Που ξέρω ν’ ανακαλύπτω τα κρυμμένα πετροράδικα στις κρυψώνες τους.
Που δε με νοιάζει να με θυμούνται.
Πάει χαμένος ο ζήλος και πηγαίνουν χαμένοι οι κόποι και οι θυσίες, που κάνει κανείς μ’ έναν ζήλο «ου κατ’ επίγνωσιν». Το θέμα δεν είναι μόνο να είναι δραστήριος κανείς και να κάνει τα όποια πράγματα. Το θέμα είναι να ενεργεί κατά Θεόν, κατά το θέλημα του Θεού, κατά τις εντολές του Θεού, να ενεργεί εμπνεόμενος από τον Θεό.
Θυμηθείτε αυτό που είπαμε, και που βγαίνει πάλι μέσα από τα λόγια του Κυρίου, μέσα από το Ευαγγέλιό Του, ότι και το πιο καλό πράγμα να κάνει κανείς, άμα δεν είναι κατά το θέλημα του Θεού, είναι ζήλος «ου κατ’ επίγνωσιν». Δεν ευσταθεί αυτό που νομίζουμε ότι, εφόσον αυτό που κάνουμε είναι κάτι καλό, επομένως γίνεται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
Δεν είναι έτσι. Αλλιώς, δεν θα έλεγε ο Χριστός: «Ου ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός» (Ιω. 6:38). Είναι ποτέ δυνατόν ο Χριστός ως άνθρωπος να έκανε κάτι μη καλό; Όπως και κατά την προσευχή του στον κήπο της Γεθσημανή το θέλημά του το ανθρώπινο είναι να μη θανατωθεί, να μη σταυρωθεί, να μην πεθάνει. Και ήταν το ιερότερο πράγμα που θα μπορούσε να ζητήσει ένας άνθρωπος αναμάρτητος όπως ο Χριστός, που και ως άνθρωπος ήταν αναμάρτητος. Ένας αμαρτωλός άνετα θα μπορούσε να πει: «Τέτοιος που είμαι, αυτό μου αξίζει». Όπως λέει και ο ληστής εκεί στον σταυρό: «Ημείς άξια ων επράξαμεν απολαμβάνομεν· ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξε» (Λουκ. 23:41).
Ο Χριστός λοιπόν εκεί στον κήπο της Γεθσημανή – εδώ φαίνεται ακόμη καλύτερα πόσο ο Χριστός όντως ήταν αληθινός άνθρωπος και όχι κατά δόκησιν – ακριβώς ως αναμάρτητος άνθρωπος που δεν έχει επάνω του καμία εξουσία ο θάνατος, λέει: «Πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο· πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ» (Ματθ. 26:39).
Θα μπορούσε ο Χριστός – υπόθεση κάνουμε – να έμενε σ’ αυτό, ότι δεν είμαι αμαρτωλός και δεν είναι δίκαιο να πεθάνω. Το τονίζουμε αυτό, γιατί πολλές φορές ο άνθρωπος, ένας συνηθισμένος άνθρωπος, το κάνει αυτό, καθώς πιάνεται από το δίκαιο τάχα και από το σωστό. Μπορούσε να επιμείνει σ’ αυτό ο Χριστός ως αναμάρτητος, ως Υιός του Θεού. Όμως δεν το κάνει. Αμέσως το ξεπέρασε. Το λέει πρώτα, για να φανεί το ανθρώπινο θέλημα, το όλο δίκαιο που έχει, για να φανεί ότι είναι αληθινός άνθρωπος, αλλά αμέσως προσθέτει: «Πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ». Όχι όπως θέλω εγώ, αλλ’ όπως θέλεις εσύ. Και έγινε τελικά αυτό που ήθελε ο ουράνιος Πατέρας. Γι’ αυτό έλεγε και ξανάλεγε ο Κύριος: «Ου ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός».
