Εκδηλώσεις επί τη αφίξει της Τιμίας Κάρας του Αγίου Σιλουανού
Related Posts

Γιατί έδωσε ο Θεός την ελευθερία
«Τη ελευθερία ουν, η Χριστός ημάς ελευθέρωσε, στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε» (Γαλ. 5.1).
Ας δούμε ένα δύσκολο ερώτημα: Προς τι η ελευθερία, αφού κακοποιείται; Γιατί την έδωσε ο Θεός αν και προγνώριζε ότι οι περισσότεροι δεν θα έκαναν έλλογη χρήση; Δηλαδή έκανε καλά ο πατέρας που έδωσε την περιουσία στον άσωτο γιο, αν και ήξερε τον χαρακτήρα του, ότι δηλαδή θα τη σπαταλούσε καταστροφικά; Ήξερε τον χαρακτήρα του μικρότερου παιδιού του. Αυτός το είχε γεννήσει και το είχε ζήσει επί χρόνια. Ήταν γνωστός ο χαρακτήρας του. Τα λόγια του μεγάλου γιου, το παράπονό του, «Τόσα χρόνια σου δουλεύω και δεν αθέτησα καμιά εντολή σου», νομίζουμε ότι είναι ένα υπονοούμενο, μια «μπηχτή» κατά του αδελφού του, που προφανώς δεν δούλευε – ευσυνείδητα τουλάχιστον – και παρέβαινε εντολές του πατέρα. Λοιπόν έκανε καλά ο γονιός που του έδωσε την περιουσία; Έκανε καλά ο Θεός, που μας έδωσε την ελευθερία;
Πρώτα-πρώτα εφόσον άλλοι μεταχειρίσθηκαν και μεταχειρίζονται επωφελώς την ελευθερία τους έστω και βιώνοντας σε δυσχερέστερες συνθήκες, τούτο σημαίνει πώς δεν φταίει η ελευθερία αλλά η αδράνεια ή η κακεντρέχειά μας. Η ελευθερία είναι κάτι το καλό, το ευεργετικό. Γιατί να το στερήσουμε από τους νουνεχείς και συνετούς;
Μετά: Ας υποθέσουμε πως κάποιος χτίζει για μας ένα μυθικό ανάκτορο με κάθε τι τερπνό και επιθυμητό, που μπορεί ή δεν μπορεί να φαντασθεί ο πιο τρυφηλός και «ευμαροκυνηγός». Και μας βάζει μέσα για να μη βγούμε ποτέ έξω. Για να μιλήσουμε πιο πραγματικά, ρεαλιστικά, μας κλειδώνει σε μια χρυσή φυλακή· χρυσή μεν, φυλακή δε! Από την ίδια στιγμή το παλάτι, ο παράδεισος αυτός, θα μεταβληθεί σε κόλαση. Ο Παράδεισος δια της βίας θα γινόταν Κόλαση!
Ζυγίζουν πολύ διαφορετικά από πλευράς Ηθικής το καλό ή το κακό αν ενεργούνται αυτοπροαίρετα ή λόγω αναπόδραστου και άφευκτου εκβιασμού. Στις ερωταποκρίσεις της μοναχικής κουράς, και αφού ο τελετουργός ιερέας διαβεβαιώνει τον ασπαζόμενο την «ισάγγελη πολιτεία» πώς «όντως καλό έργο και μακάριο» διάλεξε, ζητάει να πληροφορηθεί κάτι. Τον ρωτάει να δηλώσει κάτι το καίριο και καθοριστικό για την ένταξή του ή μη στις τάξεις των αφιερωμένων: «ΕΡΩΤΗΣΗ: Με εκούσια τη γνώμη σου προσέρχεσαι στον Κύριο; ΑΠΟΚΡΙΣΗ: Ναι, με τον Θεό συνεργό μου, τίμιε πάτερ. ΕΡΩΤΗΣΗ: Μήπως από καμιά ανάγκη ή βία; ΑΠΟΚΡΙΣΗ: Όχι, τίμιε πάτερ».
Ο ηλικιωμένος πια Παύλος, μολονότι έχει μεγάλη ανάγκη να κρατήσει κοντά του τον ήδη αναγεννημένο δραπέτη δούλο Ονήσιμο για να τον υπηρετεί στο αποστολικό του έργο, όμως τον στέλνει πίσω στον χριστιανό κύριό του Φιλήμονα. Τον στέλνει γιατί δεν επιθυμεί να κάνει ο συγκεκριμένος πιστός «ως κατά ανάγκην το αγαθόν… αλλά κατά εκούσιον», όπως του διασαφηνίζει στη συστατική συναισθηματική επιστολή που δίνει στα χέρια του Ονησίμου (στ. 4). Άρα κρίσιμη η διάκριση μεταξύ εκουσίου η ακουσίου κακού η καλού. Αν σου βάλει κανείς το περίστροφο στον κρόταφο και σου πει: «Κάνε ελεημοσύνη», θα την κάνεις, και με το παραπάνω μάλιστα! Αλλά τι το όφελος; Είναι αυτό αρετή;
Είπαμε πώς ο Παράδεισος δια της βίας θα μεταλλασσόταν σε Κόλαση. Αντίθετα δια της ελευθερίας οδηγούμαστε στη μετάνοια, στον Παράδεισο. Η αγία «υστεροβουλία» του Θεού συνίσταται στο να επιστρέψουμε αυτοπροαίρετα κοντά Του. «Επ’ ελευθερία εκλήθητε» (Γαλ. 5.13). Η κατάσταση της γνήσιας ελευθερίας αρχίζει από εδώ μα τελειώνεται και πληρούται στην αιωνιότητα.
