψυχών. Γιατί ο Χριστός την τρίτη ημέρα μετά τη σταύρωσή Του βγήκε από τον τάφο, όπως ακριβώς ο ήλιος που έλαμψε μετά τη νύκτα, και έκανε πέρα τον χειμώνα της αμαρτίας μας).
Ο αληθής χριστιανός, δηλαδή ο άγιος, είναι ο χαρούμενος άνθρωπος. Χαρούμενος με την έννοια την πραγματική: χαίρεται η καρδιά του, γι’ αυτό και τη χαρά αυτή σκορπίζει παντού και πάντα. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί άγιοι της Εκκλησίας μας θεωρούσαν ότι ο πασχαλινός χαιρετισμός «Χριστός Ἀνέστη» πρέπει να συνιστά τον διαρκή χαιρετισμό μας όλου του χρόνου. Αρκεί βεβαίως να μη ξεχνάμε ότι η εσωτερική αυτή χαρμόσυνη πραγματικότητα δεν προκύπτει «μαγικά» και γρήγορα. Απαιτεί καθημερινό αγώνα συσταύρωσης με τον Χριστό, οδύνη και «μάτωμα» πάνω στον αγώνα κατά των παθών, που θα πει ότι τελικώς η χαρά αυτή λειτουργεί για τον «μέσο» χριστιανό, αν υπάρχει τέτοιος όρος, ως όραμα που πρέπει να καθορίζει την πορεία του – μερικές φορές σε βάθος δεκαετιών! Και βεβαίως να τονίσουμε και πάλι το του αποστόλου: η χαρά έρχεται ως καρπός του πνεύματος αγάπης. Όπου αγάπη εκεί και χαρά, εκεί και Ανάσταση, εκεί και Χριστός!
pgdorbas.blogspot.com

Η έννοια της πνευματικής ζωής
Η ζωή του ανθρώπου γίνεται πνευματική, όταν κατευθύνεται από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Όσο ο άνθρωπος περιορίζεται στην κτιστή φύση του, δεν μπορεί να ζήσει πνευματική ζωή. Όσο στηρίζεται στις δυνάμεις του, στις γνώσεις, τις αρετές και τους οραματισμούς του, παραμένει σαρκικός. Η πνευματική ζωή δεν πηγάζει από τον άνθρωπο. Δεν αποτελεί καρπό των διανοητικών ή ηθικών αρετών ούτε καλλιεργείται με συναισθηματισμούς και υπολογισμούς. Η πνευματική ζωή έχει δυναμικό χαρακτήρα. Πηγάζει από το Θεό, προσφέρεται με τη χάρη του που φανερώθηκε εν Χριστώ και εκδηλώνεται ως καρπός του Αγίου Πνεύματος.
Η πνευματική ζωή του ανθρώπου στηρίζεται στις εξής βασικές προϋποθέσεις: α) Στην «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού δημιουργία του, β) στην εν Χριστώ ανακαίνιση και θέωση της φύσεώς του και γ) στη δυνατότητά του να γίνει μέτοχος της δωρεάς του Χριστού με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Ο άνθρωπος προήλθε από τον Θεό και αυτόν εικονίζει η ύπαρξή του. Το «κατ’ εικόνα» αποτελεί κοινό γνώρισμα όλων των ανθρώπων. Το ίδιο όμως δεν ισχύει και για το «καθ’ ομοίωσιν», που προσφέρεται στον άνθρωπο μόνο ως δυνατότητα. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «πας μεν άνθρωπος κατ’ εικόνα εστί του Θεού, ίσως και ομοίωσιν». (1) Η ομοίωση προς το Θεό δεν επιβάλλεται στον άνθρωπο αναγκαστικά, αλλά αφήνεται στην ελεύθερη διάθεσή του. Η πτώση, ως απομάκρυνση από το Θεό, αμαύρωσε το «κατ’ εικόνα» και έκανε αδύνατη την ομοίωση προς τον Θεό. Η ενανθρώπηση όμως του Λόγου του Θεού ανακαίνισε και θέωσε την ανθρώπινη φύση. Έτσι άνοιξε και πάλι στον άνθρωπο η οδός της ομοιώσεως προς τον Θεό ή της θεώσεως. Στην οδό αυτή βαδίζει ο πιστός με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Το Άγιο Πνεύμα δεν ενεργεί ανεξάρτητο ανακαινιστικό έργο, αλλά κάνει τον καθένα μέτοχο στο ανακαινιστικό έργο που συντελέστηκε εφάπαξ εν Χριστώ. Η δωρεά του Χριστού προσφέρεται προσωπικά στον κάθε άνθρωπο. Η θέωση της ανθρώπινης φύσεως γίνεται και θέωση των επιμέρους προσώπων, για να συγκροτηθεί η «κοινωνία της θεώσεως». Έτσι ο Υιός του Θεού είναι και παραμένει υποστατικά ενωμένος με την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε. Με τον καθένα όμως από τους πιστούς δεν ενώνεται «καθ’ υπόστασιν», αλλά «κατ’ ενέργειαν και χάριν».
Το Άγιο Πνεύμα, που εκπορεύεται από τον Πατέρα, και όχι από τον Πατέρα και από τον Υιό (Filioque), συγκροτεί τους πιστούς σε κοινωνία προσώπων κατ’ εικόνα του Τριαδικού Θεού.
