
Related Posts

Το Μέγα Σάββατο, το υπερευλογημένο
Η σημερινή ακολουθία είχε κάτι το ιδιαίτερο. Διαβάστηκαν πολλές προφητείες από την Παλαιά Διαθήκη. Σε καμία άλλη περίπτωση δεν διαβάζονται τόσα πολλά κείμενα από την Παλαιά Διαθήκη όπως σήμερα. Όλα αυτά τα κείμενα είχαν σχέση με το γεγονός που σήμερα εορτάζει η Εκκλησία, την εις Άδου κάθοδον του Κυρίου και το προανάκρουσμα της αγίας Αναστάσεώς Του. Διότι ο σημερινός Εσπερινός είναι Εσπερινός της Αναστάσεως.
Αρχίζουμε με το πρώτο ανάγνωσμα από την Γένεση: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην». Και η Κτίση σήμερα ανακαινίζεται και αναπλάθεται δια του Σταυρού και της Αναστάσεως του Κυρίου, ο οποίος στον πεσόντα κόσμο και στον πεσόντα άνθρωπο δίνει ζωή και αφθαρσία. Ο Ιωνάς στην κοιλία του κήτους τριήμερος· και αυτός σύμβολο του Χριστού και της Αναστάσεώς Του και της εις Άδου καθόδου Του. Ο Ισαάκ και η θυσία του· και αυτός σύμβολο του Χριστού. Οι τρεις Παίδες εν τη καμίνω, οι οποίοι μέσα στην κάμινο έμειναν αλώβητοι από το πυρ, όπως και ο Κύριος εκ της Παρθένου ετέχθη, και όμως η Κυρία Θεοτόκος κράτησε την παρθενία της, και όπως ο θάνατος δεν μπόρεσε να κρατήσει τον Ιησού, αλλά ο Ιησούς νίκησε τον θάνατο. Με όλα αυτά λοιπόν και τα άλλα αναγνώσματα τα σημερινά μάς ετοιμάζει η Εκκλησία για την Ανάσταση.
Δυστυχώς στις Εκκλησίες στον κόσμο τα αναγνώσματα αυτά δεν διαβάζονται. Είναι δέκα επτά αναγνώσματα. Και δεν διαβάζονται, διότι κρατούν πολλή ώρα. Και επειδή οι Χριστιανοί έξω έχουν τις δουλειές τους, δεν μπορούν να παραμείνουν τόσες ώρες στην Εκκλησία. Μάλιστα δυστυχώς τα έβγαλαν και από τα εν χρήσει βιβλία της Μεγάλης Εβδομάδος και άφησαν μόνο τρεις προφητείες. Μόνο στο Άγιον Όρος διαβάζονται, και ίσως και στα Μοναστήρια έξω.
Και όμως αυτές οι μακρές προφητείες, που είναι και κουραστικές – και σεις θα κουραστήκατε λίγο τόση ώρα να ακούτε τις αναγνώσεις αυτές – και τρόπον τινά είναι και λίγο μονότονες, έχουν και άλλο νόημα. Αυτή η επί μακρόν χρόνον ανάγνωση συμβολίζει και τον χρόνο της Παλαιάς Διαθήκης, που ήταν μία εποχή μονότονη και αυτή. Μία εποχή κουραστική, διότι δεν υπήρχε ανάσταση, διότι οι άνθρωποι δεν είχαν ελπίδα αναστάσεως. Και αίφνης, εκεί που κουραζόμαστε απ’ όλα αυτά τα αναγνώσματα – και πριν από μας κουράστηκε η ανθρωπότητα χωρίς τον Αναστάντα Ιησού – εκεί ακούγεται η πρόσκληση του κόσμου όλου, της ανθρωπότητας όλης, των Αγίων, των Δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης και της Εκκλησίας: «Ανάστα, ο Θεός, κρίνον την γην, ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι» (*). Σαν να λέει η Εκκλησία, σαν να λέει η ανθρωπότητα: «Κύριε, κουραστήκαμε να περιμένουμε. Επιτέλους ανάστα και έλα να κρίνεις τον κόσμο, ο οποίος περιμένει το φως της Αναστάσεώς Σου, για να χαρεί, για να ελπίσει, για να ζήσει». Και ακολουθεί μετά και η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, όπου πλέον μέσα σε αυτήν όλο το έργο της οικονομίας του Θεού ξαναβιώνεται και ο σαρκωθείς, σταυρωθείς και αναστάς Κύριος έρχεται εν μέσω ημών και γίνεται δικός μας, και ενωνόμαστε και εμείς μαζί Του, και όλα αυτά για τα οποία ήλθε στην γη μέσω της Θείας Λειτουργίας γίνονται πια σε μας σημερινή πραγματικότητα. Για όλα αυτά λοιπόν δοξάζουμε τον Θεό.
