Που ξέρω ν’ ανακαλύπτω τα κρυμμένα πετροράδικα στις κρυψώνες τους.
Που δε με νοιάζει να με θυμούνται.
Του Δημητρίου Λυκούδη, Ιστορικού
Και μόνο η προτροπή των Αγωνιστών «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» είναι αρκετή, ώστε να καταστεί αβίαστα κατανοητό σε καθένα καλοπροαίρετο αναγνώστη, πολύ δε περισσότερο σε εμβριθή επιστήμονα και μελετητή, η άρρηκτη σχέση Χριστιανισμού και Ελληνισμού, Εκκλησίας και Πατρίδας στη διάρκεια του Αγώνα του 1821.
Αυτό εύκολα μαρτυρείται από τον υψηλό αριθμό των Πατριαρχών, των Μητροπολιτών και Επισκόπων, των ιερέων και Μοναχών που μαρτύρησαν και έπεσαν στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Κυρίως, όμως, μαρτυρείται από την ανάμειξη του τιμημένου ιερού ράσου στην όλη καθημερινότητα των υπόδουλων Ελλήνων.
Είναι το ράσο και η Ορθόδοξη Εκκλησία που πρωτοστατεί στις πάλαι ποτέ Κοινότητες, σε εκείνους τους κοινοτικούς θεσμούς που προνοούσαν ή, έστω έτσι αρχικά προορίζονταν, διοικούσαν τρόπον τινά μικρές δημοτικές και περιφερειακές περιοχές. Και, συνάμα, καλλιεργούσαν την ιδέα της Ελληνικής Επανάστασης, τροφοτούσαν τους Αγωνιστές με όλα όσα απαραίτητα για τις ανάγκες του Αγώνα.
Είναι το ράσο και η Ορθόδοξη Εκκλησία που διατήρησε και μεταλαμπάδευσε ανόθευτη την πλούσια ελληνική γλώσσα, συμβάλλοντας με κάθε τρόπο τόσο στη διατήρηση όσων ελληνικών σχολείων ήταν δυνατόν, έστω αρχικά, κυρίως, όμως, με την ύπαρξη και άτυπη οργάνωση των περιβόητων και ξακουστών «Κρυφών Σχολειών», όπου οι μαθητές μάθαιναν να διαβάζουν από το εκκλησιαστικό βιβλίο, την Οκτώηχο, διδάσκονταν γραφή, τραγουδούσαν τη Λευτεριά, έψελναν τα τραγούδια του Θεού, γεύονατν, έστω κρυφίως, ελληνική γραφή, Ρωμαίικη ψυχή και Ορθοδοξία. Ο Φωτάκος, στα Απομνημονεύματά του, μάς δίνει μια πλέον σαφέστερη εικόνα για τα Κρυφά Σχολεία της εποχής: «Μόνοι των οι Έλληνες εφρόντιζαν διά την παιδείαν, η οποία εσυνίστατο εις το να μανθάνουν τα κοινά γράμματα και ολίγην αριθμητικήν, ακανόνιστον. Εν ελλείψει δε διδασκάλου, ο ιερεύς εφρόντιζε περί τούτου. Όλα αυτά εγίνοντο εν τω σκότει και προφυλακτά από τους Τούρκους».
Είναι το τιμημένο ράσο και η Ορθόδοξη Εκκλησία που κατέστησαν κάθε μοναστήρι και ένα μικρό προπύργιο των Αγωνιστών, όχι μόνο ως κρυσφύγετο και κέντρο εφοδιασμού, αλλά και ως χώρος πνευματικής και εθνικής αφυπνώσεως και περισσυλογής. Ακόμη και σήμερα, πολλά είναι τα μοναστήρια εκείνα που κοσμούνται από δωρεές μεγάλων ελλήνων καπεταναίων Αγωνιστών, μικρή ένδειξη αληθινής και καθάριας έκφρασης Πίστεως και αγάπης προς τα θεία και Ιερά. Να, κάπως έτσι τα χαρακτηρίζει τα μοναστήρια της εποχής του ο μεγάλος Ιωάννης Τριανταφύλλου, ο υψηλός στο ανάστημα, απ᾿ όπου πήρε και το προσωνύμιό του, στρατηγός Μακρυγιάννης: «…αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της απανάστασής μας. Ότι εκεί ήταν και οι τζεμπιχανέδες μας κι όλα τ’ αναγκαία του πολέμου. Ότ’ ήταν παράμερον και μυστήριον από τους Τούρκους».
