Related Posts

Πώς χάθηκε το κάλλος Του;
«Ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς
ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται,
ο την φύσιν ωραΐσας του παντός»
Απόψε σ’ όλους τους ναούς της Ορθοδοξίας ψάλετε ο Επιτάφιος θρήνος. Είναι ένα εμπνευσμένο αριστούργημα της βυζαντινής ποιήσεως, που δείχνει ότι η πίστη μας είναι η αληθινή. Άλλοι θαυμάζουν τον Παρθενώνα, εγώ θαυμάζω τον Επιτάφιο θρήνο. Είναι ένα μπουκέτο λουλούδια. Τα συνέλεξε ο εμπνευσμένος ποιητής από τα λιβάδια των αγίων Γραφών και της φύσεως, τα συνέθεσε και τα προσφέρει στον εσταυρωμένο Λυτρωτή του κόσμου, στο μεγάλο μας Νεκρό.
Ο Επιτάφιος έχει εκατό περίπου εγκώμια. Από αυτά θα μου επιτρέψετε να εξηγήσω ένα, διότι πρέπει να κατανοούμε τους ύμνους. Ανήκει στην πρώτη στάση των εγκωμίων και λέει: «Ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται, ο την φύσιν ωραΐσας του παντός».
«Ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς…».
Τι σημαίνουν τα λόγια αυτά; Ο υμνωδός ομιλεί για ωραιότητα, για ομορφάδα, η οποία είναι ένα μυστήριο. Υπάρχουν δε βαθμίδες ωραιότητας. Ο άνθρωπος, όπως δείχνουν ψυχολογικές παρατηρήσεις, πλάστηκε για το ωραίο και αρέσκεται σ’ αυτό. Ζητάει την ομορφιά, που είναι μαγνήτης, τον ελκύει και τον κατακτά. Πού βρίσκουμε την ομορφιά; Παντού στη φύση, και ιδίως στα πρόσωπα.
Στη φύση πρώτα. Πού θέλεις να κοιτάξεις; Σήκω πρωί, μην κοιμάσαι, βγες έξω, ανέβα σ’ ένα βουναλάκι και δες την ανατολή. Ο ήλιος ως νυμφίος, σα γαμπρός, εξέρχεται εκ της παστάδος του, όπως λέει η αγία Γραφή (βλ. Ψαλμ. 18:6). Χαράζει η αυγή που ύμνησαν οι ποιητές και ζωγράφισαν οι ζωγράφοι, η «ροδοδάκτυλος» που λέει ο Όμηρος. Το γλυκοχάραμα είναι από τα ωραιότερα θεάματα. Αν θέλεις, δες και τη δύση. Κοίταξε τον ήλιο την ώρα που βασιλεύει και μας αποχαιρετά. Το ηλιοβασίλεμα είναι κι αυτό από τα ωραιότερα θεάματα. Θέλεις άλλο; Τώρα την άνοιξη δες τα δέντρα τα νεκρά που ζωντανεύουν, γεμίζουν φύλλα και άνθη. Δες ιδίως την αμυγδαλιά, που είναι στολισμένη σαν νύφη με όλα τα άνθη της. Θέλεις άλλο μεγαλειώδες θέαμα; Μην κλείνεσαι στα μαντριά του διαβόλου, σε κέντρα και θεάματα της οθόνης. Ανέβα κάπου ψηλά και κοίταξε τη νύχτα τον έναστρο ουρανό. Εκατομμύρια άστρα, τεράστιος πολυέλεος που ανάβει κάθε βράδυ ο Δημιουργός. Απορώ πώς υπάρχουν άπιστοι! Ένας φιλόσοφος είπε· Δύο πράγματα με κάνουν να πιστεύω, ο υπεράνω ημών έναστρος ουρανός και ο εν ημίν ηθικός νόμος (η φωνή της συνειδήσεως). Θέλεις κι άλλο; Προνόμιο της εποχής μας ήταν να δει τη Γη σαν σφαίρα από το διάστημα. Οι αστροναύτες την είδαν σαν πολύχρωμο διαμάντι να περιστρέφεται μέσα στο άπειρο· άλλου πράσινη, άλλου λευκή, άλλου γαλάζια. Μέσα στα εκατομμύρια των άστρων ένα άστρο λάμπει περισσότερο όλων· είναι η Γη, θαύμα της δημιουργίας.
