Related Posts

Τα οφέλη των Κατηχητικών Σχολείων στην Οικογένεια και την Κοινωνία
Οι περισσότεροι γονείς στο άκουσμα περί κατηχητικών σχολείων δείχνουν μια αποστροφή αδικαιολόγητη.
Ταυτόχρονα οι ίδιοι έχουν ήδη από την τάξη του νηπιαγωγείου σχηματίσει την καλύτερη γνώμη για τα παιδιά τους.
Το παιδί μου είναι έξυπνο, καλό, κοινωνικό, έχει κάτι το ιδιαίτερο. Φράσεις που ακούμε συχνά σε συναναστροφές με άλλους γονείς. Πολλές φορές όμως ζούμε σε μια ψευδαίσθηση, σε μια ουτοπία. Φανταζόμαστε το παιδί μας ως μελλοντικό δικηγόρο, ως γιατρό ακόμη και ως πρωθυπουργό με οικονομική πάντοτε ευχέρεια.
Δυσκολευόμαστε να δούμε το παιδί μας απλά ευτυχισμένο, σε ένα ασφαλές οικογενειακό περιβάλλον, περιστοιχισμένο από καλοπροαίρετους ανθρώπους και με έναν καλό σύντροφο στο πλάι του. Στη διάρκεια όμως της σχολικής ζωής του δημοτικού σχολείου έρχονται και τα πρώτα σύννεφα προβληματισμού για τη συμπεριφορά του παιδιού μας. Η δασκάλα θα μας καλέσει και τότε θα ακούσουμε για πρώτη φορά ότι το παιδί μας έχει ενδείξεις παραβατικής συμπεριφοράς(που δεν έχουν να κάνουν με θέματα που αφορούν την επίδραση ψυχολογικών και ψυχο-κοινωνικών προβλημάτων της οικογένειας στην εμφάνιση παραβατικής συμπεριφοράς από τα παιδιά, όπως για παράδειγμα γονείς σε διάσταση ή γονείς χωρισμένοι, γονέας/ γονείς που κακοποιούν τα παιδιά κ.λπ).
Η αγωγή που δίδεται από το σπίτι στα παιδιά στις περισσότερες περιπτώσεις είναι η αγωγή της κοσμικής ζωής και της ευμάρειας με χαλαρούς ελέγχους και έλλειψη επικοινωνίας. Θέλουμε πάντα να δίδουμε στα παιδιά μας τα καλύτερα χωρίς στερήσεις ενώ αυτό στην πραγματικότητα δημιουργεί ανεξέλεγκτες καταστάσεις στην ψυχοσύνθεση του παιδιού και έχει ως συνέπεια να νομίζει ότι μπορεί να κάνει και να αποκτά ό, τι θέλει εύκολα και γρήγορα. Πολλές φορές αποτέλεσμα αυτής της τακτικής είναι η συνάντηση με την κατάθλιψη, λόγω ανεπάρκειας στη διαχείριση της επιτυχίας ή λόγω κάποιας δυσκολίας που θα προκύψει στο διάβα της ζωής.
Πολλά από τα παιδιά που βίωσαν την αληθινή χαρά σε κάποιο κατηχητικό σχολείο της ενορίας τους, άλλαξαν με τον καιρό νοοτροπία και άρχισαν να βλέπουν τη ζωή κυριολεκτικά με άλλα ¨μάτια¨. Τα παιχνίδια τους π.χ. από βίαια και μοναχικά έγιναν πιο ομαδικά με περισσότερο ενδιαφέρον.
Τα μαθήματα γίνονται συνήθως σε χώρο του ναού με την επιτήρηση του υπευθύνου ιερέως νεότητας και από εξαίρετους κατηχητές/ριες διορισμένους από την εκάστοτε Μητρόπολη ή Αρχιεπισκοπή. Πολλοί γονείς όμως ακόμη και σήμερα θεωρούν ότι τα κατηχητικά είναι ξεπερασμένα. Στην εποχή μας τα κατηχητικά σχολεία δραστηριοποιούνται δυναμικά μέσα στο πολιτισμικό κεφάλαιο ως έκφραση της κοινωνικοποίησης των παιδιών μέσω διαφόρων προγραμμάτων(κατασκήνωση στην πόλη, αθλητικές-εικαστικές δραστηριότητες, εκπαιδευτικές και ψυχαγωγικές εκδρομές κ.α) ενώ άπειρο κατηχητικό υλικό βρίσκεται διαθέσιμο στο διαδίκτυο.
