Σας ενημερώνουμε ότι η αυριανή (10-12-2018) διάλεξη της Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας δεν θα πραγματοποιηθεί. Η επόμενη προγραμματισμένη διάλεξη είναι τη Δευτέρα 14-1-2019 και ώρα 19.00.
Πανεπιστημιακές διαλέξεις Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας
Related Posts

Η ελευθερία ως φοβερό δώρο Θεού
Μάθαμε ένα Θεό που καθορίζει την τύχη των ανθρώπων, που αποφασίζει ερήμην μας για το τι θα μας συμβεί, που αποκαλύπτεται ως κυρίαρχος του σύμπαντος κόσμου. Μπροστά σε τέτοιο Θεό ποιος μπορεί να σταθεί αμφισβητώντας Τον ή αρνούμενός Τον, χωρίς φόβο για συνέπειες; Αλλά και ένα τέτοιο Θεό ή τον αποδέχεσαι και υποτάσσεσαι ή τον απορρίπτεις. Αυτός είναι ο Θεός όλων των θρησκειών.
Η καθ’ ημάς Ανατολή, όμως, που βασίζεται στην Ορθόδοξη διδασκαλία και παράδοση, μας μιλά για ένα Θεό Τριαδικό, γι’ αυτό και Αγάπη. Η αληθινή αγάπη είναι ταυτόσημη με την ελευθερία. Επειδή η δική μας αγάπη συνήθως περικλείεται στα όρια του οίκτου ή του υπερβολικού ενδιαφέροντος για το αγαπώμενο πρόσωπο, δυσκολευόμαστε να οριοθετήσουμε την ελευθερία με την αγάπη, γι’ αυτό και επεμβαίνουμε στον τρόπο ζωής του άλλου «από αγάπη, για το καλό του». Ή ταυτίζουμε την ελευθερία με την αδιαφορία.
Ο Θεός που είναι Αγάπη (Α΄Ιω. 4,8) σέβεται τέλεια την ελευθερία μας, ακόμα κι αν αυτή εκφραστεί αρνητικά για την ίδια την ύπαρξή μας. Η επέμβασή Του κατά την παράβαση της εντολής από τους πρωτοπλάστους, θα σήμαινε την κατάργηση του «κατ’ εικόνα» που τους χάρισε κι άρα «δημιουργία οποιουδήποτε άλλου α-λόγου όντος και όχι πάντως, ανθρώπου»[1]. Το ίδιο, ασφαλώς, συνεχίζεται και με μας ως πρόσωπα – άνθρωποι και όχι ζώα. Η επέμβασή Του σε κάθε απόφασή μας να ενεργήσουμε κατά πώς θέλουμε κι όχι κατά πώς Εκείνος θέλει για μας – που σίγουρα, ως Αγάπη, θα είναι υπέρ μας – καταργεί το αυτεξούσιό μας, το μεγάλο και όντως φοβερό δώρο που μας προίκισε. «Ο Θεός τίποτε δεν επιβάλλει στον άνθρωπο δια της βίας – παρόλο που είναι κτίσμα Του – ούτε την αγάπη προς Αυτόν, ως προς Πατέρα. Αποκαλύπτεται στον άνθρωπο ‘καθώς εστιν’, επιτρέποντας σε αυτόν να αντιδράσει ελεύθερα»[2]. Η τελική απόφαση να ζήσει αγαπητικά μαζί του ή όχι, αιώνια, είναι του ανθρώπου, αφού ο Θεός αγαπά το ίδιο όλους κι άρα θέλει όλοι να σωθούν. Άλλωστε, η αναγκαστική βίωση του Παραδείσου – που είναι κοινωνία αγάπης εν ελευθερία – θα σήμαινε κόλαση.
