Γράφει ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης:
~ Στις 14 Σεπτεμβρίου 1932 έγινε στο Άγιο Όρος δυνατός σεισμός [7 Ρίχτερ]. Έγινε την τετάρτη ώρα της νύχτας [10 μ.μ.], κατά το μέσο της αγρυπνίας της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Βρισκόμουν στους χορούς [που είναι στο αντίστοιχο μέρος του γυναικωνίτη των κοσμικών εκκλησίων], κοντά στο εξομολογητήριο του πάτερ Υφηγουμένου, ο οποίος εκείνη την ώρα βρισκόταν δίπλα μου, έξω από το εξομολογητήριο. Απο το εξομολογητήριο έπεσε ένα τούβλο με ασβέστη.
Στην αρχή φοβήθηκα λίγο, αλλά γρήγορα ησύχασα και λέω στο Γέροντα Υφηγούμενο:
– Να, ο ελεήμων Κύριος θέλει να μετανοήσωμε.
Και βλέπαμε τους μοναχούς και κάτω στο ναό και στους χορούς, κι ελάχιστοι απ’ αυτούς φοβήθηκαν. Περίπου έξι βγήκαν από την εκκλησία, οι άλλοι όμως παρέμειναν στα στασίδια τους κι η αγρυπνία συνεχίστηκε με την καθορισμένη τάξη και τόσο ήρεμα σαν να μην συνέβαινε τίποτε.
Και σκέφτηκα: Πόσο μεγάλη χάρη Αγίου Πνεύματος έχουν οι μοναχοί, ώστε να μένουν ήσυχοι σε τέτοιο σεισμό· γιατί έτρεμαν όλες οι τεράστιες οικοδομές της Μονής [Μονή Αγίου Παντελεήμονος (Ρωσικό)], έπεφταν οι σοβάδες, κουνιόνταν οι πολυέλαιοι, τα καντήλια και τα μανουάλια και χτυπούσαν στο καμπαναριό οι καμπάνες, χτύπησε ακόμα κι η μεγαλύτερη καμπάνα (σχεδόν δώδεκα τόνοι).
Και σκεφτόμουν: Ψυχή που γνώρισε τον Κύριο δεν φοβάται τίποτε, εκτός από την αμαρτία και προπαντός την αμαρτία της υπερηφάνειας. Γνωρίζει πως ο Κύριος μας αγαπά· κι αν Αυτός μας αγαπά, τότε τι να φοβηθούμε;
Ο ελεήμων Κύριος μας νουθετεί:
– Παιδιά μου, μετανοείτε και ζήτε με αγάπη, γίνετε υπάκουοι και εγκρατείς και μάθετε από μένα την πραότητα και την ταπείνωση, και οι ψυχές σας θα βρουν ανάπαυση.
Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου ο “Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης”. Έκδοση Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας.
Κάποτε ο άγιος Αντώνιος, καθώς πλησίαζε η ώρα που έτρωγε, σηκώθηκε για να προσευχηθεί, την ενάτη ώρα περίπου (τρεις το απόγευμα).
Ένιωσε τότε τον εαυτό του να αρπάζεται νοερά· και το παράδοξο είναι ότι στεκόταν και έβλεπε τον εαυτό του σαν να ήταν έξω από τον εαυτό του και κάποιοι να τον οδηγούν στον αέρα. Έπειτα είδε κάποιους απαίσιους και φοβερούς να στέκονται στον αέρα και να θέλουν να του εμποδίσουν το πέρασμα.
Οι συνοδοί του τους αντιμάχονταν, εκείνοι όμως απαιτούσαν να λογοδοτήσει σε αυτούς, μήπως τον βρουν χρεώστη τους σε κάτι. Ήθελαν να αρχίσουν την εξέταση από τότε που γεννήθηκε, τους εμπόδισαν όμως οι συνοδοί τού Αντωνίου, λέγοντας ότι όσα έκανε από τότε που γεννήθηκε, τα έσβησε ο Κύριος, και μόνο για όσα έκανε από τότε που έγινε μοναχός και αφιερώθηκε στον Θεό επιτρέπεται να τον εξετάσουν.