Στην εποχή μας φύεται άφθονη ελευθερολογία και δημοκρατολογία· είναι το κυκλοφορούν νόμισμα. Στιχουργούνται διθύραμβοι στην ελευθερία, μα πρόκειται για ελευθερία πλασματική, όχι της υφής που εξύμνησαν ο Διονύσιος Σολωμός και ο Ρήγας Φεραίος. Στο εγγύς παρελθόν κόπτονταν περί ελευθερίας συνήθως οι υπόδουλοι και υπόσπονδοι σε κοσμοθεωρίες «υπαρκτών», ολοκληρωτικών και προσωποπαγών κατά κανόνα καθεστώτων, που θεοποιούσαν τυράννους. Φάνταζαν οι γιγαντιαίες προσωπογραφίες τους στους δρόμους και στις πλατείες· δέσποζαν τα ρητά και συνθήματά τους με τεράστια γράμματα· τα βιβλία τους γίνονταν το «Ευαγγέλιο» των δυστύχων υπηκόων-υποτελών τους, που αν δεν τα ήξεραν «απόξω και ανακατωτά» όχι μόνο οι μαθητές και οι φοιτητές αλλά οι πάντες, αλίμονό τους… Αλώνιζε η προπαγάνδα – κατεξουσιαστική κατακυρίευση εθνών, καλούμενη αδιάντροπα κυνικά ή γλοιωδώς κολακευτικά «ευεργεσία», καθώς την ξεσκέπασε ο Χριστός (Λουκ. 22.25). Μιλούσαν για ελευθερία, και έκαναν φυτά τους αντιφρονούντες με τα ψυχοφάρμακα των Γκουλάγκ.
Σε τέτοια υποκείμενα παροτρύνει ο Παύλος να μη γινόμαστε δούλοι – και γιατί όχι και σε άψυχα «μπιχλιμπίδια», κοσμήματα και μπογιές ή σε «αστέρες» της «τέχνης» ή σε «είδωλα» της αθλήσεως, γιατί τότε παίρνουμε «κόκκινη κάρτα». Υφίστανται και μερικοί «ηγέτες πνευματικοί» επονομαζόμενοι, από τον χώρο των γραμμάτων και όχι μόνο, «ελευθερίαν… επαγγελλόμενοι, αυτοί δούλοι υπάρχοντες της φθοράς» (Β’ Πέτρ. 2.19).
Πιο αφάνταστα αδυσώπητη τυραννία ασκούν με τη βοήθεια του σατανά στους οικτρούς υποχειρίους των οι γκουρού. Τους συντρίβουν, τους διαλύουν και τους εκμηδενίζουν την προσωπικότητα. Τούτο άλλωστε είναι και το ιδανικό τους, το σβήσιμο, η εξαφάνιση, το νιρβάνα. Στυγνότατη δικτατορία, που την περιγράφουν με τα μελανότερα χρώματα όσοι κατόρθωσαν ν’ αποτινάξουν τη σκλαβιά τους (πρβλ. Διονυσίου Φαρασιώτη, Οι γκουρού, ο νέος και ο γέροντας Παΐσιος, Θεσσαλονίκη 2001).
Ευρεία η σύγχρονη φιλολογία και φλυαρία περί ελευθερίας από αρμοδίους και αναρμοδίους. Την ανόθευτη όμως και ατόφια ελευθερία την παρουσίασε μέσα σε μια μικρή φράση ένας μεγάλος ελεύθερος, έστω και κάτω από συνεχείς διωγμούς, εξορίες και κατατρεγμούς, ο ιερός Χρυσόστομος. Αποφάνθηκε εκ πείρας ότι «δεν είναι ελεύθερος, παρά μόνο αυτός που ζει εν Χριστώ» (Προς Θεόδωρον μοναχόν 5).
Κλείνει δε τον λόγο μας ο πολύς Παύλος με μια παραίνεση: «Τη ελευθερία ουν, η Χριστός ημάς ελευθέρωσε, στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε» (Γαλ. 5.1). Αμήν!
