Related Posts

Μην κουραστείς να προσεύχεσαι
Πνευματικό τέκνο του αγίου Πορφυρίου έγραψε: «Ο Γέροντας με συμβούλευε να αντιμετωπίζω όλα τα προβλήματά μου με την προσευχή, μέχρι τη λύση τους.
Μου έλεγε: “Να προσεύχεσαι χωρίς αγωνία, ήρεμα, με εμπιστοσύνη στην αγάπη και στην Πρόνοια του Θεού. Μην κουραστείς να προσεύχεσαι”. Μου ζητούσε να προσεύχομαι και για να του χαρίζει ο Θεός υπομονή στις ασθένειές του, που τον έκαναν να υποφέρει πολύ» (Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στον Γέροντα Πορφύριο, Ι.Ησυχ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος).
Η προσευχή για τον μεγάλο άγιο Πορφύριο τον καυσοκαλυβίτη δεν ήταν ένα τυπικό καθήκον κάποιων στιγμών της ημέρας. Ήταν γι’ αυτόν κυριολεκτικά θέμα ζωής ή θανάτου – ζούσε με την προσευχή και από την προσευχή.
Ό,τι σημείωνε ο μέγας Πατήρ της Εκκλησίας Γρηγόριος ο Θεολόγος: «μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον», πρέπει να μνημονεύουμε τον Θεό περισσότερο και από όσο αναπνέουμε, αυτό συνιστούσε έντονο βίωμα για τον άγιο της εποχής μας, γεγονός που τον ανέβαζε στο επίπεδο της αιωνιότητας ήδη από τη ζωή αυτή. Και πώς θα μπορούσε να συνέβαινε αλλιώς, αφού η προσευχή για τον πιστό άνθρωπο, πολύ περισσότερο για τον άγιο, τον κατεξοχήν πιστό, αποτελεί την πιο απτή έκφραση της σχέσεώς του με τον Θεό, πράγματι το σημείο ότι ανταποκρίνεται εν αγάπη προς την πλημμύρα της Αγάπης Εκείνου απέναντί του!
Για τον άνθρωπο του Θεού με άλλα λόγια ο Θεός δεν είναι Κάποιος ή Κάτι που απλώς υφίσταται και υπέρκειται όλων των δημιουργημάτων, αλλά η πηγή της Ζωής και του Είναι, «ο Ων» κατά την αποκάλυψή Του στον μέγα Μωυσή, που σημαίνει ότι χωρίς Αυτόν ζωή δεν υφίσταται, ιδίως για τον άνθρωπο τον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργημένο.
Ο άνθρωπος χωρίς Θεό δεν μπορεί να ζήσει. Κι αν ζει διαγράφοντας τον Θεό η ζωή του είναι μία μη ζωή, μία ζωή εν θανάτω, όπως το απεκάλυψε ο Κύριος στην παραβολή του ασώτου: «ο γιος μου ο άσωτος ήταν χαμένος και νεκρός»!
Για τον άγιο Πορφύριο λοιπόν και όχι μόνο, η προσευχή ήταν ο ρυθμός της ζωής του, ανέπνεε τον Χριστό, γιατί ζούσε το Πνεύμα του Θεού μέσα του που τον έκανε να κράζει «αββά, ο Πατήρ»!