Αν «ο Θεός μπορεί να τα κάνει όλα εκτός ένα: να αναγκάσει τον άνθρωπο να Τον αγαπήσει», είναι αυτονόητο πόσο βάρος έχει η ελευθερία μας, που καθορίζει την αιώνια πορεία μας. Βέβαια, η ελευθερία που ενγχωρεί στον κάθε άνθρωπο δεν είναι αδιαφορία και άρνηση ευθυνών, κατά τη δική μας συμπεριφορά και θεώρηση. Η αγάπη Του συνεχώς κινείται προς τον καθένα, με τρόπο που κατανοεί, στέλλοντάς του μηνύματα και ποτέ διαταγές, ώστε να μπορεί να θεωρήσει ακόμα και τυχαία τα διάφορα συμβάντα, ώστε να μην νιώσει πιεστικό το ενδιαφέρον Του. Να γιατί αρνείται, τις περισσότερες φορές, το θαύμα, όταν αυτό θα αναγκάσει τον άνθρωπο να Τον πιστέψει.
Όπως όλα τα βιώματα κατανοούνται εμπειρικά, έτσι και το δώρο της ελευθερίας μας, στην ουσιαστική του διάσταση. Γιατί, όσο και να δεχτήκαμε, ως άνθρωποι, τέτοιο δώρο, η κατανόηση και ανάπτυξή του χρειάζεται άσκηση, για να μεταβούμε από την αστάθεια στην «τέλεια σταθερότητα που θα εμφανιστεί στην αιωνιότητα ως έσχατο δώρο του Σωτήρος Θεού»[3].
[1] Νίκου Ι. Νικολαϊδη, Θέματα Πατερικής Θεολογίας, Θες/νίκη 2009, 6.268
[2] Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, Έσσεξ, 2016, 6.176
[3] Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, Έσσεξ, 2016, 6.94
Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος

Η Εκκλησία και ο ρόλος της στην Επανάσταση του 1821 – Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος
Του Δημητρίου Λυκούδη, Ιστορικού
Και μόνο η προτροπή των Αγωνιστών «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» είναι αρκετή, ώστε να καταστεί αβίαστα κατανοητό σε καθένα καλοπροαίρετο αναγνώστη, πολύ δε περισσότερο σε εμβριθή επιστήμονα και μελετητή, η άρρηκτη σχέση Χριστιανισμού και Ελληνισμού, Εκκλησίας και Πατρίδας στη διάρκεια του Αγώνα του 1821.
Αυτό εύκολα μαρτυρείται από τον υψηλό αριθμό των Πατριαρχών, των Μητροπολιτών και Επισκόπων, των ιερέων και Μοναχών που μαρτύρησαν και έπεσαν στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Κυρίως, όμως, μαρτυρείται από την ανάμειξη του τιμημένου ιερού ράσου στην όλη καθημερινότητα των υπόδουλων Ελλήνων.
Είναι το ράσο και η Ορθόδοξη Εκκλησία που πρωτοστατεί στις πάλαι ποτέ Κοινότητες, σε εκείνους τους κοινοτικούς θεσμούς που προνοούσαν ή, έστω έτσι αρχικά προορίζονταν, διοικούσαν τρόπον τινά μικρές δημοτικές και περιφερειακές περιοχές. Και, συνάμα, καλλιεργούσαν την ιδέα της Ελληνικής Επανάστασης, τροφοτούσαν τους Αγωνιστές με όλα όσα απαραίτητα για τις ανάγκες του Αγώνα.
