Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Για να προσεγγίσουμε τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή θα πρέπει να κάνουμε αυτό που δεν ταιριάζει στις σύγχρονες συνθήκες της ζωής μας, αλλιώς κάθε αντίληψη προσπάθειας μέσα στη Σαρακοστή χάνει τελείως το νόημά της. Και για να επικεντρωθώ στο θέμα της λατρείας. Ο μεγάλος λειτουργιολόγος του 20ου αι. π. Αλέξανδρος Σμέμαν λέει, πως «δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για κείνους που στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής δεν αυξάνουν το χρόνο για παρακολούθηση και συμμετοχή στη Θεία Λατρεία… είναι ανάγκη να υπάρξει μια απόφαση, είναι ανάγκη να γίνει μια προσπάθεια, να υπάρξει μια σταθερή επιδίωξη».
Ενώ αρχικά η Παννυχίδα ετελείτο καθ’ όλες τις ημέρες του έτους, τη Μ. Τεσσαρακοστή και τη Μ. Εβδομάδα, ήδη από τον 10ο αιώνα η Παννυχίς- κατά τη μαρτυρία του τυπικού της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως- ετελείτο κυρίως κατά τις παραμονές των μεγάλων εορτών, κατά την Α΄ Εβδομάδα των Νηστειών και κατά τη Μ. Εβδομάδα.Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη σχέση Παννυχίδος και Μεγάλου Αποδείπνου, αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι, λίγο παλαιότερα το Μέγα Απόδειπνο ετελείτο και τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων,πράξη που διατηρείται ακόμα και σήμερα στο Άγιον Όρος και στις Σλαβικές Εκκλησίες. Σε πιο παλιά φάση το Μέγα Απόδειπνο ψαλλόταν και κατά τις Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθώς και κατά τις νηστείες των Χριστουγέννων και των αγίων Αποστόλων κατά τις ημέρες που ψάλλεται το «Αλληλούϊα».
Ας επιστρέψουμε όμως στις Παννυχίδες. Οι Παννυχίδες της Α΄ Εβδομάδος των Νηστειών είχαν κατανυκτικό χαρακτήρα και προεξήρχε σ’αυτές ο ίδιος ο Πατριάρχης. Από την ασματική αυτή παννυχίδα προέρχεται και η σειρά των πέντε ευαγγελικών περικοπών, τα λεγόμενα «ευαγγέλια της παννυχίδος», που διαβάζονται και σήμερα κατά τα Απόδειπνα της Α΄ Εβδομάδος των Νηστειών και διασώζονται στα Ευαγγελιστάριά μας.
Το Μέγα Απόδειπνο εντάσσεται στις ακολουθίες της νυκτός, που αποτελούσαν ένα σύμπλεγμα νυκτερινής προσευχής, μια Παννυχίδα, εντελώς διαφορετική απ’αυτήν που μόλις περιγράψαμε, στην οποία φέρεται η ορθρινή προσευχή ενωμένη με την εσπερινή. Η ακολουθία των «προνυκτίων», έτσι όπως τη συναντούμε σε χειρόγραφο του 12ου αιώνα της Μονής Λειμώνος, συμπίπτει σε γενικές γραμμές με τη σημερινή ακολουθία του μεγάλου αποδείπνου, εκτός από κάποια τροπάρια και ευχές. Είναι αξιοσημείωτο και ιδιαίτερα σημαντικό, νομίζω, ότι το περίφημο τροπάριο του Μεγάλου Αποδείπνου «Κύριε των δυνάμεων μεθ’ημών γενού…» είναι το εφύμνιο του ψαλμού 150 που είναι ένας από τους ψαλμούς των Αίνων του Όρθρου, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη για κοινά στοιχεία των ακολουθιών του μοναχικού τυπικού, αλλά μαρτυρεί και την ύπαρξη της παλαιότατης παννυχίδος που ένωνε εσπερινή και ορθρινή προσευχή.