Κι όλα αυτά γιατί είχε πλήρη συνείδηση ότι από την ώρα που βαπτίστηκε εν Χριστώ έγινε μέλος Εκείνου, ντύθηκε Εκείνον, με αποτέλεσμα τελικώς ο Χριστός να δρα και να ενεργεί μέσω εκείνου – κάθε λόγος και ενέργειά του ήταν ουσιαστικά μία προσευχή. Πώς λοιπόν να μην προτείνει ο άγιος την προσευχή ως μέσο αντιμετωπίσεως όλων των προβλημάτων;
Αν ο ψαλμωδός ήδη από την Παλαιά Διαθήκη βοά «γνώρισέ μου, Κύριε, τον δρόμο που πρέπει να πορευτώ, γιατί σε Σένα ύψωσα τα μάτια της ψυχής μου», πόσο περισσότερο μπορεί και πρέπει να ομολογεί κάτι τέτοιο ο μετά Χριστόν πιστός άνθρωπος, ο οποίος προεκτείνει Εκείνον στη ζωή του, όπως το κλήμα το αμπέλι;
Προβλήματα έτσι κι αλλιώς υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο όπου γης και διαχρονικά – άνθρωπος χωρίς προβλήματα δεν υπάρχει: είναι το τίμημα της πεσμένης στην αμαρτία φύσεως. Αλλά για τον χριστιανό υπάρχει η μεγαλύτερη δύναμη υπερβάσεως των προβλημάτων κι αυτή είναι η προσευχή ως αναφορά σ’ Εκείνον που τον έχει περιλάβει στη δική Του ύπαρξη – τα προβλήματά του συνιστούν πια προβλήματα και του Κυρίου.
Η αγάπη και το ενδιαφέρον του Χριστού είναι παραπάνω από δεδομένα: η Πρόνοιά Του που αγκαλιάζει και το παραμικρότερο χορταράκι του αγρού πολλαπλασίως εκτείνεται σ’ εκείνον που είναι μέλος Του και έλλογο δημιούργημά Του.
Οπότε σε κάθε πρόβλημα η λύση είναι η προσευχή στον Κύριο, ο Οποίος δίνει αμέσως και την απάντηση. Απλώς η απάντησή Του συχνά δεν είναι η εξάλειψη του προβλήματος, αλλά η υπομονή για την αντιμετώπισή του.
Κι αυτό γιατί Εκείνος ως παντογνώστης και πανάγαθος και Ευεργέτης μας γνωρίζει ότι τις περισσότερες φορές τα προβλήματα λειτουργούν για το καλό μας, με την έννοια ότι μας θυμίζουν την παρουσία Του και μας ασκούν στη σωτήρια αρετή της υπομονής. «Εν τη υπομονή κτήσασθε τας ψυχάς υμών», κερδίστε τις ψυχές σας με την υπομονή.
Ο μέγας Πορφύριος λοιπόν συμβούλευε ό,τι υπαγόρευε η χριστιανική πίστη, η οποία αποτελούσε και το δικό του βίωμα. Αλλά συμπλήρωνε και δύο ακόμη πράγματα. Βεβαίως η προσευχή πρέπει να γίνεται με εμπιστοσύνη στην αγάπη και την Πρόνοια του Θεού, αλλά γι’ αυτό ακριβώς να γίνεται «χωρίς αγωνία, ήρεμα» και χωρίς να πει κανείς ότι κουράστηκε.
Κι είναι ευνόητο: η αγωνία και η νευρικότητα φανερώνουν ολιγοπιστία και «θεληματάρικη» διάθεση. Κρύβουν δηλαδή μεγάλο εγωισμό που δεν ανέχεται την παδαγωγία του Κυρίου – τώρα θέλω τη λύση των προβλημάτων μου και τον Θεό Τον αντιμετωπίζω εντελώς «χρηστικά». Δεν είναι τυχαίο ότι η έλλειψη της υπομονής θεωρείται από όλους τους αγίους Πατέρες μας ως το κατεξοχήν σύμπτωμα της δαιμονικής υπερηφάνειας, η οποία δεν ανέχεται τίποτε άλλο πέρα από τη δική της κυριαρχία και επιβολή.
Κι ακόμη, προσευχή αδιάκοπη, με επιμονή, χωρίς κούραση. Αυτό δεν έδωσε εντολή ο Ίδιος ο Κύριος; «Δει πάντοτε προσεύχεσθαι και μη εκκακείν», πρέπει πάντοτε να προσευχόμαστε και να μη δυσανασχετούμε. Κι ο απόστολός Του ο μέγας Παύλος το ίδιο δεν πρότεινε; «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Και πώς αλλιώς; Αν αγαπάς κάποιον, δεν είναι χαρά σου να βρίσκεσαι αδιάκοπα κοντά του;
Η κατάληξη όμως του λόγου του αγίου στο πνευματικό τέκνο του: να προσεύχεται και για εκείνον να του δίνει ο Θεός υπομονή, προσθέτει και μία άλλη διάσταση εξαιρετικά σημαντική: αφενός το πόσο και ο ίδιος υπέφερε από την πληθώρα των προβλημάτων υγείας που είχε, αφετέρου το πόσο ταπεινός ήταν και πόσο σπουδαίο εκκλησιολογικό φρόνημα είχε.
