Γιατί οι συνεχείς επιστροφές μας προς εκείνα που εγκαταλείψαμε, μας τραβούν προς τα πίσω εξαιτίας της συνήθειας. και αφού χαλαρώσουν την προς τα εμπρός ορμή μας, αλλάζουν την κατεύθυνσή της και την κάνουν να επιστρέψει στις παλιές μας κακίες. Έχει φοβερή δύναμη η συνήθεια να μας τραβήξει και να μη μας επιτρέψει να γυρίσομε πάλι στην προηγούμενη ενάρετη κατάσταση.
Από τη συνήθεια έρχεται η έξη· και η έξη γίνεται δεύτερη φύση. Την φύση πάλι είναι πολύ δύσκολο να τη μεταβάλομε· αν παρεκκλίνει λίγο με τη βία, γρήγορα γυρίζει στον εαυτό της· κουνιέται λίγο από τη θέση της αλλά δεν αλλάζει τελείως, αν δεν καταβάλομε πολύ κόπο, ώστε να επανέλθομε στην κατάσταση από την οποία μας απομάκρυνε η συνήθεια.
Παρατήρησε την ψυχή που ακολουθεί διάφορους εθισμούς, πώς κάθεται πάνω στα είδωλα, προσηλωμένη στις ύλες που δεν έχουν μορφή, και δεν προσηλώνεται στον λόγο που θέλει να τη σηκώσει ψηλότερα, αλλά αρνείται να ανέβει μαζί του και λέει: «Δεν μπορώ να σταθώ μπροστά σου γιατί έχω τα συνήθη των γυναικών»(Γεν. 31, 34-35).
Γιατί η ψυχή που αναπαύεται από πολύ καιρό στα πράγματα του βίου, κάθεται πάνω στα είδωλα που είναι χωρίς μορφή και παίρνουν μορφή με ανθρώπινη τέχνη. Αλήθεια, ο πλούτος και η δόξα δεν είναι πράγματα χωρίς μορφή, καθώς και τα λοιπά πράγματα του βίου, που δεν έχουν τίποτε το σαφές και τακτοποιημένο; Έχουν μια απατηλή ομοιότητα με την αλήθεια, και παραπλανούν με το να δέχονται διάφορες μεταβολές κάθε ημέρα.
Τους δίνομε εμείς μορφή, όταν, γι’ αυτά που δεν χρησιμεύουν σε τίποτε ωφέλιμο, πλάθομε με το ανθρώπινο μυαλό μας φαντασίες ότι είναι χρήσιμα. Την απαραίτητη ανάγκη του σώματος την απλώνομε με τις επινοήσεις μας σε μέγιστη πολυτέλεια, παραγεμίζοντας την τροφή μας με χίλια-δυό καρυκεύματα και στολίζοντας τα ενδύματά μας για να δείξομε τη χλιδή και την καλοπέρασή μας.
Και όταν μας κατηγορούν για την ματαιότητα αυτή, ότι δηλαδή άδικα και χωρίς λόγο δείχνομε τόση σπατάλη και αλαζονεία στις υλικές μας ανάγκες, ενώ μπορούν αυτές με λίγα να ικανοποιηθούν, εμείς απολογούμαστε ότι κάνομε πράγματα που αρμόζουν. Τι άλλο κάνομε τότε παρά φιλονεικούμε να δώσομε μορφή στις άμορφες ύλες;
Σωστά λοιπόν είπαμε ότι η ψυχή «κάθεται» πάνω σ’ αυτά τα υλικά και μάταια. Γιατί η ψυχή που έχει αυτές τις αντιλήψεις για όσα αναφέρθηκαν, έχει προσηλωθεί σ’ αυτά και δουλεύει στη συνήθεια και όχι στην αλήθεια.
Πολλοί γονεῖς ἀνησυχοῦν γιά τίς παρέες τῶν παιδιῶν τους, ἰδίως κατά τήν περίοδο τῆς ἐφηβείας.