Η ωραιότητα όμως στη φύση είναι το πρώτο σκαλοπάτι. Ανώτερο σκαλοπάτι είναι η ωραιότητα στα πρόσωπα. Όχι τόσο στην εξωτερική μορφή, στο σώμα, όσο στην ψυχή. Η εξωτερική ωραιότητα είναι φυσικό δώρο· η ψυχική ωραιότητα συνήθως κατακτάται με αγώνα. Αλλά γι’ αυτό και έχει μεγαλύτερη αξία. Σπανίως συνυπάρχουν σωματικό και ψυχικό κάλλος. Πολύ συχνά δεν συμβαδίζουν. Ωραία σώματα κρύβουν ψυχές άσχημες, και αντιθέτως άσχημα σώματα κρύβουν ψυχές υπέροχες. Γι’ αυτό η έλλειψη σωματικού κάλλους δεν είναι κάτι σημαντικό.
Θέλετε τώρα, αγαπητοί μου, να σας δείξω την κορυφή της ωραιότητας; Ωραίο θέαμα η αυγή, το ηλιοβασίλεμα, τα άστρα, η Γη· ωραία τα πρόσωπα των ανθρώπων, ως σώματα και ως ψυχές. Αλλ’ αν αυτά είναι όλα ωραία, μπορείτε να μου πείτε ποιο είναι το ωραιότερο απ’ όλα; Την απάντηση δίνει το εγκώμιο που εξηγούμε. Ωραία τα κτίσματα· αλλ’ ωραιότερος είναι ο Κτίστης, εκείνος που τα έφτιαξε, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Λέει ένας φιλόσοφος: Πάρε όλες τις ομορφιές του κόσμου και ύψωσέ τις στη νιοστή δύναμη, σε άπειρο δηλαδή βαθμό· και πάλι δε φτάνουν την ωραιότητα του Χριστού, που είναι «ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς», ο ωραιότερος από όλους τους θνητούς.
Κάλλος αιώνιο και αθάνατο είναι ο Χριστός. Ωραίος σωματικώς, όπως τον δείχνουν οι ζωγράφοι στις βυζαντινές ζωγραφιές, που τον παριστάνουν με μια σεμνότητα μεγαλοπρεπή. Αλλά προπαντός ο Χριστός είναι ωραίος ψυχικώς. Η ψυχική ωραιότητα του Χριστού είναι η αρετή του, προπάντων η αγάπη του στο Θεό και τον πλησίον. Είναι αρετή άφθαστη· ποτέ μα ποτέ δεν έφθασε άλλος σε τέτοιο ύψος. Γι’ αυτό ακούσαμε το πρωί (ΣΤ’ ώρα)· «…την γενεάν αυτού τις διηγήσεται;» (Ησ. 53:8). Όντως «εκάλυψεν ουρανούς η αρετή αυτού, και της αινέσεως αυτού πλήρης η γη» (Αβ. 3:3). Ανυπέρβλητο το κάλλος του Χριστού. Είναι «ο ωραίος κάλλει (= στην ομορφάδα) παρά πάντας βροτούς».
Και μόνο ωραίος είναι ο Χριστός; Είναι, όπως λέει παρακάτω, «ο την φύσιν ωραΐσας του παντός». Είναι, δηλαδή, εκείνος που δίνει ομορφιά σε όλα τα κτίσματα, μεταξύ των οποίων κατ’ εξοχήν στον άνθρωπο. Κάλλος φυσικό και ψυχικό δίνει ο Χριστός μας σ’ εκείνους που τον αγαπούν. Κάνει ωραία τα πάντα και τους πάντες. Παίρνει τον πιο άσχημο – αμαρτωλό άνθρωπο και τον κάνει άγγελο. Τον παίρνει δαίμονα – δεν είναι λόγια αυτά, είναι γεγονότα – και τον κάνει άγγελο, τον παίρνει ληστή και τον κάνει άνθρωπο του ουρανού.
Γι’ αυτό, αδελφοί, θρηνούμε σήμερα. Διότι ο Χριστός, η κορυφαία ωραιότητα, «ως ανείδεος (= άμορφος) νεκρός καταφαίνεται», τον βλέπουμε να περιβάλλεται την ασχήμια και αδοξία της νεκρώσεως.
