Να βρεις ανθρώπους που σε σέβονται και σε εκτιμούν πραγματικά γι’ αυτό που είσαι.
Να βρεις ανθρώπους που σου κάνουν χώρο στη ζωή τους και δε σε βάζουν να στριμωχτείς.
Να βρεις ανθρώπους που δεν προσπαθούν να σε αλλάξουν για να μοιάσεις σε αυτό που εκείνοι έχουν ονειρευτεί.
Να βρεις ανθρώπους που σε κοιτάνε λες και είσαι κάτι το μαγικό.
Να βρεις ανθρώπους που δεν κουτσομπολεύουν, που δε θέλουν το κακό κανενός, που δε χαίρονται με τα προβλήματα των άλλων.
Να βρεις ανθρώπους που στις σχέσεις τους έχουν μόνο σκηνή και ποτέ παρασκήνιο.
Να βρεις ανθρώπους διάφανους. Που λένε αυτό που νιώθουν και που νιώθουν αυτό ακριβώς που λένε.
Να βρεις ανθρώπους που προσπαθούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη σου και τα καταφέρνουν.
Να βρεις ανθρώπους που προσπαθούν ακόμα να κάνουν τον κόσμο και τον εαυτό τους καλύτερο.
Να βρεις ανθρώπους που δε σταματάνε να ονειρεύονται και δε συμβιβάζονται με το άσχημο και το άδικο.
Να βρεις ανθρώπους που δεν τους αρέσει να κρίνουν και να λογοκρίνουν του άλλους.
Να βρεις ανθρώπους με τους οποίους μπορείς να παραμένεις σιωπηλός, χωρίς να νιώθει κανείς αμηχανία.
Να βρεις ανθρώπους που επιμένουν να βλέπουν πάντα το καλό στους άλλους. Πάντα. Ακόμα και αν θα έπρεπε να ξέρουν πια καλύτερα.
Να βρεις ανθρώπους που ποτέ δε θα σε πληγώσουν επίτηδες.
Να βρεις ανθρώπους που σε κάνουν να νιώθεις πως βρίσκεσαι σπίτι σου.
Να βρεις ανθρώπους που σε κάνουν να νιώθεις μέσα σου ζέστη.
Να βρεις ανθρώπους όμορφους. Από μέσα.
Αν δεν τους έχεις βρει, συνέχισε να ψάχνεις.
Βρίσκονται ανάμεσά μας. Ναι. Είμαι σίγουρη.
Και, όταν τους βρεις, να κάνεις τα πάντα για να τους κρατήσεις στη ζωή σου και για να είναι ευτυχισμένοι.
Και να μην τους αφήσεις ποτέ να νιώσουν μόνοι. (Ξέρεις, οι άνθρωποι που περιγράφω νιώθουν εύκολα μόνοι).
Να τους θαυμάζεις- γιατί το αξίζουν. Όχι, όμως, μόνο αυτό. Από σκέτο θαυμασμό δεν ευτύχησε ποτέ κανείς. Όταν τους βρεις, να τους αγαπάς και να τους το δείχνεις κάθε στιγμή. Να τους το δείχνεις, γιατί δεν το θεωρούν δεδομένο, γιατί δεν το ξέρουν. Να τους το λες αλλά, κυρίως, να τους το δείχνεις.
Και πάντα να θυμάσαι τι έχουν περάσει οι άνθρωποι αυτοί: Οι άνθρωποι αυτοί είναι μειονότητα. Και είναι δύσκολο να ζεις πάντα ως μειονότητα.
Της Λουκίας Μητσάκου
Πηγή: loukini.gr
Μαθητής ο ίδιος και για χρόνια συμπαραστάτης του νεοφανούς αγίου της Εκκλησίας μας, του οσίου Νικηφόρου του Λεπρού (1887–4/1/1964). Ο δε άγιος Νικηφόρος στάλθηκε στα υπεύθυνα χέρια της αγάπης και της διακονίας του Γέροντος Ευμενίου από έναν άλλον σύγχρονο άγιο, τον άγιο Άνθιμο (Βαγιάνο) της Χίου (1869–1960), με προσωπική συστατική επιστολή του ιδίου.
Ο Γέροντας, σαν λειτουργός που ήταν ο ίδιος στον ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων, δεν έβαζε κανέναν μέσα στο ιερό. Οι θείες Λειτουργίες αυτού του Γέροντος συνοδεύονταν με το εξαιρετικά σπάνιο και έκτακτο «σημείο» της ευλογίας και της ευδοκίας του Αγίου Θεού: Την ευώδη και άφθονη μυροβλυσία του τοίχου της κόγχης του ιερού, εντός του οποίου αυτός λειτουργούσε.
Διηγείται ένα πνευματικό του παιδί:
«Κάποτε, μετά τη θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων, ξαφνικά με φώναξε. Εγώ, αν και εσωτερικά θλιμμένος, πήγα. Με πήρε και μ’ έβαλε μέσα. Με παίρνει δίπλα στην αγία Τράπεζα και μου δείχνει την κόγχη. Κοιτάζω… Ο τοίχος ήταν βρεγμένος κι έτρεχε μέχρι κάτω.
Μου λέει μετά: “Τι θα κάνουμε εδώ;”.
Και του λέω: “Γέροντα, θα κάνουμε μία μόνωση απ’ έξω, μετά που θα περάσουν οι γιορτές, για να μη τραβάει υγρασία”.
Μου λέει: “Όχι, ευλογημένε!… Δεν κατάλαβες!…”
-Τι δεν κατάλαβα, Γέροντα;” τον ρωτάω.
-Για κοίταξε προσεκτικά!…”, μου λέει. Κοιτάζω.
-Αυτό είναι θαύμα!”, μου λέει. Να, πολλές φορές, όταν αρχίζω τη θεία Λειτουργία, μόλις πω: «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…», αρχίζει ο τοίχος και στάζει μύρο. Μάλιστα, κάποιες φορές στάζει τόσο πολύ, που τρέχω να τελειώσω τη θεία Λειτουργία, διότι —πού θα πάει;— θα πλημμυρίσουμε εδώ πέρα!….
Άγγιξα το χέρι μου πάνω στον τοίχο και ήταν πράγματι μύρο!… Ευωδίαζε!
Και μου λέει:
-Μάλιστα, έχω πάει το μύρο με βαμβάκι και το έχω δώσει σε αρρώστους κι έχουν γίνει και θαύματα!”
–Πώς γίνεται αυτό, Γέροντα;” τον ρωτάω.
-Δεν ξέρω!… Αυτό είναι θαύμα!”.
Και τότε, αμέσως, κάτι άλλαξε μέσα μου. Η θλίψη που είχα μέσα μου μεταβλήθηκε σε χαρά!…».
Ο Γέροντας π. Ευμένιος Σαριδάκης εκοιμήθη την Κυριακή 23 Μαΐου του 1999 και ετάφη δίπλα στον Ναό της Παναγίας του πατρογονικού του χωριού, στην Εθιά (38 χλμ. νότια του) Ηρακλείου Κρήτης.
Μέσα σ’ αυτόν τον Ναό, όταν ήταν μικρό παιδί ο Γέροντας, καθώς άναβε τα κανδήλια, του εμφανίστηκε η Παναγία, λέγοντάς του στοργικά: «Εσύ, παιδί μου, μια μέρα θα γίνεις ιερεύς!»…
Σίμωνος μοναχού – «Πατήρ Ευμένιος · ο κρυφός Άγιος της εποχής μας»