Είναι το ράσο και η Ορθόδοξη Εκκλησία που διατήρησε και μεταλαμπάδευσε ανόθευτη την πλούσια ελληνική γλώσσα, συμβάλλοντας με κάθε τρόπο τόσο στη διατήρηση όσων ελληνικών σχολείων ήταν δυνατόν, έστω αρχικά, κυρίως, όμως, με την ύπαρξη και άτυπη οργάνωση των περιβόητων και ξακουστών «Κρυφών Σχολειών», όπου οι μαθητές μάθαιναν να διαβάζουν από το εκκλησιαστικό βιβλίο, την Οκτώηχο, διδάσκονταν γραφή, τραγουδούσαν τη Λευτεριά, έψελναν τα τραγούδια του Θεού, γεύονατν, έστω κρυφίως, ελληνική γραφή, Ρωμαίικη ψυχή και Ορθοδοξία. Ο Φωτάκος, στα Απομνημονεύματά του, μάς δίνει μια πλέον σαφέστερη εικόνα για τα Κρυφά Σχολεία της εποχής: «Μόνοι των οι Έλληνες εφρόντιζαν διά την παιδείαν, η οποία εσυνίστατο εις το να μανθάνουν τα κοινά γράμματα και ολίγην αριθμητικήν, ακανόνιστον. Εν ελλείψει δε διδασκάλου, ο ιερεύς εφρόντιζε περί τούτου. Όλα αυτά εγίνοντο εν τω σκότει και προφυλακτά από τους Τούρκους».
Είναι το τιμημένο ράσο και η Ορθόδοξη Εκκλησία που κατέστησαν κάθε μοναστήρι και ένα μικρό προπύργιο των Αγωνιστών, όχι μόνο ως κρυσφύγετο και κέντρο εφοδιασμού, αλλά και ως χώρος πνευματικής και εθνικής αφυπνώσεως και περισσυλογής. Ακόμη και σήμερα, πολλά είναι τα μοναστήρια εκείνα που κοσμούνται από δωρεές μεγάλων ελλήνων καπεταναίων Αγωνιστών, μικρή ένδειξη αληθινής και καθάριας έκφρασης Πίστεως και αγάπης προς τα θεία και Ιερά. Να, κάπως έτσι τα χαρακτηρίζει τα μοναστήρια της εποχής του ο μεγάλος Ιωάννης Τριανταφύλλου, ο υψηλός στο ανάστημα, απ᾿ όπου πήρε και το προσωνύμιό του, στρατηγός Μακρυγιάννης: «…αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της απανάστασής μας. Ότι εκεί ήταν και οι τζεμπιχανέδες μας κι όλα τ’ αναγκαία του πολέμου. Ότ’ ήταν παράμερον και μυστήριον από τους Τούρκους».
Και ο ξακουστός σε όλους Γέρος του Μοριά, αναφερόμενος στην καταλυτική συμβολή και θυσία του κλήρου εκείνης της περιόδου και της όλης δράσης της Εκκλησίας, έλεγε: «Σαν μια βροχή ήρθε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι γραμματισμένοι και οι έμποροι, όλοι συμφωνήσαμε στον ίδιο σκοπό και κάναμε την επανάσταση… Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμίαν από όσας γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών τους είναι εμφύλιος πόλεμος· ο εδικός μας πόλεμος ήτο πλέον δίκαιος. Ήτον έθνος με άλλον έθνος».
Ο Ιστορικός Νίκος Σβορώνος, αναφορικά με τη σύμπραξη και ταύτιση Εκκλησίας και Πατρίδας στην Επανάσταση στα 1821, τονἰζει: «Οι Νεομάρτυρες, συχνό φαινόμενο της εποχής, που δέχονται τον μαρτυρικό θάνατο για τη χριστιανική τους πίστη, είναι συγχρόνως και οι πρώτοι εθνικοί ήρωες του νέου ελληνισμού (…). Άλλωστε, στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας η Εκκλησία όχι μόνο δεν αντιτίθεται στα απελευθερωτικά κινήματα από τις δυτικές χριστιανικές δυνάμεις, αλλά συχνά συμμετέχη ενεργά και πολλές φορές τα κατευθύνει».
Είναι το τιμημένο ορθόδοξο ράσο, το νέφος των Νεομαρτύρων και Ιερομαρτύρων, πριν και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, που και τότε και σήμερα, στέλνουν το δικό τους μήνυμα, την ηρωική προτροπή, βάση και με αφορμή της οποίας γαλουχήθηκαν τόσες γενεές γενεών, τόσα ελληνόπουλα, τόσοι χριστιανοί του μαρτυρικού και ηρωικού, ελληνορθόδοξου ετούτου τόπου: «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».