Ιερομόναχος Ιουστίνος

Η «ασυμφωνία χαρακτήρων» και τα παιδιά στην οικογένεια
Ένας από τους λόγους διαζυγίου, παλαιότερα και σήμερα, είναι η «ασυμφωνία χαρακτήρων» μεταξύ του ζευγαριού.
Η σχέση βαδίζει προς μία ανεπιστρεπτί φθορά όταν ο καθένας σύζυγος συνειδητοποιεί ότι ο χαρακτήρας του, οι απαιτήσεις του, οι ιδέες του δεν μπορούσαν να ταυτιστούν με τον χαρακτήρα και τις θέσεις του άλλου.
Οι άνθρωποι, παίρνοντας ως δεδομένο ότι μία σχέση για να οδηγήσει στη ευτυχία, προϋποθέτει την ταύτιση των χαρακτήρων, δυσκολεύονται όταν διαπιστώνουν ότι αυτό που ζητούν είναι ουτοπικό. Έτσι η σχέση καταρρέει, κάποτε με την απιστία, με τους καυγάδες, με την παρέμβαση τρίτων προσώπων όπως οι γονείς.
Η «ασυμφωνία χαρακτήρων» είναι η καλύτερη δικαιολογία για την άρνηση των ανθρώπων να αποδεχτούν ότι το «ΜΑΖΙ» δεν συνεπάγεται ταύτιση, αλλά συμπόρευση. Η αγάπη είναι και υποχώρηση και ανοχή. Είναι το να προχωρά κάποιος αφήνοντας πίσω του συμπεριφορές ή στάσεις ζωής οι οποίες δεν είναι τόσο σημαντικές για την ευτυχία του.
Η απαίτηση για ταύτιση είναι αποτέλεσμα του εγωκεντρισμού μας, διότι θεωρούμε ότι αν ο άλλος δεν ταυτιστεί μαζί μας, αν δεν πράξει ή δεν σκεφτεί όπως περιμένουμε, τότε δεν μας αγαπά. Θεωρούμε αυτονόητη την δική μας αγάπη και ότι εκείνος δεν μπορεί να την εκτιμήσει. Ότι δεν κατανοεί πως έχουμε δικαίωμα να είμαστε διαφορετικοί και ότι ο σεβασμός στην δική μας διαφορετικότητα είναι προαπαιτούμενο για να περπατήσει η σχέση. Δεν βλέπουμε την ζωή μέσα από τα μάτια του άλλου και γι’ αυτό η «ασυμφωνία χαρακτήρων» θριαμβεύει.
Η πνευματική παράδοση της πίστης μας μιλά για το «ζητείν του ετέρου και όχι το ίδιον». Η Εκκλησία δεν βλέπει τις σχέσεις στην προοπτική της ταύτισης, αλλά της χαράς να μπορούμε να αγαπούμε τόσο, ώστε να μη μένουμε στο τι μας χωρίζει.
Και αυτό ζητά από τους γονείς να μάθουν στα παιδιά. Όχι να προσδοκούν ταύτιση ή αποδοχή επειδή συμμορφώνονται με τον χαρακτήρα του άλλου, αλλά την δυνατότητα να μάθουν να εκτιμούν την ομορφιά στον χαρακτήρα του άλλου, στο χάρισμά του. Διότι ο καθένας κάτι έχει που από εμάς λείπει. Κι αν μάθουμε να χαιρόμαστε με αυτό που μπορεί να μας δώσει, μπορούμε να υπερβούμε ό,τι νομίζουμε πως δεν μας ταιριάζει.
Αυτή η στάση ζωής προϋποθέτει πνευματική ζωή και θέαση του κόσμου και του πλησίον. Όλοι αξίζουμε γιατί είμαστε εικόνες Θεού. Όλοι έχουμε τα χαρίσματά μας. Όταν επιλέγουμε τον σύζυγο ή την σύζυγό μας, όσο κι αν ο έρωτας τυφλώνει, δεν παύουμε να έχουμε κάποιες σταθερές. Είναι στο χέρι μας να παλέψουμε ό,τι μας έφερε κοντά να παραμείνει σημαντικό και να γίνει γίνει πιο δυνατό, με την προσθήκη του αγώνα είτε να αλλάξουμε σημεία του χαρακτήρα μας που προκαλούν απογοήτευση ή να δείξουμε από την καρδιά μας τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει τον άλλο να χαίρεται για μας.
Μέσα από αυτή την παιδεία διάκρισης μπορούν τα παιδιά να χαρούν την προοπτική του «ΜΑΖΙ» στο σχολείο και στην ζωή. Διότι αν μάθεις να εκτιμάς τα καλά του χαρακτήρα του άλλου, του δίνεις την δυνατότητα να μην έχει ως άλλοθι την όποια ασυμφωνία, αλλά να τονίζει στην καρδιά και στη σκέψη του το ξεχωριστά όμορφο!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»