Ω Χριστέ μου! συ είσαι το ωραιότερο που υπάρχει στον κόσμο. Αλλά τώρα που πηγαίνεις στον τάφο, ω πώς έχασες το κάλλος σου, έχασες τη λάμψη σου, έσβησαν τα μάτια σου, σφράγισαν τα χείλη σου, έμειναν ακίνητα τα χέρια σου! Πώς χάθηκε η ομορφιά σου;
Κι όλα αυτά για ποιον; Για μας. Το σκεφτήκαμε;
Είθε να εορτάζουμε την αγία αύτη ημέρα με συναίσθηση και ανάταση. Όταν γίνεται κηδεία, είναι όλοι σιωπηλοί και δακρυσμένοι, κανείς δε γελάει. Και εδώ νεκρός είναι «ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς». Θα είναι βεβήλωση να κηδεύεται ο Χριστός, κι εμείς να μη συμμετέχουμε.
Από το φυλλάδιο ΚΥΡΙΑΚΗ, αριθμός 1166, 17 Απριλίου 2020, Φλώρινα

Μεγάλη η δύναμη της ελεημοσύνης
Μία γυναίκα που την έλεγαν Ελένη Δαβαρία από τη Παροικία (της Πάρου) πήγαινε συχνά στη Μονή της Μεταμορφώσεως του Χριστού επί των ημερών του Οσίου Αρσενίου και εκτελούσε διάφορες εργασίες στις αδελφές της Μονής. Επειδή δεν είχαν χρήματα, της έδιναν τρόφιμα. Μια ημέρα της λέγει ο Όσιος: «Τέκνον, εδώ που έρχεσαι και εργάζεσαι, τι σου δίνουν οι αδελφές για τον κόπο σου; Σε πληρώνουν;»
– «Όχι», απάντησε η γυναίκα, «δεν μου δίνουν χρήματα διότι δεν έχουν, αλλά μου δίνουν ψωμί, καφέ, ζάχαρη και άλλα είδη».
– «Από αυτά τα είδη που σου δίνουν, δίνεις σε κανένα φτωχό, όταν σου ζητήσει ή τύχει να συναντήσεις κάποιον στον δρόμο;»
– «Όχι, Γέροντα, δεν μου ζητούν, διότι γνωρίζουν ότι είμαι φτωχή, αλλά ούτε στον δρόμο συνάντησα κάποιον να μου ζητήσει».
Της λέγει ο Άγιος:
– «Ακουσε, τέκνον μου, εάν θέλεις ο Χριστός να ευλογεί και εσένα και τα λίγα εκείνα τρόφιμα που σου δίνουν, όταν συναντήσεις κάποιον φτωχό πεινασμένο και σου ζητήσει, να του δίνεις. Επίσης όταν γνωρίζεις κάποιον ότι είναι φτωχός και έχει ανάγκη, ή καμία χήρα ή ορφανό να πεινούν, μη περιμένεις να σου ζητήσουν. Δίνε με ευχαρίστηση και να μη φοβάσαι, αλλά να πιστεύεις ότι ο Χριστός αοράτως θα ευλογεί τα λίγα υπάρχοντά σου και δεν θα πεινάσεις ούτε θα στερηθείς μέχρι τέλους της ζωής σου».
– «Ευχαρίστως, Γέροντα, σε ό,τι μου είπες, θα σας κάμω υπακοή».
Αφού έβαλε μετάνοια και αναχώρησε από την Μονή, είχε μαζί της και οκτώ μικρά ψωμιά, τα οποία της έδωσαν οι μοναχές για τις υπηρεσίες που τις έκαμε. Μόλις απομακρύνθηκε από την Μονή περίπου 500 μέτρα, συνάντησε τον γέροντα Δημήτριο Μαούνη, ο οποίος της είπε: «Μήπως, παιδί μου, έχεις να μου δώσεις λίγο ψωμί; Πεινάω. Είμαι νηστικός από χθες».
Η Ελένη αμέσως έβγαλε ένα ψωμί από το ταγάρι της και με πολλή προθυμία και ευχαρίστηση του το έδωσε, και προχώρησε στον δρόμο της.