Η ευρύτερη προσφορά του Κατηχητικού σχολείου στους νέους σήμερα, θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στα εξής ακόλουθα:
1) καλλιεργεί την αγάπη για τον Θεό και το συνάνθρωπο.
2) βοηθάει στη διάκριση των ποικίλων κινδύνων και παγίδων της ζωής.
3)προσφέρει τα απαραίτητα πνευματικά εφόδια για την αντιμετώπιση των δυσκολιών και αδιεξόδων που παρουσιάζονται στο διάβα της ζωής.
4) καθοδηγεί στο δρόμο του ορθοδόξου χριστιανικού ήθους.
5) διδάσκει το σεβασμό των αξιών της κοινωνίας μας.
6) βοηθάει στην αποφόρτιση από την πίεση, το βάρος και την κούραση της καθημερινότητας.
7)συντελεί στην κοινωνικοποίηση μέσα από το ομαδικό πνεύμα των συνάξεων και της ψυχαγωγίας και
8)συμπληρώνει το έργο των γονέων και των δασκάλων, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση μιας υγιούς και ολοκληρωμένης προσωπικότητας.
Σε μια εποχή λοιπόν που τα ναρκωτικά κάνουν θραύση, η παραβατικότητα ανθεί και τα παιδιά μας απειλούνται ανά πάσα στιγμή και ώρα από ποικίλους κινδύνους είναι καιρός να σκεφθούμε να στείλουμε τα παιδιά μας στη θαλπωρή της Εκκλησίας, εκεί που υπάρχει αγάπη και ασφάλεια, εκεί που το παιδί μας θα αναπτύξει ισχυρό χαρακτήρα και θα μάθει να σέβεται τον εαυτό του και τους άλλους, να αγαπάει και να εκφράζει ελεύθερα τη σκέψη και τα συναισθήματά του. Το παιδί στο κατηχητικό σχολείο δεν έχει να χάσει τίποτα, ελάχιστες ίσως ώρες, οι οποίες όμως θα αποδειχθούν στο μέλλον βάλσαμο τόσο για το ίδιο και την οικογένειά του, όσο και για το σύνολο της κοινωνίας.
Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Χριστοδούλου
*Η Αγιογραφία(Γεωργίου Λαγάνη Σέκερη), βρίσκεται στο Νεανικό Κέντρο του Ι.Ν. Αγ. Σοφίας Ν. Ψυχικού.
Πηγή: pemptousia.gr

Να εμπιστεύεσαι, ν᾿αφήνεσαι στη Θεία Πρόνοια!
Γράφει ο π. Διονύσιος Τάτσης
Μπροστά από μισό περίπου αιώνα ζούσε ένας αγροφύλακας, πού τον έλεγαν Αντώνη και ήταν γνωστός σε πολλά χωριά της Κόνιτσας, ιδίως για τη μεγάλη του οικογένεια. Είχε εννιά παιδιά, από δύο έως δέκα εφτά χρονών. Έξι ήταν κορίτσια και τρία αγόρια Ήταν άνθρωπος διαφορετικός, με ξεχωριστό ήθος και ασυνήθιστη συμπεριφορά.
Όσοι τον γνώριζαν, τον περιέγραφαν με υπερβολικά λόγια. Οι περισσότεροι τον επαινούσαν και τον συμπαθούσαν. Υπήρχαν, βέβαια, κι εκείνοι, πού τον αντιπαθούσαν, χωρίς αιτία και μιλούσαν περιφρονητικά. Ό ίδιος, αδιαφορώντας για το τι λένε οι άλλοι, ήταν ορμητικός στη ζωή του. Απ’ τους ανθρώπους δεν ζητούσε βοήθεια. Προσπαθούσε με τις δικές τους δυνάμεις να καλύπτει τις βασικές ανάγκες της οικογένειας του. Είχε το μικρό μισθό του, τα χωράφια, το κυνήγι και μερικά ευκαιριακά μεροκάματα.
