Λατρευτικές αλλαγές. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να γίνει η θεωρία πράξη. Μια απόπειρα ψυχολογικής διερεύνησης
Related Posts

Η εκρηκτικότητα της απλότητας!
*Ένα καταπληκτικό κείμενο, που αξίζει να το διαβάσετε! Άνθρωποι καθημερινοί και γνήσιοι που ζούνε ανάμεσα μας και που τους έχει τόσο ανάγκη αυτή η κοινωνία…
~ Σηκώθηκε κι εκείνο το πρωί, πλύθηκε και άναψε το μικρό καντηλάκι στο δωμάτιό του. Έκανε μια καρδιακή προσευχή και πήρε την τσάντα του κι έφυγε για το Πανεπιστήμιο. Ο καιρός είχε γλυκάνει. Δεν έβρεχε πια. Έτσι, δεν πήρε το λεωφορείο, αλλά αποφάσισε να περπατήσει μέχρι τη σχολή του.
Έβγαλε το mp3 του και φόρεσε τα ακουστικά. Έβαλε τους χαιρετισμούς της Παναγίας και για 12 περίπου λεπτά, προσευχόταν περπατώντας. Άπειροι άνθρωποι πέρασαν δίπλα του. Δεν τον κατάλαβε κανείς. Όμως, εκείνος αθόρυβα και μυστικά κυνηγούσε τον Θεό…
Φτάνοντας στη σχολή, πήγε στο κυλικείο για να πιει με την παρέα του τον καθιερωμένο καφέ. Πρόσχαρος καθώς ήταν και χαμογελαστός, πολλές φοιτήτριες και πολλοί φοιτητές τον ήθελαν κοντά τους. Είπαν τα ανέκδοτά τους, μίλησαν για τα χτεσινά νέα και ανέβηκαν για τις παρακολουθήσεις. Οχτώ μέχρι δύο το μεσημέρι. Πήγαν μετά στη λέσχη, έφαγαν και αποχαιρετίστηκαν.
Δεν είχε άλλο μάθημα εκείνη τη μέρα και γύρισε στο σπίτι του. Σε όλη τη διαδρομή, το χέρι του μέσα στην τσέπη του παντελονιού. Αν πρόσεχες καλύτερα, θα καταλάβαινες ότι είχε ένα οχταράκι κομποσκοινάκι και έλεγε συνέχεια την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησέ με». Ζούσε το Χριστό την κάθε στιγμή της μέρας χωρίς να αποκόπτεται απ’τους γύρω του. Αν τον ήξερες λίγο πιο καλά, θα παρατηρούσες τη ματιά του να πετάει και να αρμενίζει σ’άλλους ουρανούς…
Το απόγευμα μου είπε:
– Τι λες; Θες να πάμε καμιά βόλτα; Να περάσουμε λίγο και απ’τον Εσπερινό και μετά να πάμε προς το πάρκο;
Εννοείται πως δέχτηκα. Ήταν τόσο απλός και τόσο προσηνής άνθρωπος που χαιρόσουν την παρουσία του. Σου μετέδιδε αυτή την χαρά του… (Λένε πως αυτό που έχεις στην καρδιά σου επηρεάζει και τους άλλους…)
Όσο κάναμε βόλτα, βροχή τα τηλεφωνήματα και τα μηνύματα στο κινητό του. Τον παρακαλούσαν: Πότε θα βρεθούμε, πότε θα βγούμε. Άλλους τους έστελνε σημειώσεις, άλλους τους βοηθούσε στις εργασίες. Μάλιστα, θυμάμαι ότι πήγαινε τακτικά και έκανε τα ψώνια για 2 ηλικιωμένα ζευγάρια.
Ήταν ο άνθρωπος-χαμόγελο! Η ζωή του ήταν εκρηκτικά απλή και ταυτόχρονα τόσο ενδιαφέρουσα. Απορούσα πώς μπορούσε ακόμα και στις πιο μεγάλες αδικίες ή προβλήματα να είναι τόσο ειρηνικός. Η αίσθηση του υπερφυσικού που ζούσε βαθιά μέσα του με συγκινούσε και μ’έκανε να αποδέχομαι την ευλογία της παρουσίας του. Το απόλυτου του μηδενισμού που οι επιφανειακοί άνθρωποι γύρω του προπαγάνδιζαν δε μπορούσε να σβήσει αυτή την υπέροχη φλόγα της θεϊκά ερωτευμένης καρδιάς του.
Το βράδυ επέστρεφε σπίτι του για να κάνει τις δουλειές του, να ξαναδιαβάσει λίγο. Και πριν ο ύπνος της νύχτας σφαλίσει τα βλέφαρά του, εκείνος θα έστελνε την προσευχή του, σαν ευωδιαστό θυμίαμα, στο θρόνο του Θεού…
Αυτός ο φίλος μου αποτελεί για μένα σταθμό ζωής. Μέσα στην πολύβουη και αποπνικτική καθημερινότητα, ένα τόσο αόρατο, γλυκό και καταπληκτικό πρότυπο ζωής. Έστω και αν τώρα, αρκετά χρόνια μετά, δε μπορώ να τον βλέπω συνέχεια, αφού είναι μοναχός σε μοναστήρι μακρινό. Τον νιώθω, όμως, να με στηρίζει. Η ομπρέλα της προσευχής του σαν ασπίδα στις δικές μου πρωτόγνωρες δυσκολίες. Ή προτροπή μετάνοιας στην ανατριχίλα της αμαρτίας μου.