Κανόνες Αποδείπνων
Αυτό, όμως, που είναι άξιο ειδικής μνείας είναι ότι σύμφωνα με το τυπικό «από της Κυριακής της Ορθοδοξίας εσπέρας μέχρι της Πέμπτης προ του Λαζάρου εσπέρας, καθ’ εκάστην εις τα απόδειπνα, ψάλλομεν τον κανόνα του Θεοτοκαρίου, και συν αυτώ ψάλλεται και ανά εις κανών του Μηναίου οι από του Σαββάτου του Λαζάρου μέχρι της Κυριακής του Αντιπάσχα συμπίπτοντες» (Βλ. Τυπικόν Γ. Ρήγα, σ. 768). Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία δεν παραλείπει τίποτε. Προνοεί για την περίπτωση που καταλιμπάνεται το Μηναίον, δηλαδή κατά τη Μ. Εβδομάδα και τη Διακαινήσιμο, έτσι ώστε να ψαλούν στα απόδειπνα και να μην παραληφθούν οι κανόνες των αγίων, των οποίων η μνήμη θα συμπέσει την περίοδο αυτή. Έτσι ο κανόνας είναι ένα αδιάσπαστο στοιχείο της ακολουθίας του Μεγάλου Αποδείπνου, που βέβαια σήμερα ψάλλεται ανελλιπώς και καθημερινώς μόνο στα μοναστήρια.
Οι Ύμνοι του Μεγάλου Αποδείπνου
– Το «Μεθ’ ημών ο Θεός» είναι ένα ανθολόγημα στίχων, από το βιβλίο του Ησαΐα, όπου επαναλαμβάνεται ως επωδός το ακροστίχιο του πρώτου στίχου, το «Ότι μεθ’ ημών ο Θεός». Με βάση αυτόν τον ύμνο, που εντάσσεται από τους ερευνητές στην πρώτη περίοδο της υμνογραφίας, δηλαδή στους τέσσερεις πρώτους αιώνες, μπορεί κανείς να αντιληφθεί πώς διεξαγόταν η λεγόμενη «καθ’υπακοήν» ψαλμωδία, η οποία έδινε την άνεση για τη συμμετοχή του εκκλησιάσματος στα ψαλλόμενα (εδώ ο λαός επαναλάμβανε το εφύμνιο «Ότι μεθ’ ημών ο Θεός»).
– «Η ασώματος φύσις». Πρόκειται για αρχαίο ύμνο σε στίχους ενδεκασύλλαβους, που τον συναντούμε σε πάπυρο του 6ου αιώνος και υπήρχε και στην αρχαία Παννυχίδα. Θα μού επιτρέψετε εδώ μια μικρή παρένθεση με αφορμή το σημαντικότατο γεγονός ότι οι ύμνοι της Εκκλησίας εμπεριέχουν όλες τις μορφές της αρχαίας γλώσσας και μετρικής (όπως π.χ. στον ύμνο αυτό οι ενδεκασύλλαβοι στίχοι). “Η Εκκλησία αξιοποιεί γόνιμα τη δουλειά των αρχαίων, και σ’ αυτήν επιβιώνουν ζωντανά οι κατακτήσεις και επιτεύξεις τους. Μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία ο αρχαίος πολιτισμός επιβιοί και θάλλει μεταμορφωμένος”, όπως αναφέρει ευστοχώτατα ένα κείμενο της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους για την Παιδεία του Γένους μας (σ. 55).
– «Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε…»: Σύντομες επικλήσεις που ψάλλονται αντιφωνικά. Η Παναγία προηγείται των αγγέλων ως ασυγκρίτως ενδοξοτέρα και τιμιωτέρα. Μετά τους Αγγέλους οι πιστοί επικαλούνται τον τίμιο Πρόδρομο, τους Αποστόλους, τους Οσίους και Διδασκάλους της οικουμένης, την ακατάλυτο δύναμη του Σταυρού. Ο μικρός αυτός ύμνος δηλώνει την ιστορική συνέχεια του μυστηρίου της Θείας οικονομίας μετά την έλευση της Χάριτος.
– Τα τροπάρια «Ως φοβερά η κρίσις σου Κύριε…», που ψάλλονται στο Μέγα Απόδειπνο την Τρίτη και την Πέμπτη, ανάγονται στον 6ο αιώνα ενώ τα κατανυκτικά τροπάρια «Ελέησον ημάς…» αποδίδονται στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό (7ος – 8ος αι.). Τα τροπάρια αυτά ψάλλονται σε ήχο πλ. β΄ αλλά, όπως σημειώνεται σε κάποια χειρόγραφα, «χύδην», δηλαδή μ’ ένα υποτυπώδες μέλος όπως μάς έχει διασωθεί από την προφορική παράδοση. Η παρατήρηση του αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης είναι καίρια: «Και αι καθολικαί εκκλησίαι πάσαι ανά την οικουμένην απαρχής ταύτης ετέλουν μελωδικώς, μηδέν χωρίς λέγουσαι μέλους». Τίποτε στις ακολουθίες μας δεν διαβάζεται ξηρά και με στόμφο ή επιτήδευση. Πρέπει να υφέρπει πάντοτε, ακόμα και στα αναγνώσματα, ένα υποτυπώδες μέλος.
– Η Δοξολογία «Δόξα εν υψίστοις Θεώ», που είναι ένας από τους αρχαιότερους ύμνους της Εκκλησίας-μεγάλο μέρος της χρονολογείται τον 4ον αιώνα- στο Απόδειπνο δεν ψάλλεται, απλώς διαβάζεται. Κι αυτό διότι η μελισματική απόδοσή της αποτελεί έκφραση και σύμβολο του πανηγυρικού χαρακτήρα μιας εορτής, ενώ ο χαρακτήρας της ακολουθίας του αποδείπνου είναι εντελώς διαφορετικός.
– Θεοτοκία ψαλλόμενα στο Μέγα Απόδειπνο, στον αρχαιοπρεπή ήχο β’: “Παναγία Θεοτόκε, τον χρόνον της ζωής μου…” και “Την πάσαν ελπίδα μου…”.
Το Τριώδιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αλυσίδα λειτουργικών ευκαιριών που μάς προσφέρει η Εκκλησία συνεχώς και αδιαλείπτως. Μια λειτουργική τράπεζα, στην οποία μέρα και νύχτα υπάρχουν παρατεθειμένα εδέσματα πνευματικής ευτυχίας. Η Σοφία του Θεού «έσφαξε τα εαυτής θύματα, εκέρασεν εις κρατήρα τον εαυτής οίνον και ητοιμάσατο την εαυτής τράπεζαν, συγκαλούσα μετά υψηλού κηρύγματος επί κρατήρα» τους δούλους αυτής. Όλους εμάς. «Το Θαύμα της εκκλησιαστικής ποίησης, η ακρότατη ευγένεια του βυζαντινού μέλους, το ρίγος από τις μνήμες της αυτοκρατορικής αρχοντιάς των Ελλήνων- όλα συντονισμένα στην αποκαλυπτική εμπειρική ψηλάφηση της εκκλησιαστικής ελπίδας για την όντως ύπαρξη και ζωή» (Χρ. Γιανναράς, Καθημερινή 17/3/96).
Το Μέγα Απόδειπνο που διακρίνεται για τον ιδιαίτερα προσωπικό τόνο στην επικοινωνία Θεού και ανθρώπου αμαρτωλού και μετανοούντος, μάς ωθεί προς την τέλεια πνευματική λειτουργική Τεσσαρακοστή, όπως την ορίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «…ούτε νηστεία, ούτε ψαλμωδία, ούτε προσευχή σώζειν ημάς καθ’ εαυτά δύνανται, αλλά το ενώπιον εκτελείσθαι ταύτα του Θεού… Ενώπιον δε ταύτα γίνεται Θεού, όταν ατενώς η διάνοια εκείνω ενορά και δια το προς αυτόν οράν και νηστεύη και ψάλλη και προσεύχηται».