Ή γυναίκα του, ή Δέσπω, ήταν απλή και προσπαθούσε να μεγαλώσει τα παιδιά της με αξιοπρέπεια, χωρίς γογγυσμούς και θορύβους. Ήταν και απερίεργη. Δεν ήθελε να μαθαίνει τι συνέβαινε στους άλλους, στα ξένα σπίτια Απέφευγε το κουτσομπολιό και τις φιλονικίες. Ωστόσο, οί άλλοι ασχολούνταν καθημερινά με το σπίτι της. Τη σχολίαζαν με τρόπο σκληρό και τη χαρακτήριζαν καθυστερημένη, γιατί δεν έκανε εκτρώσεις. Ή Δέσπω δεν έβγαινε απ’ το σπίτι. Είχε πάντα δουλειές και ήταν μόνιμα κουρασμένη.
Ή φτώχεια της ήταν εμφανής και δικαιολογημένη. Άλλα και ή αδιαφορία των ευπόρων μεγάλη. Δεν θυμόταν ή Δέσπω ποτέ να της έχει συμπαρασταθεί κάποιος. Ούτε μια δραχμή ούτε μια καραμέλα για τα παιδιά της.
Ό Αντώνης, κάθε φορά, πού γυρνούσε απ’ τα χωριά στα οποία υπηρετούσε, κάτι είχε στον τορβά του. Οί άνθρωποι πάντα του έδιναν, γιατί τον θαύμαζαν και τον αγαπούσαν. Τα παιδιά του άνοιγαν τον τορβά, για να δουν τι είχε μέσα Τα λουκούμια, οι καραμέλες και τα φρούτα εξαφανίζονταν αμέσως. Μερικές φορές, όταν έβρισκε ευκαιρία, τα καταβρόχθιζε μόνος του ό ζωηρός και σωματώδης Νικόλας, το τρίτο παιδί της οικογένειας.
Στο σχολείο τα παιδιά του Αντώνη και της Δέσπως ήταν καλοί μαθητές. Δεν αντιμετώπιζαν δυσκολίες και δεν δημιουργούσαν προβλήματα στα αλλά παιδιά ήταν κοινωνικοποιημένα και δεν είχαν απαιτήσεις. Όχι πως υποχωρούσαν συνέχεια και δέχονταν να τους κοροϊδεύουν οί άλλοι, αλλά δεν είχαν εγωισμό και πονηριά.
Ό Αντώνης ήταν αγνός άνθρωπος. Ό χαρακτήρας του τραχύς, ντόμπρος και αποφασιστικός. Αγωνιζόταν αδιάκοπα για την οικογένεια του, γι` αυτό και βρισκόταν σε διαρκή κίνηση. Όλες τις εποχές. Και το χειμώνα, πού δεν υπήρχε κανένας λόγος να τρέχει από χωριό σε χωριό για τυχόν αγροτοζημιές. Ήθελε να γεμίζει καθημερινά τον τορβά του, γιατί καθημερινά έπρεπε να θρέφει δέκα στόματα Μια φορά το μήνα πήγαινε και στη χαράδρα του Αώου, οπού υπήρχαν πολλά γιδοπρόβατα.
Έφτανε μέχρι την τοποθεσία Μύγα περνούσε πάντα απ’ το μοναστήρι του Στομίου, οπού έκανε στάση, Ιδίως όταν γύριζε. Τότε βρισκόταν εκεί ο μοναχός Παΐσιος, νέος μοναχός, πού είχε έρθει απ’ το Άγιο Όρος. Ό Αντώνης γνώριζε το μοναχό και συχνά του εκμυστηρευόταν ότι τον απασχολούσε. Εκείνος ήταν πρόθυμος πάντα και προσπαθούσε με πολλούς τρόπους να βοηθάει τον πολύτεκνο αγροφύλακα.
Στο μοναστήρι ο Αντώνης ήθελε να ανάβει μόνος του τα καντήλια και να προσεύχεται μπροστά στην εικόνα της Παναγίας για την οικογένεια του. Ό μοναχός Παΐσιος άφηνε τον Αντώνη ελεύθερο, γιατί γνώριζε την καλή του προαίρεση και τη βαθιά του πίστη. Δεν μπορούσε, όμως, να εξηγήσει τον πυροβολισμό, πού άκουγε κάθε φορά, πού απομακρυνόταν απ’ το μοναστήρι ο Αντώνης. Ήξερε ότι είχε πάντα το δίκαννο κοντά του, άλλα δεν γνώριζε τι σημάδευε. Δεν τον είχε ρωτήσει, γιατί δεν ήθελε να φανεί περίεργος. Συνεχιζόταν αυτή ή τακτική για αρκετούς μήνες. Κάποτε, όμως, ομοναχός, ετοιμάζοντας καφέ στον Αντώνη, βρήκε την κατάλληλη στιγμή και τον ρώτησε:
-Βρε Αντώνη, κάθε φορά, πού φεύγεις απ’ το μοναστήρι, ακούω και μια ντουφέκια. Τι βρίσκεις και σημαδεύεις;
Ό Αντώνης, λίγο ανήσυχος, αποκάλυψε:
—Ξέρεις, παππούλη, εγώ έχω μεγάλη οικογένεια και τα οικονομικά μου είναι λιγοστά Δεν φτάνουν ν’ αγοράσω κρέας νια τα παιδιά μου. Έτσι παίρνω κοντά και το δίκαννο κι όταν βρω κάτι στο βουνό, το σκοτώνω.
