Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, με την έντονη επικοινωνία, δεν μας έφερε πιο κοντά τον ένα στον άλλο, αλλά, μάλλον, απομόνωσε τον καθένα στα δικά του προβλήματα και στο δικό του πόνο. Το σύμπτωμα της εποχής, η μοναξιά, επηρεάζει την ποιότητα τής ύπαρξής μας, που πλάστηκε για κοινωνία και σχέση.
Όσοι κατάφεραν ν’ αντισταθούν στη μαζοποίηση, στη φαινομενική φιλία με τα Facebooks, κι ό,τι εικονικό προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία, και κινηθήκαν προς τη φιλία, τον έρωτα, την παρέα, την κοινωνία, δηλαδή, και τη σχέση, ένιωσαν πληρότητα, χαρά και ανάπαυση.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως δεν έχουν τις προσωπικές τους δυσκολίες και πειρασμούς, τον προσωπικό τους πόνο. Το μοίρασμα, όμως, το κάνει να μειώνεται, ν’ αντέχεται, να σηκώνεται.
Η Πέλη Γαλίτη – Κυρβασίλη, στο σημαντικό της βιβλίο Τραύμα και Θαύμα, σημειώνει: «Ο ανθρώπινος πόνος είναι κοινός για όλους και βοηθάει πολύ να το σκεφτόμαστε αυτό, προκειμένου να μειωθεί η ένταση με την οποία βιώνουμε το γεγονός»[1].
Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο, έγινε άνθρωπος, και μοιράστηκε τη ζωή μας σ’ όλες της τις πτυχές, ακόμα και το θάνατο. Οι χριστιανοί δεν μπορεί να έχουν το όνομά Του και να συμπεριφέρονται εγωκεντρικά, αδιαφορώντας γι’ αυτή την ανθρώπινη ανάγκη.
Η Θεία Λειτουργία, ως έργον του λαού (λείτος= λαός και έργον = δημόσιον έργο, κατά την ετυμολογία της λέξεως), γίνεται για να μαζευτεί ο λαός του Θεού, να ενωθεί και ν’ αποτελέσει το Σώμα του Θεανθρώπου Χριστού. Η μη συμμετοχή σ’ αυτή τη σύναξη φανερώνει την απομόνωση, τη μοναξιά, τη διάσπαση. Εδώ βρίσκεται η ουσία της αμαρτίας στο να μην εκκλησιάζεται κανείς, κυρίως την «ημέραν του Κυρίου», την Κυριακή.
Βέβαια, ο εκκλησιασμός που περιορίζεται σε μια παρουσία στο ναό χωρίς σχέση και μοίρασμα ζωής στην καθημερινότητα, δείχνει παθολογική συμπεριφορά όμοια με των μελών της οικογένειας που απλά συγκατοικούν χωρίς να επικοινωνούν.
Το να μοιράζεσαι τη ζωή σου έχει, ασφαλώς, κόστος. Δεν ξέρεις στην πορεία τι θα εισπράξεις, τι απογοήτευση θα δεχτείς και σε τι ρίσκο ρίχνεις τον εαυτό σου. Ο άνθρωπος με τον οποίο θέλεις να μοιραστείς τα βαθύτερά σου βιώματα, είναι, ως άνθρωπος, απρόβλεπτος. Ποιος περίμενε εγκατάλειψη του Χριστού από τους μαθητές και τον Πέτρο στην πιο κρίσιμην ώρα;
Παρ’ όλο αυτό και τους διάλεξε πριν και τους έστειλε να κηρύξουν μετά. Η συγχώρεση της ανθρώπινης αδυναμίας και πτώσης μάς κάνει όμοιους με το Χριστό που πιστεύουμε και διευρύνει την ύπαρξήμας, ώστε να ζήσουμε τη ζωή Του «νυν και αεί».
Κι ακόμα, πιο σημαντικό, να γινόμαστε για κάποιους αυτοί με τους οποίους θα μπορούν να μοιραστούν τον πόνο, τη χαρά, την απογοήτευση, την ελπίδα και τα όνειρά τους. Τότε, θα κατανοήσουμε το ομοούσιο της ανθρώπινης φύσης και θα χαρούμε την ενότητά της.
[1]Εκδ. Εν πλω, Αθήνα 2021, σ. 103
π. Ανδρέας Αγαθοκλέους
Πηγή: pemptousia.gr
Διηγήθηκε η Μεσολογγίτισσα Γεωργία Μωραΐτου: «Το έτος 1918 έπεσε θανατηφόρα γρίππη στο Μεσολόγγι. Παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες των γιατρών, ο ένας μετά τον άλλον κολλούσαν γρίππη και μετά από λίγες μέρες πέθαιναν εξαντλημένοι. Καθημερινώς πέθαιναν 25-30 άτομα, τα οποία μετέφεραν με κάρα και τα έθαπταν χωρίς συνοδεία ιερέως. Είχε γίνει επιδημία φοβερή. Το ίδιο συνέβαινε στο Αγρίνιο, όπου πέθαιναν κάθε μέρα 40-50 άτομα, στο Αιτωλικό και στα γύρω χωριά. Όταν είδαν οι ιθύνοντες της πόλεως τα πολλά θύματα και την γρήγορη εξάπλωση της νόσου συνεννοήθηκαν με τον Επίσκοπο και έστειλαν ανθρώπους στο μοναστήρι της Παναγίας της Προυσσιώτισσας.
Παρεκάλεσαν τον Ηγούμενο να κατεβάση την θαυματουργή Εικόνα στο Μεσολόγγι για να σταματήση το θανατικό. Η εικόνα πέρασε πρώτα από το Αγρίνιο, όπου από τις πρώτες ώρες της αφίξεώς της σταμάτησαν να πεθαίνουν οι άνθρωποι και οι άρρωστοι έγιναν υγιείς. Ήθελαν την εικόνα να την κρατήσουν μέρες στο Αγρίνιο, αλλά ήρθαν επιτροπές από τα γύρω χωριά και την ζητούσαν γιατί πέθαιναν και εκεί οι άνθρωποι.
»Πράγματι, την 1η Νοεμβρίου 1918 έφθασε η εικόνα δια του σιδηροδρόμου, ενώ οι Μεσολογγίτες ανέμεναν από τη νύχτα στην θέση Φοινίκια. Έβρεχε όμως καταρρακτωδώς και οι γιατροί συνέστησαν να μην πάη κανείς στην υποδοχή. Υπήρχε ο κίνδυνος με τον συνωστισμό να κολλήσουν εύκολα γρίππη ο ένας από τον άλλον, η βροχή δε θα επιδείνωνε την κατάσταση και θα είχαν γι’ αυτό πολλά θύματα. Αλλά οι απλοί και πιστοί άνθρωποι έδειξαν πιο πολύ εμπιστοσύνη στην Παναγία απ’ ό,τι στους γιατρούς και δεν διαψεύστηκαν.
»Υποδέχθηκαν λοιπόν την Παναγία, την έφεραν με τα πόδια μέσα στο Μεσολόγγι και την λιτάνευσαν στους δρόμους της πόλεως ψάλλοντας και κάνοντας αιτήσεις για την σωτηρία τους. Το αποτέλεσμα ήταν να μην κολλήση κανείς γρίππη αλλά και όσοι ήταν άρρωστοι έγιναν καλά. Από την ημέρα που ήρθε η Παναγία στο Μεσολόγγι κανείς πλέον δεν πέθανε από γρίππη.
»Εις ανάμνησιν του θαύματος και εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης έκαναν έρανο, έφτειαξαν μια επτάφωτη λυχνία, θαυμασίας τέχνης, και την αφιέρωσαν στην Μονή Προυσσού. Έκαναν και ένα αντίγραφο της Παναγίας της Προυσσιώτισσας, το οποίο μέχρι σήμερα φυλάσσεται στην Εκκλησία της αγίας Παρασκευής».
Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τ. Α’, σελ. 334.