Related Posts

…τριῴδιον δέ παρ᾽ ἀνθρώπων δέχου..

«Ὁ δημιουργός τῶν ἄνω καί τῶν κάτω,τρισάγιον μέν ὕμνον ἐκ τῶν ἀγγέλων, τριῴδιον δέ παρ᾽ ἀνθρώπων δέχου».
Μέ τούς στίχους αὐτούς προοιμιάζονται τά συναξάρια τῆς περιόδου τοῦ Τριῳδίου. Ὁ οὐράνιος καί ὁ ἐπίγειος κόσμος, οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἄνθρωποι, συνάπτονται σέ κοινή συμφωνία. Οἱ ἄγγελοι ψάλλουν στόν δημιουργό των, τόν «δημιουργό τῶν ἄνω», τόν τρισάγιο ὕμνο. Μαζί μέ αὐτούς ἑνώνονται καί οἱ φωνές τῶν ἀνθρώπων, πού ἔρχονται καί αὐτοί νά ψάλουν στόν δημιουργό των, τόν «δημιουργό τῶν κάτω», τριῳδίους ὕμνους.
Ἀπό αὐτούς τούς τριωδίους ὕμνους, τά «τριῴδια», ἔλαβε τό ὄνομά της ἡ μεγάλη περίοδος τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους, πού κινεῖται μαζί μέ τό Πάσχα καί τό περιβάλλει σάν προεόρτιος καί μεθέορτος περίοδος. Γιατί ὅλο αὐτό τό τμῆμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους παλαιότερον ἐχαρακτηρίζετο μ᾽ αὐτό τό ὄνομα: «Τριῴδιον».
Ἀνάλογα δέ μέ τόν ἰδιαίτερο χαρακτῆρα του τό διέκριναν σέ «Τριῴδιον κατανυκτικόν», ἀπ᾽ ἀρχῆς μέχρι τοῦ Πάσχα, καί «Τριῴδιον χαρμόσυνον», ἀπό τοῦ Πάσχα μέχρι τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων Πάντων, πού κατακλείει τόν κύκλο τῶν κινητῶν ἑορτῶν.
Τριῴδιο δέ λέγεται ἀπό τήν ἀρχαιοπρεπῆ συνήθεια, πού διετηρεῖτο κατά τήν περίοδο αὐτή, νά μή ψάλλωνται καθημερινῶς κατά τήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου καί οἱ ἐννέα ᾠδές τοῦ Ψαλτηρίου, καί ἑπομένως καί ὁλόκληροι ἐννεαῴδιοι Κανόνες, ἀλλά μόνο τρεῖς ᾠδές, ἡ η’ καί ἡ θ’ καί μία ἀπό τίς προηγούμενες κατά τήν σειρά τῶν ἡμερῶν. Αὐτός ὁ ἀρχαῖος τρόπος τῆς ψαλμῳδίας διετηρήθη ἐν μέρει μόνον μέχρι σήμερα, καί μάλιστα μόνον γιά τίς καθημερινές τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Γιά τίς ἄλλες ἡμέρες ἐπεκράτησε τό νεώτερο ἔθος, νά στιχολογοῦνται καί οἱ ἐννέα ᾠδές ἀκριβέστερα οἱ ὀκτώ, γιατί ἡ δευτέρα παραλείπεται) καί νά ψάλλωνται ἐννεαῴδιοι (ἀκριβέστερα ὀκταῴδιοι) Κανόνες.
Ἔτσι τό ὄνομα «Τριῴδιον» τελικά διετηρήθη μόνο γιά τό ἀρχαῖο «κατανυκτικόν Τριῴδιον», γιά τήν πρό τοῦ Πάσχα δηλαδή περίοδο. Καί πάλι καί ἐδῶ ὄχι κυριολεκτικῶς. Ὅπως δέ χαρακτηριστικά γράφει ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος στόν πρόλογο τῶν συναξαρίων τοῦ Τριῳδίου: «Καταχρηστικῶς Τριῴδιον ὀνομάζεται· οὐ γάρ ἀεί τριῴδια ἔχει. Καί γάρ ὁλοτελεῖς κανόνας προβάλλεται, ἀλλ᾽ οἷμαι ἀπό τοῦ πλεονάζοντος τήν ἐπωνυμίαν λαβεῖν». Αὐτά γιά τήν ὀνομασία τοῦ Τριῳδίου.
Ἡ σημερινή περίοδος τοῦ Τριῳδίου, οἱ ἀκολουθίες τῆς ὁποίας περιλαμβάνονται στό ὁμώνυμο λειτουργικό βιβλίο, περιλαμβάνει τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, πού εἶναι καί ὁ ἀρχικός της πυρίνας, τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί τήν προπαρασκευαστική της περίοδο, πού κοινῶς λέγεται περίοδος τῶν Ἀπόκρεω. Αὐτή ἡ τελευταία θά ἀποτελέσῃ τό ἀντικείμενο, μέ τό ὁποῖο θά ἀσχοληθοῦμε (…).
Τρεῖς Κυριακές ἀποτελοῦν τά προπύλαια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς: Ἡ Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, ἡ Κυριακή τοῦ Ἀσώτου καί ἡ Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω. Ἡ τελευταία ἑβδομάς, πού εἰσάγεται μέ τήν Κυριακή τῆς Ἀποκρέω, εἶναι τό προοίμιο τῆς νηστείας τῆς Τεσσαρακοστῆς, γιατί κατ᾽ αὐτήν ἀπαγορεύεται, σύμφωνα μέ τίς ἐκκλησιαστικές διατάξεις, ἡ βρῶσις τοῦ κρέατος.
Εἶναι ἡ Τυρινή ἑβδομάς ἤ ἑβδομάς τῆς Τυροφάγου. Κατά τήν ἑβδομάδα αὐτήν ἀρχίζει ἡ ψαλμῳδία τῶν τριῳδίων κανόνων. Ἡ τελευταία αὐτή Κυριακή, ἡ Κυριακή τῆς Ἀποκρέω, εἶναι καί παλαιοτέρα ἀπό τίς προηγουμένες. Τίς δύο ἄλλες τίς προσέθεσαν ἀργότερα, τήν Κυριακή τοῦ Ἀσώτου κατά τόν Ϛ’ αἰῶνα καί τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου ἕνα περίπου αἰῶνα ὑστερώτερα.
Ὁ σκοπός τῆς προσθήκης εἶναι φανερός. Νά δημιουργηθῇ δηλαδή μία περίοδος προπαρασκευῆς καί προετοιμασίας γιά τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἕνα εἶδος προπυλαίου στό ὅλο οἰκοδόμημα τῶν κινητῶν ἑορτῶν. Ἤ, ὅπως γράφει ὁ Ξανθόπουλος, «ὥσπερ τις προγυμνασία καί παρακίνησις τοῖς ἁγίοις Πατράσιν ἐπενοήθησαν, ὥστε παρασκευασθῆναι καί ἑτοίμους ἡμᾶς γενέσθαι πρός τούς πνευματικούς ἀγῶνας τῶν νηστειῶν, τήν ἐξ ἔθους μυσαράν ἕξιν ἀπολιπόντας».
Ἔγιναν δέ τρεῖς οἱ προπαρασκευαστικές αὐτές ἑβδομάδες γιά νά ἀπαρτισθῇ ὁ ἱερός ἀριθμός τῆς ἁγίας Τριάδος, τό τρία, βάσει τοῦ ὁποίου οἰκοδομεῖται ὁλόκληρο τό σύστημα τῆς λατρείας μας. Καί τῶν τριῶν Κυριακῶν ἡ ἀκολουθία πλέκεται γύρω ἀπό τήν εὐαγγελική περικοπή, πού διαβάζεται κατά τήν Θεία Λειτουργία. Κατά τήν πρώτη Κυριακή ἀναγινώσκεται ἡ παραβολή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου (Λουκ. 18, 10-14), τήν δευτέρα ἡ παραβολή τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ (Λουκ. 15, 11-33) καί τήν τρίτη τό εὐαγγέλιο τῆς Μελλούσης Κρίσεως (Ματθ. 21, 31-46).
