Related Posts

Γνωρίζεις τι γίνεται αν διαβάζεις του Χαιρετισμούς της Παναγίας κάθε μέρα;
Στα παλιά χρόνια, δηλαδή πριν από το 1800, κάποιος εκεί τότε, – υπήρχαν πολλοί λησταί, όπως είναι γνωστό, που στήνανε καρτέρι στα σταυροδρόμια, και λήστευαν τους περαστικούς,– κάποιος λοιπόν απ’ αυτούς τους αρχιληστάς είχε βάλει μερικούς συντρόφους, να στήνουν το καρτέρι τους σε ένα σταυροδρόμι που ήτο αναγκαστικό πέρασμα για τους περαστικούς πεζοπόρους, από τη μια πόλη στην άλλη.
Και όποιος περνούσε, είτε ήταν μόνος του, είτε ήταν δύο είτε τρείς, τους λήστευαν.
Και μετά τους άφηναν να φεύγουν, δεν τους έκαναν κακό. Δεν τους τραυμάτιζαν, δεν τους κακοποιούσαν.
Κάποτε πέρασε απ’ αυτό το σταυροδρόμι και ένας άγιος μοναχός. Εκείνος, – τον σταμάτησαν βέβαια και τον λήστεψαν, τι να πάρουν από έναν μοναχό, τέλος πάντων, ό,τι είχε – δεν έφυγε.
Παρακάλεσε τους ληστάς να τον οδηγήσουν στο λημέρι του αρχηγού τους, – λέει «τι τον θέλεις;»
-Α, λέει, θα σας πώ κάτι πολύ σπουδαίο. Σε λίγο θα περάσει ένας πολύ μεγάλος και πλούσιος έμπορος φορτωμένος διαμάντια, αλλά, θέλω να του πώ, πώς θα είναι ντυμένος, για να τον καταλάβετε, γιατί θάχει μαζί του πολλά τα κουρέλια.
Έτσι και έγινε, όχι για να μην του χαλάσουν το χατίρι, αλλά για τις απολαβές που θα είχε.
Τον πήγαν λοιπόν.. μόλις συναντήθηκε ο μοναχός με τον αρχιληστή, του λέγει ότι θα καλέσεις όλους τους ανθρώπους εδώ, για να τους πω αυτό το μεγάλο νέο, διότι είναι πολύ σπουδαίο.
Πράγματι λοιπόν, εκείνος τους μάζεψε.
Α, λέει, κάποιος λείπει. Να μου τον φέρετε κι αυτόν εδώ.
Λέει, τι τον θέλεις, αυτός μαγειρεύει τώρα για το μεσημέρι.
Όχι, να τον φέρετε.
Πάνε λοιπόν, εκείνος δεν ήθελε να ’ρθεί, και τον άρπαξαν με το ζόρι, και τον έφεραν μπροστά στο μοναχό.
Μόλις ο μάγειρας αντίκρισε τον μοναχό, δεν ήθελε να τον βλέπει.
Αλλά ούτε και ο μοναχός γύρισε να τον δει.
Αντιθέτως ο μάγειρας άρχισε να τρέμει, να τρέμει πολύ.
Τον ρωτάει λοιπόν ο μοναχός.
-Γιατί τρέμεις μάγειρα;
-Ε, – αναγκάστηκε εκείνος να ομολογήσει, – ότι ήταν διάβολος που είχε μετασχηματιστεί σε άνθρωπο, για να παρακολουθεί από κοντά αυτόν τον αρχιληστή.
Ο αρχιληστής όμως αυτός, είχε μια πολύ καλή συνήθεια.
Προσευχόταν στην Παναγία καθημερινά. Και πώς προσευχόταν; – λέει.
Διάβαζε κάθε μέρα τους Χαιρετισμούς. Πρωί και μεσημέρι και βράδυ. Την καλή αυτή συνήθεια την πήρε απ’ τη μάνα του.
Την πήρε απ’ το σπίτι του, που του είχε μάθει τους Χαιρετισμούς από μικρό παιδί, και έτσι τους ήξερε από στήθους. Δηλαδή από μνήμης, και τους έλεγε χωρίς να τους διαβάζει.
Βέβαια, αργότερα πήρε τον κακό το δρόμο κι έγινε ληστής, παρά ταύτα όμως, τους Χαιρετισμούς δεν τους είχε αφήσει ούτε μια μέρα. Έτσι η Παναγία βρισκόταν κοντά του και τον φύλαγε.