Συνήθως οἱ παρέες ἀπομυζοῦν τόν χρόνο τῶν νέων καί τούς ἀποπροσανατολίζουν, διότι κινοῦνται στή λογική τοῦ σκορπίσματος, τῆς διασκέδασης, τῆς ἀπόλυτης μίμησης τοῦ καταναλωτικοῦ προτύπου τῆς ἐποχῆς, τῆς μόδας, τοῦ μοντέρνου.
Σήμερα αὐτό κυρίως γίνεται ἠλεκτρονικά. Πολλές φιλίες ἀναπτύσσονται στά μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης, ἀκόμη κι ἄν δέν εἶναι πραγματικές, καθώς ὁ νέος μετρᾶ τούς φίλους του μέ βάση τή ἀποδοχή καί τόν ἀριθμό, ὄχι μέ τό κατά πόσον ὑφίσταται πραγματική σχέση ἀνάμεσα στά πρόσωπα πού δηλώνουν «φίλοι».
Δέν εἶναι καταδικασμένη μία φιλία πού ξεκινᾶ ἀπό τό Διαδίκτυο. Συχνά ὅμως μένει στήν εἰκονικότητα. Εἶναι ἐξωτερική, δέν ἔχει βάθος. Φιλία χωρίς ἐπαφή πρόσωπο μέ πρόσωπο δέν εἶναι εὔκολο νά χτισθεῖ. Δέν πονᾶς τόν ἄλλο μέσα ἀπό ἕνα μήνυμα ἤ μία κάμερα.
Μπορεῖ νά βλέπεις τό πρόσωπό του ἤ τή φωτογραφία του, ἀλλά δέν μπορεῖς νά τόν ἀγγίξεις.
Αὐτός εἶναι ὁ προβληματισμός τῶν μεγάλων.
Οἱ νεώτεροι εἶναι βέβαιο ὅτι στή συντριπτική τους πλειοψηφία δέν τόν συμμερίζονται.
…Χτίζουμε μία γενιά πού δέ θέλει νά σκέφτεται. Ἁπλῶς καταναλώνει. Συμμετέχει στό παιχνίδι τῶν σχέσεων ὄχι γιά νά δοθεῖ καί νά δεθεῖ, ἀλλά γιά νά μήν εἶναι ἐκτός. Καί σ’ αὐτό μιμεῖται καταπληκτικά τούς μεγαλυτέρους.
Ὅταν οἱ φιλίες τῶν μεγάλων εἶναι στηριγμένες στό συμφέρον καί στό κέρδος.
Ὅταν οἱ σχέσεις μας δέν εἶναι στέρεες, μέ ὑπόβαθρο τήν ἀγάπη, γιατί οἱ νέοι νά εἶναι διαφορετικοί; Τουλάχιστον αὐτοί εἶναι πιό εἰλικρινεῖς!
…Ἡ Ἐκκλησία χρειάζεται νά ἐπαναδημιουργήσει εὐκαιρίες αὐθεντικῆς κοινωνικότητας. Φιλίας. Παρέας. Ὄχι μέ τόν χαρακτηρισμό «χριστιανικῆς». Ἀλλά μέ γνώμονα τή συνάντηση μεταξύ τῶν νέων καί μέ τόν Θεό. Ἡ θεία λειτουργία, ἡ ἐνορία καί ἡ ζωή της, ἡ κατασκήνωση, τό παράδειγμα τῶν ποιμένων της εἶναι βάσεις, ὄχι γιά ἰδιοτελή χρήση τῶν ἄλλων, ἀλλά ὡς πρόσκληση γιά συνύπαρξη. Γιά νά ἔχουν οἱ νέοι βιώματα, τά ὁποῖα μποροῦν νά συναντήσουν αὐτά τῶν ἁγίων μας.
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Θεμιστοκλῆ Μουρτζανοῦ
Ἀπό τό βιβλίο «ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΡΑ», γιά νέους και γονεῖς πού ἐλπίζουν» τῶν ἐκδόσεων «Ἀρχονταρίκι»