Η συγκρότηση των πιστών σε κοινωνία προσώπων κατ’ εικόνα του Τριαδικού Θεού αρχίζει με το μυστήριο του Βαπτίσματος. Το Βάπτισμα είναι η «άνωθεν» γέννηση, κατά την οποία φωτίζεται το «κατ’ εικόνα» του ανθρώπου και ανοίγει ο δρόμος για το «καθ’ ομοίωσιν». Με το Βάπτισμα προσφέρεται στον άνθρωπο προσωπικά η κοινωνία του θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού. Για να ενεργοποιηθεί όμως η κοινωνία αυτή, απαιτείται η νέκρωση της σαρκικής ζωής και η ένταξη στην καινούρια ζωή, που μυσταγωγεί η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Έτσι ενεργοποιείται και η εξουσία που έλαβε ο άνθρωπος να γίνει τέκνο του Θεού (βλ. Ιω. 1:12).
Με το μυστήριο του Βαπτίσματος συνδέεται και το μυστήριο του Χρίσματος. Ενώ το Βάπτισμα εισάγει στην εν Χριστώ ζωή, το Χρίσμα παρέχει την ενέργεια για την πραγματοποίηση της ζωής αυτής.
Το τρίτο κεφαλαιώδες μυστήριο, με το οποίο και ολοκληρώνεται ο σκοπός των δύο προηγούμενων μυστηρίων, είναι η θεία Ευχαριστία.
Με την προσέλευση στη θεία Ευχαριστία ο πιστός γίνεται σύσσωμος και σύναιμος με τον Χριστό και μέτοχος της άφθαρτης και αιώνιας ζωής του. Η ένωσή του με τον Χριστό δεν είναι απλή ηθική ένωση, αλλά οντολογική ανάκραση και ανακαίνιση που καρποφορεί και γίνεται αισθητή ήδη από την παρούσα ζωή.
Για να καρποφορήσει όμως η χάρη των μυστηρίων, απαιτείται η ανθρώπινη συνεργία. Χωρίς τη συνεργία αυτή, η χάρη του Θεού παραμένει ανενέργητη και άκαρπη. Γι’ αυτό και ο πιστός καλείται να καταβάλει όλες τις δυνάμεις του και να συνεργαστεί με την χάρη του Θεού για την ανακαίνιση και τη θέωσή του.
Τα μυστήρια δεν μεταβάλλουν τον άνθρωπο μαγικά, αλλά τον μυούν, δηλαδή τον εισάγουν στην ζωή της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Όποιος δέχεται τη χάρη των μυστηρίων, καλείται να ζήσει και να φανερώσει στη ζωή του τη ζωή του Χριστού. Στο μέτρο που αφήνει ο άνθρωπος τον εαυτό του στη χάρη του Θεού, στο μέτρο που ζει και συμπεριφέρεται κατά τον τύπο του μυστηρίου, ζει και προκόβει πνευματικά.
Η αυτοπροσφορά του ανθρώπου στη χάρη του Θεού δεν αποτελεί άρνηση της ζωής, αλλά κατάφαση στην καθολική μεταμόρφωσή της που ενεργεί ο Θεός. Δεν σημαίνει περιφρόνηση της χαράς, αλλά αναζήτηση της αληθινής και αναφαίρετης χαράς. Δεν συνεπάγεται φυγή από την πραγματικότητα ή περιορισμό σε μια εφήμερη «πνευματικότητα», αλλά αναφορά στην αιώνια και ακατάλυτη πραγματικότητα, που υπάρχει πίσω από την απατηλή αμεσότητα. Γι’ αυτό και ο καρπός του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή ο καρπός της παρουσίας του Θεού στον άνθρωπο, δεν είναι ο αυτοαποκλεισμός, η θλίψη, η ταραχή, η μικροψυχία και τα παρόμοια, αλλά η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η πραότητα, η εγκράτεια (βλ. Γαλ. 5:22).
Για να ζήσει όμως ο άνθρωπος την παρουσία του Θεού και να αισθανθεί την αγάπη του, πρέπει να υποστεί πολλούς πειρασμούς και να υπομείνει μεγάλες ταλαιπωρίες. «Όσοι ζουν εν σαρκική ανέσει ατροφούν πνευματικώς και παραμένουν κλειστοί εις την αγάπην του Χριστού, την θεοπρεπώς περιπτυσσομένην τον κόσμον. Οι τοιούτοι ζουν και αποθνήσκουν μη δυνάμενοι να ανυψώσουν το πνεύμα αυτών εις τον ουρανόν». (2)
Αυτά βέβαια φαίνονται παράδοξα στον κοσμικά σκεπτόμενο άνθρωπο. Και είναι φυσικό να φαίνονται παράδοξα, γιατί παράδοξος για τον κοσμικά σκεπτόμενο άνθρωπο φαίνεται και ο ίδιος ο Θεός που δημιούργησε, συνέχει και συντηρεί τα πάντα: «Θεός τοις μεν σωματικώς ορώσιν ουδαμού εστι, πάρεστι γαρ· εν γαρ τω παντί και εκτός του παντός εστιν, εν τούτω και εγγύς εστι τοις φοβουμένοις αυτόν και μακράν από αμαρτωλών η σωτηρία αυτού». (3)
Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης,
Ομότιμος καθηγητής Θεολογικής σχολής ΑΠΘ
(1) Επιστολή προς Βαρλαάμ 2, 48, Συγγράμματα τ. 1, σ. 287.
(2) Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Έσσεξ Αγγλίας 1992, σ. 31.
(3) Συμεών Ν. Θεολόγου, Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά 1, SC 51bis, σ. 40.
Από το βιβλίο: Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη Πνευματική Ζωή, εκδ. ΠΟΥΡΝΑΡΑ, σ. 22 (αποσπάσματα).