Η Εκκλησία μας με τους ύμνους της χαρακτηρίζει το σημερινό Σάββατο ως το «υπερευλογημένον Σάββατον» (Κοντάκιον Μ. Σαββάτου). «Τούτο γαρ εστί το ευλογημένον Σάββατον· αύτη εστίν η της αναπαύσεως ημέρα, εν η κατέπαυσεν από πάντων των έργων Αυτού ο μονογενής Υιός του Θεού» (Δοξαστικόν Αίνων). Λέγουν οι άγιοι Πατέρες ότι, εάν ο Θεός, κατά την διήγηση της Αγίας Γραφής, δημιούργησε τον κόσμο σε έξι ημέρες και την εβδόμη ημέρα – το Σάββατο – ανεπαύθη, αυτό το έκανε για να δηλώσει αυτή την ημέρα, την ημέρα της αναπαύσεως εν τω τάφω του Υιού Του, κατά την οποία ο Κύριος, αφού εργάστηκε την σωτηρία μας και τελείωσε το έργο της σωτηρίας με τον σταυρικό Του θάνατο, μετά κατέπαυσε και Αυτός επί τριήμερον την ημέρα του Σαββάτου εκ πάντων των έργων Αυτού, όπως ο Θεός είχε καταπαύσει μετά την έκτη ημέρα της δημιουργίας.
Γι’ αυτό η σημερινή ημέρα είναι μία ημέρα μυστική. Η Εκκλησία συμμετέχει μυστικά, εν σιγή, εν σιωπή, στο μυστήριο της καταπαύσεως του Υιού του Θεού, της σιγής του Θεού. Ο Θεός σιγά, είναι στον τάφο Του, και η Εκκλησία αισθάνεται ότι ο Θεός είναι στον τάφο. Αλλά αισθάνεται όμως ότι ο Θεός είναι στον τάφο προσωρινά. Είναι στον τάφο, για να ζωοποιήσει και τους νεκρούς που είναι στον Άδη. Και περιμένει τώρα η Εκκλησία την λαμπρά Του Ανάσταση. Γι’ αυτό η σημερινή ημέρα έχει μία σοβαρότητα. Έχει μία σιωπή. Έχει μία συμμετοχή στην σιγή του Υιού του Θεού. Αλλά συγχρόνως έχει μία μυστική χαρά, μία προσμονή, μία αναμονή. Όπως όταν περιμένουμε να γίνει κάτι μεγάλο, κάτι φοβερό, κάτι ένδοξο, κάτι παγχαρμόσυνο, και τρόπον τινά με συγκρατημένη αναπνοή περιμένουμε πότε θα γίνει αυτό. Αυτό το μεγάλο. Έτσι και σήμερα σιωπούμε και περιμένουμε. Και αυτό το μεγάλο που θα γίνει, θα είναι η Ανάσταση του Χριστού, που θα εορτάσουμε με την βοήθεια του Κυρίου στις πρώτες νυκτερινές ώρες, με την ανατολή της νέας ημέρας της Αγίας και Μεγάλης Κυριακής του Πάσχα.
(1986)
(*) Στίχος ψαλλόμενος αντί του «Αλληλούϊα» μετά τον Απόστολο.
Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης (†)
Από το βιβλίο: † Αρχιμανδρίτου Γεωργίου, Ομιλίες σε Εορτές του Τριωδίου και περί αρετών (των ετών 1981-1991) Γ’. Έκδ. Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2017, σελ. 198.

Δεκαπενταύγουστος: Ποιος έγραψε τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα
Ο Δεκαπενταύγουστος είναι μια περίοδος του εκκλησιαστικού μας έτους, κατά την οποία η ορθόδοξη ψυχή στρέφει τα μάτια με βαθειά κατάνυξη προς την Υπεραγία Θεοτόκο.