-Μα εσύ ντουφεκάς κάθε φορά, πού έρχεσαι εδώ.
-Πρέπει να στο φανερώσω, παππούλη, τι κάνω. Όταν ανάβω τα καντήλια, κάνω την προσευχή μου και ζητάω απ’ την Παναγία να με βοηθήσει να πάω στα παιδιά μου λίγο κρέας. Κι εκείνη πάντα βοηθάει. Εγώ παίρνω λάδι απ’ το καντήλι της και αλείφω κάθε φορά το στόχαστρο, πού είναι πάνω στην κάνη και όλο κάτι βρίσκω.
-Πιστεύεις ότι σε βοηθάει ή Παναγία σ’ αυτό;
-Βέβαια, παππούλη. Σε μια συγκεκριμένη μεριά, εκεί κοντά στον Ασπρόλακκο, τις περισσότερες φορές με περιμένει κάποιο αγριοκάτσικο, σταλμένο απ’ την Παναγία. Το σκοτώνω και το παίρνω.
Ό μοναχός Παΐσιος είχε μείνει κατάπληκτος απ’ αυτό, πού άκουσε. Ζήλευε τον Αντώνη για την πίστη του, αλλά και τον καθαρό του νου. Τον θαύμαζε, πού με την προσευχή εξασφάλιζε το κρέας των παιδιών του.
Ό Αντώνης, όταν σκότωνε το απαγορευμένο απ’ το νόμο ζώο, το σήκωνε στην πλάτη του και κατηφόριζε από ένα δικό του μονοπάτι κοντά στη όχθη του ποταμού Αώου, σ’ ένα κρυφό σημείο, οπού κανένας δεν μπορούσε να τον δει . Ήταν δύο μεγάλες πέτρες, πού είχαν σχηματίσει μια πυραμίδα κι ένα μικρό σπήλαιο, ενώ γύρω γύρω υπήρχαν ιτιές και διάφοροι θάμνοι. εκεί ό Αντώνης έγδερνε το αγριοκάτσικο, το κομμάτιαζε και το έβαζε μέσα στους τορβάδες του. Κι όταν εκείνος έφευγε απ’ το σπήλαιο, εμφανίζονταν οι αλεπούδες και τα τσακάλια, πού έτρωγαν ότι άφηνε ό λαθροκυνηγός. Συγχρόνως κατέβαιναν και τα κοράκια, πού ζητούσαν το δικό τους μερίδιο.
Ό Αντώνης, φορώντας την υπηρεσιακή του στολή, φορτώνονταν το κρέας, πού κάποτε έφτανε και τα είκοσι κιλά και οδοιπορούσε πολλές ώρες, για να φτάσει στο σπίτι του. Ή ικανοποίηση του ήταν βαθιά και ή ευχαριστία προς την Παναγία αδιάκοπη.
Όταν ό μοναχός Παΐσιος έφυγε απ’ το μοναστήρι του Στομίου, ό Αντώνης συνέχισε για λίγα χρόνια την ίδια διαδρομή, όσο άντεχαν οι σωματικές του δυνάμεις. Πολύ αργότερα, συνταξιούχος πια, έμαθε ότι ό γνωστός του μοναχός Παΐσιος βρισκόταν στο Άγιο Όρος και θέλησε να τον επισκεφθεί. Ή συνάντηση υπήρξε συγκινητική. Ό φημισμένος πια μεγάλος Γέροντας θυμήθηκε τα παλιά και συμβούλεψε το γερασμένο Αντώνη:
Να διατηρήσεις την εμπιστοσύνη σου στην πρόνοια του Θεού και να ‘σαι σίγουρος ότι όλα θα πηγαίνουν καλά.