Και ο ξακουστός σε όλους Γέρος του Μοριά, αναφερόμενος στην καταλυτική συμβολή και θυσία του κλήρου εκείνης της περιόδου και της όλης δράσης της Εκκλησίας, έλεγε: «Σαν μια βροχή ήρθε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι γραμματισμένοι και οι έμποροι, όλοι συμφωνήσαμε στον ίδιο σκοπό και κάναμε την επανάσταση… Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμίαν από όσας γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών τους είναι εμφύλιος πόλεμος· ο εδικός μας πόλεμος ήτο πλέον δίκαιος. Ήτον έθνος με άλλον έθνος».
Ο Ιστορικός Νίκος Σβορώνος, αναφορικά με τη σύμπραξη και ταύτιση Εκκλησίας και Πατρίδας στην Επανάσταση στα 1821, τονἰζει: «Οι Νεομάρτυρες, συχνό φαινόμενο της εποχής, που δέχονται τον μαρτυρικό θάνατο για τη χριστιανική τους πίστη, είναι συγχρόνως και οι πρώτοι εθνικοί ήρωες του νέου ελληνισμού (…). Άλλωστε, στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας η Εκκλησία όχι μόνο δεν αντιτίθεται στα απελευθερωτικά κινήματα από τις δυτικές χριστιανικές δυνάμεις, αλλά συχνά συμμετέχη ενεργά και πολλές φορές τα κατευθύνει».
Είναι το τιμημένο ορθόδοξο ράσο, το νέφος των Νεομαρτύρων και Ιερομαρτύρων, πριν και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, που και τότε και σήμερα, στέλνουν το δικό τους μήνυμα, την ηρωική προτροπή, βάση και με αφορμή της οποίας γαλουχήθηκαν τόσες γενεές γενεών, τόσα ελληνόπουλα, τόσοι χριστιανοί του μαρτυρικού και ηρωικού, ελληνορθόδοξου ετούτου τόπου: «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».
Ο Θεός μόνος Κύριος της ιστορίας του κόσμου
«Όσα βαθιά μες στο σκοτάδι κρύβονται, (ο Θεός) έξω στο φως τα βγάζει και φανερώνει εκείνα, που σε θανάτου ήσκιο κρύβονται. Έθνη σε πλάνη οδηγεί και σε καταστροφή και άλλα μεγαλώνει με καθοδήγησή του. Τη φρόνηση παίρνει λαών και ηγεμόνων κι αφήνει να πλανώνται σε δρόμους που δεν ξέρουν. Όχι σε φως, μα σε σκοτάδι θα προχωρούν ψηλαφητό σαν μεθυσμένοι, που εδώ κι εκεί παραπατώντας πάνε» (Ιώβ 12:22-25).
Πίσω λοιπόν από τα γεγονότα της ιστορίας στέκει ο Θεός. Και στα γεγονότα αυτά διακρίνει ο φωτισμένος νους του ανθρώπου τα σχέδια του Θεού, βάσει των οποίων κρίνει, κατακρίνει και τιμωρεί ή αμείβει τους ανθρώπους. Παρόλο όμως ότι προσεγγίζονται σε ένα βαθμό τα σχέδια του Θεού, δεν είναι εντούτοις δυνατόν να εισδύσει ο νους του ανθρώπου και στο βάθος τους και στον αριθμό και την έκτασή τους και επομένως στην πλήρη κατανόησή τους.
Ανάφερε ο Ιώβ πιο πάνω, ότι ο Θεός καθορίζει τις τύχες ισχυρών προσώπων, ηγεμόνων, αρχόντων, ιερέων, σοφών ρητόρων και άλλων αντίστοιχων εξεχόντων κοινωνικών παραγόντων. Ο Θεός καθορίζει επίσης και τις τύχες λαών και κοινωνιών. Η πρόοδος ή ο ξεπεσμός τους είναι έργο Θεού, αλλά φυσικά όχι αυθαίρετα, γιατί αρέσει τάχα στο Θεό «να βασανίζει» τους ανθρώπους, αλλά βάσει της δικαιοσύνης του, που με αυτήν έχει καθορίσει τους νόμους ζωής και συμπεριφοράς του ανθρώπου, ως ατόμου και ως ομάδος ατόμων, μικρών ή μεγάλων.