Όταν προχώρησε άλλα περίπου 500 μέτρα βλέπει μία νέα κυρία, σύζυγο ενός ψαρά κοντά στον δρόμο και μάζευε χόρτα. Η Ελένη την χαιρέτησε και κατόπιν της λέγει: «Τι κάμνεις αυτού;» Απάντησε η νέα γυναίκα: «Μαζεύω λίγα χόρτα να τα μαγειρέψω για να φάμε ο σύζυγός μου, εγώ και τα παιδιά μας, διότι δεν έχουμε ψωμί. Ο σύζυγός μου ένεκα της κακοκαιρίας τέσσερις ημέρες έχει να εργασθεί, να πάει στο ψάρεμα για να μας φέρει ψωμί ή άλλα προσφάγια».
Ακούγοντας αυτά η Ελένη συμπόνεσε την φτωχή γυναίκα και, πιστή στην συμβουλή του πατρός Αρσενίου, έβγαλε από το ταγάρι της και της έδωσε δύο ψωμιά.
Όταν έφθασε στην Παροικία βλέπει ένα μικρό παιδί γύρω στα 4 χρόνια να κλαίει έξω από ένα φτωχικό σπίτι. Το ρώτησε: «Τι έχεις, παιδί μου, και κλαις;»
– «Πεινώ, θεία. Δεν μου δίνει η μαμά ψωμί», απάντησε το παιδί.
– «Και γιατί δεν σου δίνει;» του λέει η Ελένη. Αποκρίθηκε το παιδί: «Διότι δεν έχει».
Βλέπει και την μητέρα του παιδιού να στέκεται από μέσα από την πόρτα του σπιτιού της με σταυρωμένα τα χέρια και να προσεύχεται με δάκρυα. Παίρνει τότε ένα ψωμί και το δίνει στο παιδί, το οποίο σταμάτησε να κλαίει και άρχισε να χαίρεται. Τρέχει χαρούμενο και το δείχνει στην μητέρα του και της λέει: «Μαμά, μαμά, τώρα έχουμε ψωμί: μου έδωσε η θεία. Φάε και συ απ’ αυτό το ψωμί και μη κλαις».
Η γυναίκα παίρνοντας το ψωμί σήκωσε τα χέρια της προς τον ουρανό και ευχαρίστησε τον Θεό που άκουσε την προσευχή της.
Η Ελένη, όταν έφτασε στο σπίτι της, έβγαλε από το ταγάρι της τα πράγματα που της έδωσαν από την Μονή και βλέπει παραδόξως ότι τα ψωμιά δεν λιγόστεψαν. Ήσαν ακριβώς όσα της έδωσαν από το Μοναστήρι. Ήταν οκτώ ενώ έπρεπε να ήταν τέσσερα. Θαύμασε στο γεγονός αυτό και γύρισε αμέσως στο Μοναστήρι συγκινημένη και δακρυσμένη πέφτει στα πόδια του Οσίου Αρσενίου και διηγείται το θαύμα ευχαριστώντας τον Θεό και τον Άγιο, ο οποίος την επαίνεσε για την υπακοή της, την ενθάρρυνε και της είπε:
«Αν, παιδί μου, εξακολουθήσεις την ελεημοσύνη, να δίνεις στους φτωχούς από εκείνα τα λίγα που έχεις, όχι μόνον δεν θα στερηθείς, αλλά ο Κύριος θα τα ευλογήσει, θα τα αυξήσει, και γι’ αυτά τα λίγα που θα δώσεις εδώ στην πρόσκαιρη ζωή θα ακούσεις από το στόμα Του να σου πει: Ελένη, πείνασα και μου έδωσες και έφαγα. Και όταν συ του πεις: Κύριε, δεν σε είδα ποτέ ούτε σου έδωσα να φας. Ναι, θα σου πει· εμένα δεν είδες, είδες όμως τους φτωχούς αδελφούς μου, τους πεινασμένους. Τα ψωμιά που έδινες σε αυτούς είναι το ίδιο σαν να τα έδινες σε εμένα. Λοιπόν και εγώ τώρα σου χαρίζω την αιώνια και ουράνια Βασιλεία μου, και ό,τι αγαθά έχω Εγώ θα έχεις και συ, και όλοι όσοι έτρεφαν τους φτωχούς και πεινασμένους και τους ελέησαν».
Από το βιβλίο: «Βίος και θαύματα του Οσίου Πατρός ημών Αρσενίου του Νέου του ασκήσαντος εις την νήσον Πάρον (1800-1877)», του Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου, τέταρτη έκδοση, 1981 (με γλωσσική απλοποίηση).