Ποιος είσαι εσύ λοιπόν που λες «να, αυτό που κάνω είναι καλό»; Ο Θεός από πάνω το εγκρίνει, το δέχεται αυτό, αφού τελικά, όσο καλό κι αν είναι, είναι θέλημα δικό σου; Μπορεί κανείς να κάνει ατέλειωτες μετάνοιες, για να μιλήσουμε έτσι, και καθόλου να μην είναι ευπρόσδεκτες ενώπιον του Θεού. Και μιλούμε για κείνον ο οποίος τις κάνει στα κρυφά. Όχι ότι τις κάνει, για να δουν άλλοι· την αποκλείουμε αυτή την περίπτωση. Μπορεί λοιπόν να τις κάνει έτσι μόνος του, για να ευχαριστήσει τον εαυτό του, για να ικανοποιήσει τον εαυτό του, για να μπορεί να στηρίζεται στην αρετή του και να είναι αυτοδικαιωμένος, και ο Θεός να μην τις δέχεται και να λέει: «Τι να τις κάνω; Τις μετάνοιες σου θέλω; Την καρδιά σου θέλω, το θέλημά σου να υπακούσει στο δικό μου θέλημα θέλω, τον όλο εαυτό σου θέλω, την υπακοή σου θέλω. Δεν θέλω απλώς μετάνοιες ή όποια άλλα πράγματα».
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Το μυστήριο της σωτηρίας», Β’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2000, σελ. 31.
Κατά βάθος το ξέρουμε – το αναγνωρίζουμε τις σπάνιες εκείνες μέρες που δεν έχουμε απολύτως τίποτα να κάνουμε. Που απλά ξαπλώνουμε στα βότσαλα και τα χαϊδεύουμε με τα δάχτυλά μας ή που στεκόμαστε πίσω από το παγωμένο τζάμι, πίνοντας ένα ζεστό τσάι και κοιτάζοντας τα φωτάκια στο απέναντι μπαλκόνι.
Το νιώθουμε, τότε, πραγματικά, πως το πραγματικό μυστικό της ευτυχίας, βρίσκεται στο γνήσιο ενδιαφέρον που δείχνουμε στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας. Στο πώς μυρίζει το κεφάλι του παιδιού μας και στους σκληρούς κόμπους στα δάχτυλα του συντρόφου μας…
Το παρακάτω ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη το περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο – και πραγματικά αυτές τις μέρες που αποχαιρετούμε τον παλιό χρόνο και υποδεχόμαστε τον καινούριο, έχει περισσότερο νόημα από ποτέ να το διαβάσουμε…
Mπορώ να γίνω ευτυχισμένος με τα πιο απλά πράγματα
και με τα πιο μικρά..
Κάποτε ο χρόνος, είχε 4 εποχές, τώρα έχει 2.
Κάποτε δουλεύαμε 8 ώρες, τώρα χάσαμε το μέτρημα.
Κάποτε είχαμε χρόνο για έναν καφέ με τους φίλους μας, τώρα τα λέμε μέσω FACEBOOK, και SKYPE.
Κάποτε είχαμε χρόνο να κοιτάξουμε τον ουρανό, να δούμε το χρώμα του, τώρα κοιτάμε μόνο τηλεόραση.
Κάποτε παίζαμε ποδόσφαιρο στις αλάνες, τώρα παίζουμε play station.
Κάποτε κοιτάγαμε τον άλλον στα μάτια και λέγαμε ΣΥΓΝΩΜΗ. Τώρα στέλνουμε sms.
Κάποτε αγοράζαμε ένα παντελόνι και το είχαμε 2 χρόνια, τώρα σε 2 μήνες το έχουμε βαρεθεί.
Κάποτε είχαμε 2 κανάλια και βρίσκαμε κάτι ενδιαφέρον να δούμε, τώρα έχουμε 100 και άντε να αξίζει 1.
Κάποτε είχαμε την λεβεντιά να λέμε «έκανα λάθος», τώρα λέμε,«αυτός φταίει».
Κάποτε κοιτούσαμε τους ανθρώπους στα μάτια, τώρα στην τσέπη.
Κάποτε δουλεύαμε για να ζήσουμε, τώρα ζούμε για να δουλεύουμε.
Κάποτε είχαμε χρόνο για τον εαυτό μας, τώρα δεν έχουμε για κανέναν.
ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΑΠΟΤΕ ΤΟ ΛΕΓΑΝΕ ΖΩΗ….!