Επειδή όμως οι άνθρωποι ξεφεύγουν από το δρόμο του Θεού, τους αφαιρεί ο Θεός τη δυνατότητα να σκεφθούν σωστά και να εκτιμήσουν καταστάσεις, σχέδια και προοπτικές ορθές, με αποτέλεσμα να καταντούν, όπως τους αξίζει, σε διάλυση και καταστροφή…
Είναι χαρακτηριστικός ο τελευταίος στίχος 25, που περιγράφει λιτά αλλά πολύ χαρακτηριστικά την καταστροφή τόσο των κακών και αφρόνων αρχηγών και ηγεμόνων λαών όσο και των ανθρώπων τους οποίους αυτοί κυβερνούν. Όλοι καταντούν να ζουν υπό το κράτος της απελπισίας, της απογοητεύσεως, της ελλείψεως προοπτικής και ορθού προσανατολισμού στη ζωή. Μέσα στην αδυναμία και την απαισιοδοξία τους προχωρούν χωρίς φως σοφίας και πίστεως στο Θεό, παραπατώντας και προχωρώντας από αβεβαιότητα σε αβεβαιότητα, από το κακό στο χειρότερο, από το σφρίγος ζωής στον μαρασμό και τον θάνατο… Τι θλιβερό και ταυτόχρονα φοβερό και αποκαρδιωτικό κατάντημα!…
Θησαυρός των πιστών ο αιώνιος Θεός
Ο λόγος του Θεού βοηθάει την ψυχή μας σε συνειδητοποίηση της καταστάσεώς της και την οδηγεί στην ταπείνωση και τη συντριβή για την κατάπτωσή της και συνεπώς στη μετάνοια για ό,τι έχει διαπράξει αντίθετα προς το θέλημα του Κυρίου. Η μετάνοια πάλι οδηγεί τον άνθρωπο σε απελευθέρωσή του από τα πάθη του, και μάλιστα από την προσκόλληση στα γήινα και προσωρινά πράγματα του κόσμου ετούτου. Η απελευθέρωση από αυτά επαναφέρει στον άνθρωπο την καθαρά πνευματική θεώρηση του κόσμου και της εφήμερης ζωής σ’ αυτόν τον κόσμο και τη θεώρηση της πορείας στη γη αυτή ως πορείας «εκ της γης προς ουρανόν ». Ο πραγματικός του θησαυρός είναι τελικά ο ίδιος ο Κύριος […].
Και μόνον με αυτή την ένωση και κατάσταση στενότατης σχέσεως με τον Κύριο, που αντικαθιστά τους γήινους θησαυρούς με τους ουράνιους, που θησαυρός μας είναι μόνον ο Κύριος, είναι δυνατόν να υπερνικηθούν τα πάθη μας και όλες οι άτακτες ορμές και επιθυμίες μας.
Αποτέλεσμα δε αυτής της στροφής από τα γήινα στα ουράνια και από τα κτίσματα στον Κτίστη και Κύριο είναι η μόνιμη χαρά και εσωτερική ειρήνη, η πληρότητα και η ελευθερία, η βεβαιότητα και η ασφάλεια και όποια άλλη πνευματική κατάσταση και δωρεά.
Μια άλλη σπουδαία επενέργεια και ένας άλλος πολύ σημαντικός καρπός της μετάνοιας και επιστροφής στο Θεό είναι η αποτελεσματικότητα της προσευχής. Η προσευχή του πιστού θα γίνεται εισακουστή και η θεία βοήθεια θα είναι πάντα στη διάθεση του προσευχόμενου ανθρώπου, έστω κι αν ανθρωπίνως τα πράγματα φαίνονται αντίθετα. Η εισακουόμενη προσευχή είναι σημείο της ευδοκίας του Θεού…
Από το περιοδικό “Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 36 (2011), σελ. 57.
Κατά βάθος το ξέρουμε – το αναγνωρίζουμε τις σπάνιες εκείνες μέρες που δεν έχουμε απολύτως τίποτα να κάνουμε. Που απλά ξαπλώνουμε στα βότσαλα και τα χαϊδεύουμε με τα δάχτυλά μας ή που στεκόμαστε πίσω από το παγωμένο τζάμι, πίνοντας ένα ζεστό τσάι και κοιτάζοντας τα φωτάκια στο απέναντι μπαλκόνι.
Το νιώθουμε, τότε, πραγματικά, πως το πραγματικό μυστικό της ευτυχίας, βρίσκεται στο γνήσιο ενδιαφέρον που δείχνουμε στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας. Στο πώς μυρίζει το κεφάλι του παιδιού μας και στους σκληρούς κόμπους στα δάχτυλα του συντρόφου μας…
Το παρακάτω ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη το περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο – και πραγματικά αυτές τις μέρες που αποχαιρετούμε τον παλιό χρόνο και υποδεχόμαστε τον καινούριο, έχει περισσότερο νόημα από ποτέ να το διαβάσουμε…
Mπορώ να γίνω ευτυχισμένος με τα πιο απλά πράγματα
και με τα πιο μικρά..