Και τον φύλαγε επειδή περίμενε μια ευκαιρία η Παναγία για να τον σώσει, να τον φέρει σε μετάνοια, ν’ αλλάξει ζωή, να σωθεί.
Ο μάγειρας διάβολος, είχε σταλεί πάλι απ’ τον αρχισατανά για να τον σκοτώσει και να πάρει την ψυχή του στην Κόλαση. Δεν μπορούσε όμως γιατί τον εμπόδιζαν οι Χαιρετισμοί της Παναγίας.
Περίμενε λοιπόν μια ευκαιρία. Ποια; Το πότε θα ξεχνούσε έστω και μία φορά, έστω και μια μέρα, να απαγγείλει ο αρχιληστής τους Χαιρετισμούς της Παναγίας.
Τότε θα ήταν αφύλακτος από την προστασία Της, θα προκαλούσε για τη μοιρασιά, ανάμεσα στους ληστάς και τους συντρόφους του κάποια φασαρία, εκείνοι με την προτροπή βέβαια του διαβόλου μάγειρα, θα τον σκότωναν και έτσι θάπαιρνε την ψυχή του στην Κόλαση.
Μα η Παναγία τον προστάτευε και τον προστάτευε χάριν των Χαιρετισμών. Μπορεί να ήτο ληστής, αλλά δεν ήταν φονιάς. Παρά ταύτα όμως τους Χαιρετισμούς δεν τους άφησε.
Μπορεί η ζωή του να ήτο άσχημη, να ήτο κακή, να ήτο αντιευαγγελική αλλά ο Θεός όμως που δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζείν αυτόν, και ακούγοντας και τις μεσιτίες και τις παρακλήσεις της Παναγίας Μητρός Του, του έδωσε την ευκαιρία για να σωθεί.
Μόλις λοιπόν ο αρχιληστής άκουσε αυτή την ομολογία από τον μάγειρο διάβολο, αμέσως φωτίσθηκε. Κατάλαβε τα τραγικά του λάθη. Τις αμαρτίες του, και κείνη τη στιγμή μετανόησε, και σώθηκε.
Η μετάνοιά του συγκλόνισε και τους άλλους ληστάς, τους συντρόφους του, και με τις οδηγίες του αγίου εκείνου μοναχού όλοι τους οδηγήθηκαν στο μεγάλο μυστήριο της ευσπλαχνίας του Θεού, δηλαδή στην Ιερά Εξομολόγηση.
Και με την έμπρακτη αποκατάσταση όλων των κλοπιμαίων, όλοι οι λησταί μαζί με τον αρχιληστή εσώθησαν.
Τους έσωσαν οι Χαιρετισμοί της Παναγίας.
Οι Χαιρετισμοί λοιπόν χριστιανοί μου, έχουν τεράστια σωτηριώδη σημασία, όταν τους διαβάζουμε ή τους απαγγέλουμε κάθε βράδυ με πίστη και ευλάβεια.
Μας χαρίζουν την πλέον αποτελεσματική βοήθεια στην προσπάθειά μας και στον αγώνα που κάνουμε κάθε μέρα, για να νικήσουμε τα πάθη μας. Για να νικήσουμε το κακό, την αμαρτία και τον διάβολο.
Άλλωστε Εκείνη μας προτρέπει και μας λέγει «φωνάξτε με», ή «φωνάζετέ με», «φωνάζετε το όνομά μου, και γω θα σας βοηθώ πάντοτε».
Να με καλείτε ή με το «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθει μοι», ή με το «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθησέ μας», ή «σώσον με», ή «σώσον ημάς».
Άλλωστε είναι και λειτουργικός ύμνος. Κάθε φορά που αναφέρουμε το όνομα της Παναγίας μας στη Θεία Λειτουργία, στον όρθρο ή τον εσπερινό, οι ιεροψάλτες μας να απαντούν «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς».
«Και γω θα έλθω», μας υπόσχεται η Παναγία, «θα σας βοηθήσω, και θα σας βοηθήσω σε όλες σας τις ανάγκες, σε όλους τους πειρασμούς της ζωής σας, στα βάσανα, στις θλίψεις και στις στεναχώριες. Θα είμαι πάντοτε κοντά σας.
Μεσίτρια ακόμα και όταν θα βγαίνει η ψυχή σας, για να σας φυλάξω από τα εναέρια δαιμόνια. Αλλά και στη Δευτέρα Παρουσία του Υιού μου και Κριτού των πάντων και κει θα είμαι κοντά σας.»
Άλλωστε αυτό θα το δούμε σε λίγο, όταν θα απαγγείλουμε την προσευχή στην Υπεραγία Θεοτόκο που αρχίζει με το «Άσπιλε, αμόλυντε».
Χριστιανοί μου, ας αγαπήσουμε αυτή την προσευχή των Χαιρετισμών, και την επίκληση του ονόματός Της, και τότε εκείνη θα ανοίξει την πόρτα του Παραδείσου και θα μας σώσει.
Το εύχομαι εις όλους σας, και σεις να το εύχεστε σε μένα, Αμήν.
Απομαγνητοφωνημένα (και ηχητικά) κηρύγματα του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου
Πηγή: www.vimaorthodoxias.gr

Οι πνευματικοί θησαυροί της Ορθοδοξίας
«Ο όσιος Πορφύριος τόνιζε ότι εκείνο που τον είχε βοηθήσει πάρα πολύ, ήταν η μελέτη και η ενασχόληση, η σχολή – κατά το «σχολάσατε και γνώτε ότι εγώ ειμι Κύριος ο Θεός» – στα υμνογραφικά, κυρίως, κείμενα της Εκκλησίας μας. Πολύ αγαπούσε τους ύμνους της Εκκλησίας μας και του άρεσε να τους διαβάζει, να τους απαγγέλλει και να τους ψάλλει. Οι ύμνοι, αυτοί οι πνευματικοί θησαυροί της Ορθοδοξίας μας, υπομνηματίζουν κατά τον καλύτερο τρόπο την Αγία Γραφή, την Ορθόδοξη παράδοσή μας, τα πατερικά κείμενα, τη δογματική της Εκκλησίας και όλη τη θεολογία»
(Από το Ανθολόγιο Συμβουλών οσίου Πορφυρίου ιερομονάχου, έκδ. Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος, Μήλεσι Αττικής).
Αν ένας τόσο μεγάλος όσιος της Εκκλησίας, σαν τον όσιο Πορφύριο, ομολογούσε ότι η μελέτη των υμνογραφικών κειμένων της Εκκλησίας τον έχει βοηθήσει πάρα πολύ για την πνευματική του προκοπή, τι θα έπρεπε να πούμε οι περισσότεροι χριστιανοί που βρισκόμαστε ακόμη στα πρώτα σκαλοπάτια, αν βρισκόμαστε κι εκεί, της πνευματικής ζωής!
Και η εξήγηση που δίνει είναι πράγματι αυτό που μπορεί να επιβεβαιώσει και ο ελάχιστος πιστός, αν έχει κάποια σχέση με την Εκκλησία και την Αγία Γραφή: ότι στην εκκλησιαστική υμνολογία αποτυπώνεται όλη η θεολογία της Εκκλησίας, αγιογραφική και πατερική.
Οι ύμνοι της Εκκλησίας τι άλλο είναι παρά τραγουδισμένη η Αγία Γραφή και η Πατερική παράδοση; Όπως το ίδιο συμβαίνει και με τις ακολουθίες των αγίων μας. Οι ύμνοι γι’ αυτούς δεν αποτελούν την εμμελή απόδοση του βίου τους, ενός βίου που είναι το ενσαρκωμένο ευαγγέλιο;
Γι’ αυτό και έλεγε ο ίδιος όσιος ότι ο πιστός που μελετά τους ύμνους και τα λειτουργικά κείμενα, ιδίως μάλιστα το βιβλίο της Παρακλητικής, σε λίγο χρόνο εμβαθύνει στα της πίστεως σαν εκείνον που παίρνει πτυχίο μίας θεολογικής Σχολής!
Χρειάζεται όμως να προσέξουμε λίγο τα λόγια του μεγάλου οσίου. Διότι χρησιμοποιεί λέξεις που αποτελούν τις προϋποθέσεις για τη μελέτη των ύμνων – αποκαλύπτουν τη δική του θερμουργό εσωτερική στάση απέναντι στην εκκλησιαστική ποίηση. Και πρώτον, για τον άγιο οι ύμνοι συνιστούν «τους πνευματικούς θησαυρούς της Ορθοδοξίας». Περιέχουν δηλαδή υπό την εικόνα των γραμμάτων το κάλλος και την ομορφιά της αποκάλυψης εν Χριστώ του Θεού, ό,τι χαρακτήριζε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ως «απόθετον κάλλος», κρυμμένη ομορφιά, τα λόγια της Γραφής.