Αντιμετώπιζε τον κάθε συνάνθρωπό του, ιδίως τον πιστό χριστιανό, ως ίσο με αυτόν, ώστε να του ζητάει και τις δικές του προσευχές, ως να μην είχε τεράστια παρρησία ενώπιον του Κυρίου! Κι από την άλλη: όλοι γνωρίζουν ότι ήταν γεμάτος από αρρώστιες, δύσκολες και ανίατες, για τις οποίες όμως δεν ζητούσε την ίασή τους από τον Κύριο. Ζητούσε όμως τη δύναμη της υπομονής για να τις αντέχει. Πόσο ανθρώπινος ο άγιος, πόσο προσγειωμένος, πόσο ρεαλιστής. Πόσο πράγματι άγιος!

Η Θεία Πρόνοια και οι καταιγίδες της ζωής
Οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν λένε ὅτι ὁ κόσμος ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, ἐννοοῦν κάτι πολὺ δυσάρεστο καὶ ἐπικίνδυνο. Βλέπουν ὅτι ἔχει χαθεῖ πιὰ τὸ πνευματικό τους στήριγμα καὶ ψάχνουν νὰ βροῦν ἄλλο.
Στὴν ἀρχὴ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐπιθυμοῦν τὴ στήριξη τῶν γνωστῶν τους. Ὑπερήφανοι καθὼς εἶναι, νομίζουν ὅτι ὅλα ὅσα παρουσιάζονται στὴ ζωὴ τους μποροῦν μόνοι τους νὰ τὰ ἀντιμετωπίζουν, γιατί ἔχουν γνώσεις καὶ χαρίσματα καὶ πάντα θὰ ἀναδεικνύονται νικητές. Ζοῦν μὲ αὐτὴ τὴν ψευδαίσθηση.
Ὅταν ὅμως συννεφιάζει ὁ οὐρανὸς καὶ προμηνύονται καταιγίδες καὶ κεραυνοί, ἀρχίζουν νὰ ἀνησυχοῦν καὶ… νὰ αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη κάποιος νὰ τοὺς συμπαρασταθεῖ. Ποῦ νὰ τὸν βροῦν ὅμως; Μέχρι χθὲς δὲν ἤθελαν τὴν παρουσία καὶ τὴ βοήθεια κανενός. Τώρα ὅμως ψάχνουν καὶ δὲν βρίσκουν. Ἀλλὰ καὶ ὅταν κάποιοι φανοῦν πρόθυμοι νὰ τοὺς βοηθήσουν, δὲν ἔχουν καλὲς προθέσεις. Κάπου στοχεύουν. Τὸ πιθανότερο εἶναι ἡ κρυφὴ ἐπιθυμία νὰ τοὺς ἐκμεταλλευθοῦν μὲ πολλοὺς καὶ ποικίλους τρόπους. Τελικά, οἱ ἐμπερίστατοι αὐτοὶ ἄνθρωποι δὲν βρίσκουν οὐσιαστικὴ βοήθεια. Αὐτὸ ποὺ ἔχουν ἀνάγκη δὲν εἶναι ἡ ἀνθρώπινη βοήθεια, ἀλλὰ ἡ ἐκ Θεοῦ βοήθεια, τὴν ὁποία ὅμως δὲν ἔχουν σκεφθεῖ ποτέ. Δυστυχῶς οἱ σκέψεις τους εἶναι παράλογες, ἀνεδαφικὲς καὶ ἀναποτελεσματικές.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς χρησιμοποιεῖ ἕνα παράδειγμα, γιὰ νὰ περιγράψει τὴν τραγικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ζεῖ χωρὶς Θεό: «Ὅταν ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο, τότε αὐτὸς συνήθως στηρίζεται στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὸν ἑαυτό του. Γιατί σὲ ποιὸν ἄλλον μπορεῖ νὰ στηριχθεῖ, ἀφοῦ ξέδεσε τὴ βάρκα του ἀπὸ τὸ πλοῖο τοῦ Θεοῦ; Καὶ ἀφοῦ ἔλυσε τὸ σκοινὶ τῆς βάρκας του ἀπὸ τὸ πλοῖο τοῦ Θεοῦ, δὲν τοῦ ἀπομένει τίποτα ἄλλο παρὰ νὰ ἐμπιστευθεῖ τὴ βαρκούλα του στὸν ἑαυτό του ἢ στὶς βάρκες τῶν γειτόνων του. Ἡ ἐλπίδα του βέβαια τότε εἶναι μικρή, ἀλλὰ δὲν ἔχει καὶ ἄλλη λύση! Στέκεται πάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τῆς καταστροφῆς του, ἀλλὰ δὲν ἔχει ἄλλη λύση».
Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει καὶ στηρίζεται στὸ Θεό. Μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπίζει τίς καταιγίδες τῆς ζωῆς, χωρὶς νὰ πνίγεται στὴν ἀγωνία καὶ χωρίς νὰ ἀπογοητεύεται. Ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς συνανθρώπους του δὲν περιμένει τίποτα τὸ θετικὸ καὶ σίγουρο. Ὁ οὐράνιος Πατέρας ὅμως τοῦ στέλνει πολλὲς φορὲς τοὺς ἐναρέτους ἀνθρώπους του, οἱ ὁποῖοι ἐκδηλώνουν πρὸς αὐτὸν τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη τους καὶ κάνουν μαζὶ τὰ δύσκολα εὔκολα, τὰ δυσάρεστα εὐχάριστα καὶ ἀπὸ κοινοῦ εὐχαριστοῦν καὶ εὐγνωμονοῦν τὸ Θεό.
Ὁ συνειδητὸς χριστιανὸς ἔχει ἐμπιστοσύνη στὴ θεία πρόνοια καὶ ποτὲ δὲν ἀπελπίζεται. Γνωρίζει ὅτι ὁ Κύριος εἶναι προνοητικὸς καὶ «ὅταν ἐπιτρέψει νὰ κορυφωθοῦν τὰ δεινά, τότε πάλι, ἀφοῦ σταματήσει τὴν τρικυμία, ξαναφέρνει τὴ γαλήνη καὶ τὴ μεγάλη μεταβολὴ στὰ πράγματα, διδάσκοντας σὲ μᾶς τὸ μέγεθος τῆς δύναμής του», ὅπως διευκρινίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Ἡ θεία πρόνοια βρίσκει διέξοδο ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχουν ἀδιέξοδα καὶ χαρίζει ἀσφάλεια καὶ χαρά, «ὅπως ἀκριβῶς τὸ ποτάμι διακλαδιζόμενο σὲ ἀμέτρητα μέρη, ποτίζει τὴν ἐκτεταμένη γῆ πάνω στὴν ὁποία ἁπλώνεται, ἔτσι ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ παντοῦ ξεχύνεται, σκορπίζεται μὲ ἀφθονία, ἔρχεται μὲ ὁρμὴ καὶ ὅλα τὰ γεμίζει. Δὲν χαρίζει μόνον ἀσφάλεια, ἀλλὰ καὶ ἀποτελεσματικὴ βοήθεια καὶ πνευματικὴ χαρά», μᾶς διαβεβαιώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης καὶ μᾶς συμβουλεύει νὰ μὴ φροντίζουμε μὲ ἀγωνία γιὰ τὰ δικά μας θέματα, ἀλλὰ νὰ τὰ ἀφήνουμε στὸ Θεό. Γιατί ἂν φροντίζουμε ἐμεῖς, φροντίζουμε σὰν ἄνθρωποι, ἂν ὅμως προνοήσει ὁ Θεός, προνοεῖ σὰν Θεός.
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση