Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι ανάνηψον ούν, ίνα φείσηταί σου Χριστός ο Θεός, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών
Στις ενορίες ο Μεγάλος Κανόνας ψάλλεται ανεξαρτήτως από τον Όρθρο, το εσπέρας της Τετάρτης της πέμπτης εβδομάδος των Νηστειών. Αναγινώσκομεν αρχικώς το Μικρόν Απόδειπνον και αμέσως μετά αρχόμεθα ψάλλοντες τον Μέγαν Κανόνα μετά στίχου εις έκαστον τροπάριον· «Ελέησόν με, ο Θεός, ελέησόν με ».
Ο Μέγας Κανών, που συνέθεσε ο άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης, αρχιεπίσκοπος Κρήτης, είναι ένας από τους πιο υπέροχους ύμνους της Εκκλησίας μας, είναι ύμνος βαθιάς συντριβής και συγκλονιστικής μετανοίας, ο οποίος ψάλλεται τμηματικά τις τέσσερις πρώτες ημέρες της Καθαρής Εβδομάδας και ολόκληρος την Πέμπτη της Ε´ εβδομάδας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Ο άγιος Ανδρέας, αρχιεπίσκοπος Κρήτης, συνθέτοντας τον Μεγάλο Κανόνα, αποβλέπει στο να φέρει τον άνθρωπο σε συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του και να τον οδηγήσει μέσα από την μετάνοια κοντά στον Θεό. Το έργο και ο σκοπός του Μεγάλου Κανόνα είναι να ξεσκεπάσει την αμαρτία και έτσι να μας οδηγήσει στη μετάνοια. Η αποκάλυψη αυτή, δεν γίνεται με ορισμούς και απαριθμήσεις, αλλά με μία βαθειά ενατένιση στη μεγάλη βιβλική ιστορία, που είναι η ίδια η ιστορία της αμαρτίας, της μετάνοιας και της συγγνώμης.
Καταλαβαίνουμε ότι αμαρτία είναι, πρώτα απ’ όλα, η άρνηση ότι η ζωή είναι προσφορά ή θυσία στον Θεό, με άλλα λόγια δηλαδή, η άρνηση ότι η ζωή έχει θεϊκό προσανατολισμό, ότι η αμαρτία, επομένως, είναι από τις ρίζες της, η παρέκκλιση της αγάπης μας από τον τελικό σκοπό της.
Ο κάθε χριστιανός, συναισθανόμενος το βάρος της αμαρτίας·, κατανοεί τις τραγικές συνέπειες της αποστασίας από τον Πανάγαθο Θεό, μετανοεί, ξεσπά σε θρήνο γοερό, έναν θρήνο όμως που σώζει, έναν θρήνο που επαναφέρει την ανθρώπινη ύπαρξη κοντά στον Θεό.
Μέσα σε αυτήν την κατανυκτική περιόδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ο Μεγάλος Κανόνας προσφέρει ένα συγκλονιστικό βίωμα. Ψάλλεται εκ του στόματος του κάθε πιστού σαν αφυπνιστικός σεισμός, σαν αποστροφή στην κοιμωμένη και ραθυμούσα ψυχή του.
π. Ιωάννης Σουρλίγγας
Πηγή: pemptousia.gr
Στην οικογένεια που συχνότατα πήγαινε ο Παππούς (άγιος Νικόλαος Πλανάς), τον χώρο τους εντός της αυλής τον είχε νοικιάσει ένας τσαγκάρης κομουνιστής, εκ των σημαινόντων στελεχών. Το μίσος του προς όλους, και εξαιρετικώς προς τους ιερείς, δεν είχε όρια. Εκεί που εργαζόταν παραληρούσε μονολογώντας, από πού θα αρχίσει με την παρέα του να σφάζουν τους παππάδες.
Και έλεγε:
– «Πρώτα – πρώτα, θα σφάξουμε τους παπάδες της Ζωοδόχου Πηγής».
Εκείνος του απάντησε «καλησπέρα», και πάλι χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του. Σε τρίτη επίσκεψη, του λέει πάλι ο Παππούς:
– «Καλησπέρα, Λουκά μου, τι κάνεις παιδί μου»;
Εδέησε να πει «καλά, παππού».
Συνέχεια ο Παππούς να τον επισκέπτεται εκεί που δούλευε, ώσπου έσπασε ο πάγος. Σηκώνεται από τη δουλειά του, τού ασπάζεται με σεβασμό το χέρι, και λέει σε μας:
– «Όταν θα σκοτώσουν τους παπάδες, εγώ θα πω για τον παπα-Νικόλα να μην τον σκοτώσουν. Και όχι μόνο θα πω, αλλά θα τον περιφρουρήσω».
Κατόπιν όταν ερχόταν ο Παππούς, έσπευδε αυτός να τον συναντά και να του φιλά το χέρι. Ούτε ήξερε ο Παππούς τις προθέσεις του, ούτε από κομμουνισμό είχε ιδέα, ούτε και την μεταβολή του κατάλαβε -έτσι νομίζουμε εμείς.- Ποιος ξέρει πώς έβλεπε αυτός με το διορατικό της ψυχής του.
Λοιπόν, ο κομμουνιστής αυτός, όσα κηρύγματα και αν άκουγε και όσες συμβουλές να του έλεγαν, τίποτα από αυτά δεν θα μπορούσε να επιδράσει στην πωρωμένη ψυχή του, όσο η αγαθότητα του πολιού αυτού γεροντάκου, με το να τον επισκέπτεται όρθιος κάθε φορά, αδιαφορώντας αν αυτός κατ’ αρχήν τον περιφρονούσε. Με την ευχούλα του Παππούλη μετανόησε. Και όταν σε λίγο καιρό αρρώστησε με μία ασθένεια (παράλυση των κάτω άκρων των ποδιών του) και πέθανε σε ηλικία 30 ετών, εκοιμήθη ως καλός χριστιανός και χωρίς να… σκοτώσει κανέναν.
Αυτήν την επίδραση είχε η φυσιογνωμία του Παππού σε όσους τον γνώριζαν. Και για αυτό δεν είχε εχθρό κανέναν. Μόνο τον σατανά, αλλά και αυτόν τον εκμηδένιζε δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, που είχε εγκατασταθεί στην ψυχή του».