Ὅπως οἱ βυζαντινοί ζωγράφοι στόν Νάρθηκα τῶν Ναῶν γύρω ἀπό τήν βασιλική πύλη ζωγράφιζαν τήν σκηνή τῆς δευτέρας παρουσίας, ἔτσι καί οἱ ὑμνογράφοι στό πρόπυλο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μ᾽ ὅλα τά ζωηρά χρώματα τοῦ ποιητικοῦ των χρωστῆρος ζωγραφίζουν τήν φοβερά κρίσι. Ἡ πύλη σέ λίγο θά ἀνοίξῃ. Ποιός πιστός δέν θά θελήσῃ νά εἰσέλθῃ «εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου του;»
Ἰωάννου Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ
Ἀπό τό βιβλίο: ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ
Πηγή: proskynitis.blogspot.com

Κυρία Θεοτόκε, φρόντισε το κανδήλι της ψυχής μας να μη σβήση…
Μας διηγήθηκε ο οσιότατος Διονύσιος, ο πρεσβύτερος και σκευοφύλακας της αγιότατης Εκκλησίας των Ασκαλωνιτών, για τον αββά Ιωάννη τον αναχωρητή ότι υπήρξε πραγματικά μέγας άνθρωπος κατά Θεόν στη σημερινή γενιά· και για να δείξει την προς Θεόν ευαρέστησή του, διηγιόταν τούτο το θαύμα που συνέβαινε σ’ αυτόν:
«Ο γέροντας», λέει, «ησύχαζε στα μέρη του χωριού Σοχούς, είκοσι σχεδόν μίλια από τα Ιεροσόλυμα. Είχε δε ο γέροντας στο σπήλαιό του μια εικόνα της Παναγίας αχράντου Δεσποίνης ημών και αειπάρθενου Μαρίας να κρατά στην αγκαλιά το Θεό μας.
Κάθε φορά λοιπόν που ήθελε να πάει σε κάποιο τόπο, ή σε μακρινές ερήμους ή στα Ιεροσόλυμα, για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό και τους αγίους Τόπους, ή και στο όρος Σινά, για να προσκυνήσει, και σε ναούς μαρτύρων που απείχαν από τα Ιεροσόλυμα μεγάλη και μακρινή απόσταση -ήταν φιλομάρτυρας ο γέροντας και τώρα μεν πήγαινε στον άγιο Ιωάννη στην Έφεσο, έπειτα στον άγιο Θεόδωρο στα Ευχάιτα, και πριν λίγο μεν στη χώρα των Ισαύρων, στην αγία Θέκλα στη Σελεύκεια, τώρα δε στον άγιο Σέργιο στο Σάφας· και τη μια φορά προς αυτόν, την άλλη δε προς εκείνον τον άγιο πορευόταν ετοίμαζε λοιπόν την καντήλα και την άναβε, όπως είχαν συνήθεια. Έπειτα έστεκε σε προσευχή και ικέτευε το Θεό να κατευθύνει την πορεία του κι έλεγε στη Δέσποινα προσβλέποντας την εικόνα της:
«Αγία Δέσποινα Θεοτόκε, επειδή πρόκειται να βαδίσω μεγάλο δρόμο, που έχει πολλών ημερών απόσταση, φρόντισε την καντήλα σου κι αν πάει να σβήσει, φύλαξέ την, κατά τη διάθεσή μου, επειδή εγώ φεύγω έχοντας τη βοήθειά σου συνοδοιπόρο».
Και λέγοντας αυτά μπροστά στην εικόνα, έφευγε.
Έκανε λοιπόν την προγραμματισμένη πορεία και επέστρεφε πότε σε ένα μήνα, πότε σε δύο και τρεις, καμιά φορά και σε πέντε κι έξι κι έβρισκε την καντήλα περιποιημένη κι αναμμένη όπως ακριβώς την άφησε φεύγοντας για την πορεία και ποτέ δεν την είδε σβησμένη από μόνη της, ούτε όταν σηκωνόταν από τον ύπνο ούτε όταν επέστρεφε από ταξίδι ούτε όταν ερχόταν από την έρημο στο σπήλαιο».
(Ιωαν. Μόσχου, «Λειμωνάριον», εκδ. Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)
πηγη: sostis.gr