“Δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα” (video)
Related Posts

Η Δύναμη της υπομονής και της αγάπης
Η ιστορία η παρακάτω είναι αληθινή. Μια κυρία παντρεύτηκε τον άνδρα της με προξενιό. Οι πρώτες μέρες του έγγαμου βίου ήταν ελάχιστες. Ο άνδρας της τής φερόταν πολύ άσχημα και αυτό διότι της αποκάλυψε ότι δεν την αγαπάει γιατί αγαπάει κάποια άλλη.
Στην ερώτηση γιατί με παντρεύτηκες, αφού δεν με αγαπούσες, απάντησε πως , αυτήν που αγαπούσα οι γονείς μου δεν την ήθελαν για νύφη και έτσι έκανα υπακοή στους γονείς μου και σε παντρεύτηκα.
Από την αρχή τής είπε, αν δεν σου αρέσει, μπορείς να φύγεις, να πάς στους γονείς σου. Αν πάλι θέλεις να μείνεις , μπορείς να μείνεις, αλλά δεν θέλω την παραμικρή αντίρρηση για ό,τι κάνω.
Ο κύριος συνέχισε να έχει σχέση με την φίλη του, η οποία παντρεύτηκε κι αυτή κάποια στιγμή έκανε και δύο παιδιά με τον σύζυγό της, αλλά δεν σταμάτησαν ποτέ να βρίσκονται. Μαζί μου, ομολόγησε η κυρία, κοιμόταν μόνο όταν μάλωνε με την φίλη του.
Ωστόσο έμεινε έγκυος και όταν το έμαθε ο σύζυγος έγινε θηρίο και την πίεζε να κάνει έκτρωση. Ηθικό και ευσυνείδητο άτομο η κυρία πήρε την απόφαση να μην υποχωρήσει και γίνει φονιάς τού παιδιού της. Την πίκρα και τη στεναχώρια την έκρυβε μέσα στην ψυχή της και τη μοιραζόταν με τον Θεό.
Έσφιγγε τα δόντια και προσπαθούσε να φέρεται άψογα για να μην καταλάβουν τίποτε τα παιδιά. Πάντα τον δικαιολογούσε , τον κάλυπτε και ποτέ δεν μάλωνε μαζί του μπροστά στα παιδιά. Τον καλωσόριζε τον φρόντιζε, του ετοίμαζε το φαγητό και όλα αυτά τα έκανε για να δώσει το καλό παράδειγμα στα παιδιά. Ήθελε να μάθουν τα παιδιά την αξία του σεβασμού, την αγάπη, την υπομονή.
Όσο ήταν μικρά τα παιδιά τα κρατούσε η μητέρα της. Η ίδια ήταν εργαζόμενη και επειδή έφευγε νωρίς το πρωί για τη δουλειά, έγραφε σε κασέτες οδηγίες και έλεγε την μητέρα της να τις βάζει να τις ακούνε τα παιδιά.
Αυτό γινόταν επί δεκαεπτά χρόνια. Και ό,τι μήνυμα ήθελε να τους περάσει τούς έλεγε ότι τα άκουσε στη δουλειά της, όπως για παράδειγμα για τα ναρκωτικά, τις σχέσεις των νέων , τις ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες και άλλα δύσκολα κοινωνικά προβλήματα.
Όταν μεγάλωσαν τα παιδιά της τα έλεγε πως, όταν θα έρθει ο πατερούλης να τον σερβίρουν το φαγητό, να τον περιποιηθούν, διότι αυτός αγωνίζεται για μας , γιατί μας αγαπάει πολύ, και κάθε μέρα μόλις γύριζαν τα παιδιά από το σχολείο έβαζαν πρώτα να ακούσουν το μήνυμα της μάνας .
Δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια πήγαινε μόνη διακοπές με τα παιδιά της. Ο σύζυγος δεν πήγε ποτέ μαζί τους παρ’ ό,τι τον παρακαλούσαν τα παιδιά του. Μια χρονιά, όταν γύρισε από διακοπές η κυρία, βρήκε στο κομοδίνο της μια κασέτα που έγραφε «Σ’ αγαπώ» . Παραξενεύτηκε με την κασέτα και προς στιγμήν νόμισε ότι προοριζόταν για την φιλενάδα του. Το βράδυ όταν κοιμήθηκαν τα παιδιά την έβαλε να την ακούσει.
Τελικά ήταν γραμμένη γι’ αυτήν . Τι ακριβώς είχε συμβεί; Το διάστημα που η ηρωίδα μάνα ήταν σε διακοπές με τα παιδιά, ο σύζυγος μάλωσε άσχημα με την φίλη του και χώρισαν.
Όταν γύρισε σπίτι πήγε στο δωμάτιο των παιδιών και πήρε μια κασέτα στην τύχη να την ακούσει. Γνώριζε, άλλωστε, ότι έγραφε η σύζυγος κασέτες στα παιδιά. Άκουσε αρκετές κασέτες , και συγκινήθηκε. Πήρε στη συνέχεια και αυτός μια κασέτα και έγραψε τα εξής:
«Συγχώρεσε με για ό,τι σου έχω κάνει. Τώρα καταλαβαίνω πόσο πολύ σ’ έχω πληγώσει, πόσο πολύ σ’ έχω ταπεινώσει. Και εσύ ούτε μια άσχημη κουβέντα δεν είπες ποτέ, πάντα τρυφερή και γλυκιά μαζί μου.
Άκουσα μερικές κασέτες σου, που μιλάς στα παιδιά μας. Δεν με κατηγόρησες ποτέ. Μόνο καλά λόγια έβγαιναν από τα χείλη σου. Τώρα κατάλαβα γιατί μ’ αγαπούν τόσο πολύ τα παιδιά μας.
Σε παρακαλώ, συγχώρεσε με, και σου υπόσχομαι, ό, τι σου στέρησα όλα αυτά τα χρόνια, να σου τα δώσω απλόχερα από εδώ και πέρα. Θα είσαι η βασίλισσα της καρδιάς μου. Σε παρακαλώ συγχώρεσε με. Αυτή την ώρα που σου μιλάω, πίστεψέ με πως αισθάνομαι πολλή αγάπη για σένα, μου λείπεις. Σ’ αγαπώ» .
Καθώς άκουγε την κασέτα ένιωσε όμορφα, και αποκοιμήθηκε.
Όταν το βράδυ επέστρεψε ο σύζυγος στο σπίτι, τον αντιλήφθηκε αλλά δεν σηκώθηκε να σερβίρει το φαγητό όπως συνήθιζε, προσποιήθηκε ότι κοιμάται. Στη συνέχεια πήγε ξάπλωσε δίπλα της σιγά να μην την ξυπνήσει και την αγκάλιασε τρυφερά πρώτη φορά μετά από δεκαεπτά χρόνια. Την φίλησε απαλά και ψιθύρισε: «Συγχώρεσε με, σ’ αγαπώ!».
Σε μια βραδιά άλλαξε η ζωή τελείως. Ο σύζυγος έγινε τρυφερός, στοργικός, μια ολοκληρωμένη οικογένεια. Η υπομονή της γυναίκας, η καλοσύνη , η αγάπη κράτησαν ζωντανή την οικογένεια. Το μυστικό της μόνο στον Θεό το εμπιστεύτηκε. Αν το έλεγε σε κάποια φιλενάδα ή κάποιον άλλον , το σίγουρο ήταν να είχε χωρίσει.
Στη ζωή ίσως να χάνουμε κάποιες μάχες, αλλά σημασία έχει να μην χάσουμε τον πόλεμο, και αν έχουμε σύμμαχο το Θεό στη ζωή μας το μόνο σίγουρο είναι η νίκη.

Ο γέροντας Ευμένιος Σαριδάκης και η Ανάσταση που άργησε
ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ βράδυ. Ο Γέροντας, λαμπροφορεμένος, υποδεχόταν τον κόσμο και έπαιρνε τις λειτουργίες. Είχε ετοιμάσει τα καντήλια από νωρίς. Έτοιμα όλα, σβηστά. Άρχισε το “Ευλογητός”, πήρε καιρό μέσα στα μαύρα του τα ράσα, με τους βοστρύχους των μαλλιών και των γενειών του να λάμπουν.
Σοβαρός-σοβαρός. Ανοιγόκλεινε την πόρτα, παραπατούσε, αλλά έτρεχε κιόλας, προσκυνούσε τις Δεσποτικές εικόνες, τον θρόνο, έμπαινε στο Ιερό, έπαιρνε τις λειτουργίες, ψέλναμε τον Κανόνα “Κύματι θαλάσσης”. Δεν είχε ο Γέροντας χρόνο κοσμικό, είχε χρόνο λειτουργικό. Μαζευόταν ο κόσμος, πολύς κόσμος. Χριστιανοί, που τον αγαπούσαν, αλλά και άλλοι από την γειτονιά δρασκέλιζαν την μάντρα, σκύβοντας από το μικρό πορτάκι, άρρωστοι, νοσοκόμες, γιατροί. Καθυστερούσε ο Γέροντας. Σβηστά τα φώτα. Ψέλναμε, ξαναψέλναμε, δεν έβγαινε να πη το “Δεῦτε, λάβετε φῶς”. Έφευγα από το ψαλτήρι, να πάω στο Ιερό, μου έλεγε: “Ξέρω, ξέρω”. Αδημονία. Οι άλλες εκκλησίες σήμαναν ήδη Ανάσταση, βαρελότα πέφτανε κι αυτός δεν έβγαινε.”Ξέρω, ξέρω”, μου λέει.”Όποιος θέλει να φύγη. Δέν μπορεί. Ας τους βάλουμε στην εκκλησία, τα προβατάκια του Χριστού μας, Βαγγέλη. Μέσα στην κιβωτό είναι μια φορά τον χρόνο. Ας καθυστερήσουν. Ψάλλε εσύ, ψάλλε”. “Τα είπα, Γέροντα, πάλι και πάλι”.
Τέλος πάντων, βγήκε. Άλλο πανηγύρι. ‘Εκουνούσε την λαμπάδα γελώντας, βλέποντας το φως. “Επεφταν οι Χριστιανοί κι εκείνος εκουνούσε την λαμπάδα του. Πήραν το φως, διαδόθηκε παντού, έξω στις αυλές. Ψέλναμε: “Τὴν Ἀνάστασίν Σου, Χριστέ Σωτήρ”. Βγήκαμε, καθυστερούσε, χαιρετούσε, ευλογούσε, σταύρωνε. Ανέβηκε σ’ ένα πεζούλι, απέναντι από τον ναό, και πήγαινε πέρα-δώθε. Γελούσε, έλαμπε το πρόσωπο του, σωστό παιδί. Ό κόσμος περίμενε το Ευαγγέλιο.
Αφού «έπαιξε» κάμποσο, πηγαίνοντας πέρα-δώθε, εστάθη. Άνοιξε το Ευαγγέλιο, δόξασε την Αγία Τριάδα, διάβασε το κείμενο, το εωθινό, όχι το σύνηθες, αλλά το άλλο, το μεγαλύτερο. Δόξα σοι, είπε το “Χριστός Ἀνέστη”, χτύπησαν οι καμπάνες. Δεν είχαν πολλά βαρελότα. Ψέλναμε όλοι, όλος ο λαός. Νέα χαρά τώρα. “Χριστός Ἀνέστη”, φώναζε. Περιδιάβαινε στο πεζούλι, μετά χάθηκε στον κόσμο. Είχε πάει η ώρα 1:30. Μπήκαμε στην εκκλησία. “Ψάλτε, ψάλτε”, έλεγε. Λιβάνιζε σε κάθε ωδή. Ψέλναμε τις Καταβασίες. Εάν μας ξέφευγε κανένα τροπάριο και το λέγαμε μόνο μια φορά, αυτός μας έλεγε: “Πές το πάλι”. Μνημόνευε στήν πρόθεσι χιλιάδες ονόματα. Είχε πάει 2:30 το πρωί. Ο κόσμος είχε εγκλωβιστεί. Μόνον οι Έλληνες ξέρουν τι σημαίνει, να πας κάπου να αναστήσης και μετά να πας να φας. Ακόμα και οι Χριστιανοί θέλουν να είναι 2 η ώρα στο τραπέζι κι εμείς μόλις που είχαμε αρχίσει.
Είπα το “Ὅσοι εἰς Χριστόν”, τον Απόστολο, διαβάστηκε και το Ευαγγέλιο και ήρθε η ώρα των κατηχουμένων. Τρείς την νύχτα άρχισε να μνημονεύη τους ζωντανούς, χιλιάδες ονόματα. Πολλοί έφυγαν από την εκκλησία. Πήγε η ώρα 4:00 κι ακόμα να βγουν τα Άγια. Τέλος πάντων, ευδόκησε να πάψη τα μνημόνια. Βγήκαν τα Άγια κι άρχισε πάλι να μνημονεύη. Μπήκα στο Ιερό και μου λέει: “Χαίρονται, Βαγγέλη μου, χαίρονται οι πεθαμένοι”. Κι εγώ του απαντώ: “Δεν ξέρω αν χαίρωνται οι πεθαμένοι. Οι ζωντανοί όμως;”. Μου λέει: “Χαίρονται κι αυτοί, Βαγγέλη μου, ψάλλε, ψάλλε”. Και τι να ψάλλω; Περίμενα να τελειώση.
Τελείωσε, μας κοινώνησε όλους, μας έδωσε όλα του τα κρασιά και τα πρόσφορα και τ’ αυγά, και φύγαμε κατά τις 5:00. Σκέφθηκα: “Δεν ξανάρχομαι του χρόνου, απαπαπα!!!”. Τον επόμενο χρόνο δεν λειτούργησε. Ήταν η τελευταία πασχαλιάτικη Λειτουργία, που έκανε μόνος του, με το ποίμνιό του, ο ποιμένας ο καλός, ο ευλογημένος.»
Από το βιβλίο του Σίμωνος Μοναχού, π. Ευμένιος – ο κρυφός Άγιος της εποχής μας