Στο τραίνο της ζωής μας πάντα ο Θεός έστελνε και στέλνει ανθρώπους γνήσιους. Ψυχές ανέγγιχτες απ’τον ακαθόριστο ολοκληρωτισμό του υλισμού. Ας προσευχόμαστε μονάχα να τους αναγνωρίζουμε. Γιατί η παρουσία τους είναι τόσο αθόρυβη…

Ο Ζητιάνος…Επίσκοπος!
Ήρθαν νέα στο χωριό ότι θα έρθει ο επίσκοπος. Αποφάσισαν να τον υποδεχτούν με δόξα και τιμή. Όταν επιτέλους έφτασε η αναμενόμενη μέρα, πήγε ο διάκονος στο σταθμό να τον παραλάβει. Οι επιβάτες που κατέβηκαν από το τρένο δεν ήταν πολλοί. Από το πρώτο βαγόνι κατέβηκε ένας γέροντας με πολύ απλά ρούχα. Στάθηκε λίγο στην πλατφόρμα και περίμενε αλλά δεν πλησίασε κανένας…
Έτσι ρώτησε έναν περαστικό πως να πάει στο χωριό. Είχε περπατήσει κανένα μισάωρο όταν άκουσε κάποιο θόρυβο…γύρισε πίσω και είδε μια αμαξα με άλογα που τα οδηγούσε ένας νέος. -Επιτέλους βοήθεια, θα με πάρει, σκέφτηκε ο γέρος και του κούνησε το χέρι για να τον πάρει…
-Τι θέλεις γέρο; Τον ρωτάει ο νέος.
-Πάρε με στο χωριό σε παρακαλώ. Τού ζήτησε ο γέρος
– Δεν είναι μακριά, να περπατήσεις. Απάντησε ο νέος.
-Ευχαριστώ! Μουρμούρισε ο γέρος και συνέχισε τον δρόμο. Γύρισε ο διακονος στην εκκλησία και είπε οτι δεν ήρθε ο επίσκοπος.
– Μάλλον του έτυχε κάτι…είπαν.
-Το βραδάκι επιτέλους έφτασε ο γέρος στο χωριό. Είδε ενα πηγάδι με σκέπη και έκατσε να ξεκουραστεί κάτω από την σκεπή του πηγάδιού όπου και αποκοιμήθηκε. Το πρωί τον ξύπνησαν γυναίκες που ήρθαν να πάρουν νερό. Τις ρώτησε λοιπόν που μένουν οι χριστιανοί…
– Εδώ όλοι είναι χριστιανοί. Ηταν απάντηση. Πάει ο γέροντας στο χωριό να ζητήσει ελεημοσύνη, κάποιος του έδωσε πατάτες, κάποιος ξερό ψωμί. Αυτός όμως πάνω σε κάθε ελεημοσύνη έγραφε το όνομά αυτού που του το έδινε και το φύλαγε. Το βράδυ ο γέρο-ζητιάνος την πέρασε σε μια γωνιά τού ναού.
Όταν τελειώσε η λειτουργία ο ιερέας ευχαρίστησε τον Θεό για όλα. Τον ευχαρίστησε και ο γέρο-ζητιάνος.
-Φεύγοντας ο κόσμος του έλεγε «Ο Θεος να σε Ελεησει». Ο ναός έκλεισε και ο γέρος πήγε πάλι στο πηγάδι για να κοιμηθεί. Αυτό συνεχίστηκε για δύο μέρες. Την τρίτη μέρα όταν μαζεύτηκε πάλι ο κόσμος στην εκκλησία, πριν ξεκινήσει η λειτουργία βγήκε ο γέρο-ζητιάνος μπροστά και έβγαλε τα φαγητά που είχε μαζέψει αυτές τις μέρες. Όταν το είδε αυτό ο διακονος πήγε να βάλει τάξη… Ο γέρο-ζητιάνος όμως με πολύ ισχυρή και δυνατή φωνή είπε:
– Σήμερα εγώ θα λειτουργήσω! Είμαι ο Επίσκοπος που περιμένατε…
Έπεσε μία απόκοσμη σιωπή…
Ο επίσκοπος συνέχισε… σήμερα θα συζητήσουμε το θέμα, «Μοιράσου το ψωμί σου με τους φτωχούς»
Σηκώσε το ξεραμενο ψωμάκι, είπε το όνομα αυτού που του το έδωσε και ρώτησε:
– Μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει με αυτό; Δείτε το αδέλφια! Ο άνθρωπος πού του το έδωσε ήταν πλούσιος και κοκκινισε από την ντροπή του…και έτσι συνεχίσε μέχρι να βγάλει και το τελευταίο φαγητό το οποίο ηταν πολύ καλό και του το είχαν προσφέρει δυο οικογένειες πολυτέκνων.
Ήταν η πρώτη φορά πού οι πλούσιοι ήθελαν να είναι στην θέση των φτωχών…μερικοί προσπάθησαν να δίκαιολογηθουν: τα’χα ότι είναι η ανθρώπινη φύση… Οι πράξεις των τελευταίων όμως τους συγκίνησε όλους τόσο πολύ που δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυα τούς.
– Δεν πειράζει, είπε ο επίσκοπος συγκινημένος, ξεχνώντας τα όλα. -Χαίρομαι που ο Θεός σας ξύπνησε στο τέλος. О ηγούμενος απευθύνθηκε στον Επίσκοπο. -Μα που κοιμόσασταν τις νύχτες; -Στον αδελφό μου, αποκρίθηκε ο ηγούμενος
– Και ποιος είναι αυτός?
-Το πηγάδι, πού με φιλοξένησε κάτω από την σκεπή του…και έγινε ο αδελφός Μου.
Τον ερχομό του επισκόπου δεν τον ξέχασαν πότε στο χωριό. Ξεχνιούνται τέτοια πράγματα;