Καθώς λοιπόν εκείνοι έλεγαν κατηγορίες, τις οποίες δεν μπορούσαν να αποδείξουν, ο δρόμος του έμεινε ελεύθερος και ανεμπόδιστος. Και αμέσως είδε τον εαυτό του σαν να ήρθε και να στάθηκε δίπλα στον εαυτό του, και έγινε πάλι ένας Αντώνιος.
Ξέχασε τότε το φαγητό και έμεινε την υπόλοιπη μέρα και όλη τη νύχτα να προσεύχεται με στεναγμούς. Γιατί θαύμαζε καθώς αναλογιζόταν με πόσους έχουμε να παλέψουμε και με πόσους κόπους πρόκειται να διασχίσει κανείς τον αέρα· και θυμόταν ότι αυτό εννοούσε ο απόστολος Παύλος όταν έλεγε για τον «άρχοντα που εξουσιάζει τον αέρα» (Εφ. 2:2)· γιατί σε αυτόν τον χώρο έχει την εξουσία ο εχθρός να μάχεται και να προσπαθεί να εμποδίσει όσους πάνε να περάσουν. Γι’ αυτόν κυρίως τον λόγο ο ίδιος απόστολος συμβούλευε: «Φορέστε την πανοπλία του Θεού, για να μπορέσετε να αποκρούσετε την επίθεση κατά τη φοβερή μέρα, έτσι ώστε ο εχθρός να μην έχει να πει τίποτε κακό για εσάς και να καταντροπιαστεί» (Εφ. 6, 13· Τίτ. 2:8).
Μετά από αυτό, τον επισκέφτηκαν κάποτε μερικοί και συζήτησαν μαζί του για την πορεία της ψυχής και ποιος είναι ο τόπος της μετά την έξοδο. Την ίδια νύχτα άκουσε κάποιον από ψηλά να τον φωνάζει και να του λέει: «Αντώνιε, σήκω, βγες έξω και δες». Βγήκε λοιπόν –γιατί ήξερε σε ποιους έπρεπε να υπακούει– και σηκώνοντας το βλέμμα του είδε να στέκεται ένας πανύψηλος, άσχημος και φοβερός, που έφτανε ως τα σύννεφα. Κάποιοι ανέβαιναν, σαν να είχαν φτερά, και εκείνος άπλωνε τα χέρια του και άλλους τους έριχνε κάτω, ενώ άλλοι πετούσαν ψηλά, του ξέφευγαν και συνέχιζαν ανενόχλητοι. Σε αυτούς εκείνος ο πανύψηλος έτριζε τα δόντια, ενώ χαιρόταν για εκείνους που έπεφταν. Και αμέσως ακούστηκε στον Αντώνιο μια φωνή: «Εννόησε αυτό που βλέπεις».
Ανοίχτηκε τότε ο νους του και κατάλαβε ότι πρόκειται για το πέρασμα των ψυχών και ότι ο πανύψηλος που στεκόταν ήταν ο διάβολος που φθονεί τους πιστούς. Αυτός πιάνει όσους του είναι χρεώστες και δεν τους αφήνει να περάσουν, ενώ όσους δεν έκαναν τα θελήματά του δεν μπορεί να τους πιάσει, αλλά τον προσπερνούν και ανεβαίνουν.
Όταν είδε αυτό το όραμα, που του θύμισε και το άλλο, περισσότερο αγωνιζόταν κάθε μέρα να προχωρεί και πιο μπροστά.
Από τον Ευεργετινό
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Α’, Υπόθεση Ι’ (10). Εκδόσεις “Το Περιβόλι της Παναγίας”, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 103.