Δεκαπενταύγουστος: Επί δεκαπέντε ημέρες, πριν από την εορτή της Κοιμήσεως, σημαίνουν οι καμπάνες την ώρα του δειλινού και τα πλήθη των πιστών πάνε να ψάλλουν τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα. Ανάλογη κατάνυξη έχει βέβαια και η περίοδος των Χαιρετισμών της Παναγίας. Αλλά, ενώ στους Χαιρετισμούς κυριαρχεί ο υμνολογικός τόνος, η θριαμβική δοξολόγηση των απείρων χαρίτων της «Μητρός του Θεού γενομένης», στον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα του Δεκαπενταυγούστου κυρίαρχος τόνος είναι το πένθος και η οδύνη της βαρυαλγούσης ψυχής του πιστού, που ζητά παράκληση και παρηγορία από την Παναγία.
Ασφαλώς δεν υπάρχει πιστός που να μην άκουσε με συντριβή τούς σπαραχτικούς στίχους του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, που μιλούν για τον «νοσούντα το σώμα και την ψυχήν». Όμως, εδώ δεν πρόκειται για οδύνη απογνώσεως, που συνήθως οδηγεί στην απιστία και στην αποστασία. Η οδύνη του κατά Θεόν δεινοπαθούντος ανθρώπου είναι οδύνη επιγνώσεως, και γίνεται καθαρμός και αναβαθμός. Γιατί, ενώ τον θλίβει και τον πληγώνει, δεν τον αποξενώνει από τον Θεό, αλλά τον οδηγεί σε βαθύτερη θεογνωσία. Γι’ αυτό η οδύνη κορυφώνεται μεν, αλλά και συγχρόνως καταπαύει στην ακόλουθη μορφή ικεσίας στην ανάγνωση του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος: «Επίβλεψον εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, και ίασαι της ψυχής μου το άλγος».
Ακούοντας κανείς επιπόλαια τις στροφές του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, έχει την εντύπωση ότι κάποιος ανώνυμος υμνογράφος διεκτραγωδεί κοινά σε όλους τούς πιστούς δεινοπαθήματα της ψυχής και του σώματος. Γιατί πράγματι δεν υπάρχει Χριστιανός που να μην έζησε κατ’ επανάληψη «των παθών του τον τάραχον» ή να μην αισθάνθηκε ποτέ το «πολλοίς συνεχόμενος πειρασμοίς». Διαβάζοντας όμως προσεκτικώτερα και εμβαθύνοντας περισσότερο σ’ αυτά τα ιερά στιχουργήματα, διαπιστώνουμε ότι εδώ δεν πρόκειται για περιγραφή και εξιστόρηση των εν γένει περιπετειών του ανθρώπου στον καθημερινό αγώνα της τελειώσεώς του. Πρόκειται για σπαρακτικές κραυγές «εκ του φυσικού», για οδύνη και πόνο που μας έρχεται «από πρώτο χέρι».
Επομένως, έχομε να κάνουμε με τελείως προσωπικό δράμα που βιώθηκε από πρόσωπο ιστορικό και επώνυμο κάτω από συνθήκες πραγματικές και συγκεκριμένες. Πόσοι άραγε από τούς ανυποψίαστους πιστούς μας, που ψάλλουν κάθε τόσο την Παράκληση (το Μικρό ή Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα), γνωρίζουν ποιο είναι το πρόσωπο αυτό; Θα περίμενε κανείς ο υμνογράφος του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος να είναι κάποια ευαίσθητη γυναικεία ύπαρξη σαν την Κασσιανή, ή κάποιος υπέργηρος Μοναχός της ερήμου. Κι’ όμως, μήτε το ένα, μήτε το άλλο!
Ο συντάκτης αυτού του δακρύβρεκτου υμνολογικού κειμένου ήταν ένας άνδρας στην πλήρη ακμή του, και μάλιστα εστεμμένος! Ήταν ο βυζαντινός Αυτοκράτορας της Νικαίας Θεόδωρος Β’ ο Λάσκαρις (1222‐1258), που λίγο προ του θανάτου του εκάρη Μοναχός και έλαβε το όνομα Θεοδόσιος. Σύμφωνα με τούς βιογράφους του, ήταν ιδιαίτερα λεπτός και ευγενικός άνθρωπος, είχε δε την ευκαιρία να αποκτήσει σπουδαία μόρφωση για την εποχή του. Έζησε όμως σε πολύ δύσκολους καιρούς. Οι Φράγκοι είχαν πάρει την Κωνσταντινούπολη, οι Βούλγαροι και το Δεσποτάτο της Ηπείρου έπρεπε να αντιμετωπισθούν καταλλήλως, οι δε Μουσουλμάνοι στην Μικρά Ασία ήταν μια άμεση και μόνιμη απειλή. Έχοντας φύση καλλιτεχνική ο τραγικός αυτός Αυτοκράτορας, δεν ήταν δυνατόν να ανταποκριθεί σε τέτοιες σκληρές ευθύνες, χωρίς να κλονισθεί η υγεία του.