Οπότε κάτω και πίσω από τις λέξεις, τις δοσμένες μάλιστα μ’ έναν μοναδικό τρόπο: το βυζαντινό εκκλησιαστικό μέλος που γλυκαίνει τις καρδιές, φέρεται το Πνεύμα του Θεού, η χάρη του Θεού, όπως το δηλώνει και ο απόστολος Πέτρος για τους λόγους των προφητών: «υπό πνεύματος αγίου φερόμενοι ελάλησαν άγιοι του Θεού άνθρωποι», οι άγιοι του Θεού προφήτες εμπνεόμενοι από το Πνεύμα του Θεού μίλησαν.
Θα έλεγε κανείς ότι στα λόγια της Γραφής, αλλά και στα υμνολογικά κείμενα της Εκκλησίας, έχουμε μία εικόνα του ανθρώπου με την ψυχή και το σώμα του. Ψυχή και πνεύμα στα κείμενα είναι η πνοή του Παρακλήτου Πνεύματος, σώμα οι λέξεις που ενδύουν την πνοή αυτή. Γι’ αυτό και ο πιστός της Εκκλησίας αισθάνεται τη δύναμη των λόγων αυτών, που καθαρίζουν την ψυχή του, θερμαίνουν τη διάθεσή του, κατανύσσουν την καρδιά του, δημιουργούν το κλίμα της μετανοίας στο οποίο μπορεί και επαναπαύεται ο Θεός. «Τομώτερος υπέρ πάσαν δίστομον μάχαιραν» λέει ο απόστολος Παύλος ότι είναι ο λόγος του Θεού, που μπορεί και φτάνει μέχρι τα τρίσβαθα του είναι του και του αλλοιώνει επί τα βελτίω την ύπαρξή του.
Αλλά για τον όσιο Πορφύριο η προσέγγιση των πνευματικών αυτών θησαυρών, η προσέγγιση στην πραγματικότητα της χάρης και της ενέργειας του Θεού που περικλείουν οι εκκλησιαστικοί ύμνοι, απαιτεί δεύτερον «σχολή» και «πολλή αγάπη». «Σχολή», αφιέρωση χρόνου δηλαδή, όπως αφιερώνει κανείς χρόνο σε κάτι που θεωρεί πολύ σημαντικό και το αγαπά, γιατί «αλλοίμονο στον άνθρωπο που προσεγγίζει τα του Θεού με αμελή τρόπο!»
Όπως το πώς στεκόμαστε στην προσευχή και στις εικόνες του Χριστού και των αγίων μας φανερώνει το ποσόν και το ποιόν της αγάπης μας προς τον Θεό, κατά τον ίδιο τρόπο και η στάση μας έναντι των λόγων του Θεού, έναντι αυτών που ο Ίδιος έχει εμπνεύσει, αποκαλύπτει την εσωτερική κατάστασή μας, τα πνευματικά μέτρα μας. Άλλωστε με τους εκκλησιαστικούς ύμνους προσευχόμαστε κι αυτοί είπαμε ανοίγουν και διευρύνουν τον νου μας και ζωογονούν την καρδιά μας.
Συνεπώς απαιτείται κανείς να «σχολάσει» στα λόγια αυτά, προσεγγίζοντάς τα με μεγάλη αγάπη σαν τον άγιο Πορφύριο. Κι είναι μάλιστα τούτο μία άσκηση του χριστιανού για την καλλιέργεια της κεντρικής εντολής του Κυρίου, της εξ όλης της ψυχής και της καρδίας και της διανοίας και της δύναμης αγάπης προς Αυτόν – ο χριστιανός προστρέχει προς τους ύμνους σαν να κυνηγάει Εκείνον, σαν να τρέχει προς την οσμή του μύρου Του!
Και δείγμα της αγάπης αυτής είναι η εκμάθησή τους, η αποστήθιση ορισμένων από αυτούς, το ψάλσιμό τους νοερώς και όπου μπορεί και με τα χείλη, σαν τον άγιο «που του άρεσε να τους διαβάζει, να τους απαγγέλλει, να τους ψάλλει». Μετράμε λοιπόν την προκοπή μας στα πνευματικά με το μέτρο της αγάπης μας προς τον λόγο της Γραφής αλλά και προς την εκκλησιαστική μας ποίηση. Εκεί φανερώνουμε αν όντως και σε μας η Ορθόδοξη πίστη μας λειτουργεί ως αληθινός θησαυρός.