Γι’ αυτό πέθανε σε ηλικία μόλις 36 ετών. Η ζωή του χαρακτηριζόταν από πολλές αντινομίες, που δεν ήταν βέβαια πρωτοφανείς μήτε στα βυζαντινά ανάκτορα, μήτε στην εν γένει ανώτερη γύρω τους κοινωνία. Όμως, αυτό ακριβώς στάθηκε το μεγαλύτερο θαύμα του Βυζαντίου προς την ανθρωπότητα. Το ότι δηλαδή οι αντινομίες του βίου δεν έκλεισαν ποτέ στο πρόσωπο την θέα προς την αιωνιότητα και την σωτηρία, εφ’ όσον υπήρχε η μετάνοια. Έκαναν και τότε φρικαλέα κάποτε εγκλήματα οι άνθρωποι, αλλά μετά, με ποταμούς ειλικρινών δακρύων, εξαγνίζονταν στα μάτια του Θεού και των ανθρώπων. Ολόκληρος ο χριστιανικός μεσαίωνας, σε Ανατολή και Δύση, σ’ αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικώτατο σημείο διαφέρει από τούς νεώτερους χρόνους.
Οι νεώτεροι χρόνοι φροντίζουν – από ανθρωπισμό, όπως ισχυρίζονται – να διαμορφώσουν έναν πολίτη νομοταγή και έντιμο, αλλά δεν ενδιαφέρονται για τις βαθύτερες πεποιθήσεις του, για την πίστη και την εν γένει πνευματική του αγρύπνια. Έτσι, αυτός ο πολίτης μπορεί μεν ν’ αποφεύγει προσεκτικώτερα σήμερα το άμεσο και πρωτογενές έγκλημα στις σχέσεις του με τούς συνανθρώπους – πράγμα που ασφαλώς τον αναδεικνύει, δικονομικά τουλάχιστον, δικαιώτερο από τον άνθρωπο του χριστιανικού μεσαίωνα – όμως, ο πολίτης αυτός των νεωτέρων χρόνων και του ανθρωπισμού, ναρκισσευόμενος για την «αυτόνομη» και αυτονομημένη ηθική του, δεν έχει ποτέ γνωρίσει την συντριβή και την κάθαρση, την μετάνοια και τον αγιασμό που επιφέρουν τα μετά την αμαρτία δάκρυα. Και ερωτάται: Τι σχέση μπορεί να ‘χουν αυτού του είδους οι πολίτες με την Βασιλεία του Θεού; Εμείς γνωρίζουμε ότι ο Χριστός διεκήρυξε: ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν (Μαρκ. 2,17). Που σημαίνει ότι την Βασιλεία του Θεού δεν την κατοικούν οι άψογοι νάρκισσοι που δεν ερράγισαν ποτέ μπροστά στα ανεξερεύνητα μυστήρια του Θεού, αλλά οι δια της μετανοίας αναγεννημένοι άνθρωποι.
Αυτές ακριβώς τις σωτηριώδεις αλήθειες γνωρίζοντας και ο Αυτοκράτορας Θεόδωρος ο Λάσκαρις, ενώ περιγράφει τον εαυτόν του ότι ήταν «παντοίως τη λύπη τρωθείς και τιτρωσκόμενος», δεν απογοητεύεται, αλλά πιστεύει και αγρυπνεί. Πιστεύει και ελπίζει ότι μ’ όλες τις συμφορές του ο Θεός απεργάζεται την σωτηρία του: «Οίμοι, τι ουκ εμοί γέγονεν! ουδέν άλλο είποιμι η ότι πάντως κάθαρσις ψυχική και ταπείνωσις σαρκική, ίνα σώση ο πλάστης το συναμφότερον».
Του μακαριστού Αυτοκράτορος Θεοδώρου Β’ του Λασκάρεως, που μας εδίδαξε τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα, αιωνία η μνήμη!
Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού
Ενσαρκώσεις του Δογματος
Εκδ. ΔΟΜΟΣ, Αθήνα 1996
Πηγή:dogma.gr