
Γράφει ο π. Ηλίας Μάκος
Ο μεγάλος Εθναπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός, στα μαύρα χρόνια της Τουρκικής σκλαβιάς όργωνε ακούραστος, με το τριμμένο ράσο και την φλογισμένη ψυχή, τα βουνά και τα λαγκάδια, περνούσε, με το δισάκι στον ώμο, από χωράφια, στάνες, δάση, πλατείες, για να φωτίσει με τη διδαχή του, να στηρίξει με την πίστη του και να ψυχώσει το ραγιά.
Και παντού, όπου στεκόταν, έστηνε σταυρούς.
Γιατί, όμως, έστηνε τους σταυρούς αυτούς; Βασικά τον σταυρό τον θεωρούσε ως έμβλημα και λάβαρο της ελευθερίας, που οραματιζόταν για το Γένος, η οποία ήταν αδύνατη χωρίς τη δύναμη του Χριστού, οποίος σταυρώθηκε για τη δική μας σωτηρία.
Αυτή την ελευθερία άλλωστε την προετοίμαζε με τα κηρύγματα, τις διδαχές του, τις προφητείες του, το ήθος του, τα σχολεία, που ίδρυε. Ο σταυρός γι’ αυτόν αναπτέρωνε το φρόνημα και έτρεφε την ελπίδα.
Άλλωστε από τον πατρο Κοσμά εμπνεύστηκε ο Ρήγας Φεραίος, όταν λίγα χρόνια αργότερα έγραφε: “Ελάτε μ’ ένα ζήλο σε τούτον τον καιρόν, να κάμνωμεν τον όρκον επάνω στον σταυρόν… Ψηλά στα μπαϊράκια, υψώστε το σταυρό… Στεριάς και του πελάγους να λάμψει ο σταυρός…”.
Μάλιστα, σύμφωνα με τους βιογράφους του πατρο Κοσμά, προέτρεπε τους κατοίκους των χωριών, όπου κήρυττε, να υψώνουν σταυρούς στα τέσσερα σημεία του χωριού, ώστε αυτό να προστατεύεται από τη μια έως την άλλη άκρη.
Αυτοί οι σταυροί, δεν ήταν μόνο ζωντανή μαρτυρία για την παρουσία και το κήρυγμά του, αλλά και μια πηγή θαυμάτων, ένα δίχτυ προστασίας από φονικές ασθένειες, αλλά και σημάδια μελλούμενων γεγονότων.
Στο Πολυδένδρι Ημαθίας (παλαιά Κόκοβα), απ’ όπου διάβηκε γύρω στα 1775 ο πατρο Κοσμάς, είχε απλωθεί το θανατικό από λοιμώδη αρρώστια. Για να βοηθήσει, στερέωσε τέσσερις σιδερένιους σταυρούς σε δέντρα περιμετρικά του χωριού, έτσι ώστε οι κάτοικοι να τους βλέπουν, αλλά και να σχηματίζουν μεταξύ τους ένα νοητό σταυρικό σχήμα.
Μάλιστα ένας από αυτούς τους σταυρούς ανακαλύφτηκε το 2012 μέσα σε μια αιωνόβια βελανιδιά.
Στον Άγιο Κοσμά Γρεβενών είπε στους κατοίκους ότι όταν θα πέσει το κλωνάρι, που είναι στημένος ο σταυρός, θα γίνει μεγάλο κακό, προς το μέρος, που θα πέσει το κλωνάρι. Και όταν καταπέσει ολόκληρο το δέντρο θα γίνει μεγαλύτερο κακό”.
Και επιβεβαιώθηκε. Το 1940, που έπεσε το κλωνάρι με το σταυρό, προς την κατεύθυνση της Αλβανίας, κηρύχθηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Το 1947, που κατέπεσε το δέντρο, το χωριό γνώρισε συμφορά και καταστροφή, εξαιτίας του εμφυλίου.
Μετά τη λαίλαπα εκείνου του πολέμου, όταν επέστρεψαν οι κάτοικοι, το 1950, στο χωριό τους, βρήκαν το σταυρό βουτηγμένο μέσα στα λασπόνερα.
Ο σταυρός για τον Πατροκοσμά δεν είναι μόνο σύμβολο της εθνικής ελευθερίας. Είναι ο οικουμενικός θρίαμβος του Χριστού, από τον οποίο εκπορεύεται η πραγματική ελευθερία.
Γι΄ αυτό στο διάβα του όρθωνε σταυρούς , συνήθως ξύλινους και σε κάποιες περιπτώσεις και σιδερένιους (ενδεικτικά αναφέρουμε την Ψήνα Ιωαννίνων, το Πολυδένδρι Ημαθίας, την Άνω Μηλιά Πιερίας και τον Άγιο Κοσμά Γρεβενών).
Σύμφωνα με ορισμένους λαογράφους οι σταυροί, που έστησε ήταν όλοι ξύλινοι, οι οποίοι σε μερικά μέρη, όταν άρχιζαν να σαπίζουν, αντικαταστάθηκαν με σιδερένιους, προκειμένου να μην λησμονηθεί το πέρασμα του πατροΚοσμά.
Ωστόσο, ιστορικοί ερευνητές θεωρούν αβάσιμες αυτές τις απόψεις, γιατί δεν σώζεται καμία μαρτυρία για μια τέτοια αντικατάσταση.
Στην Ψήνα Ιωαννίνων, για παράδειγμα, κανείς δεν θυμόταν την ύπαρξη κάποιου ξύλινου σταυρού πάνω, κάτω ή κοντά στο πουρνάρι, όπου μίλησε ο άγιος Κοσμάς.
Μάλιστα στο σιδερένιο αυτό σταυρό, ύψους 12 περίπου εκατοστών και πάχους δύο περίπου χιλιοστών, υπάρχουν, σύμφωνα με καταγραφή του Δημητρίου Κ. Βακάλη, εγχάρακτα ημικύκλια.
Ενδεχομένως να πρόκειται για έναν συμβολισμό, όπου τα Τούρκικα μισοφέγγαρα σβήνουν και χάνονται μπροστά στην ισχύ του σταυρού, ο οποίος, κατά την πεποίθηση του πατρο Κοσμά, θα θριαμβεύσει και θα σκίσει τα σκοτάδια της σκλαβιάς.
Ακόμη στην Άνω Μηλιά Πιερίας έμπηξε στη διχάλα ενός Πεύκου σιδερένιο σταυρό, που παραμένει αναλλοίωτος μέχρι σήμερα και κάθε χρόνο, την παραμονή της εορτής του αγίου, τον προσκυνά πλήθος πιστών.
Το πιθανότερο είναι, όπου υπήρχε η δυνατότητα, δεν ήταν εύκολο για την εποχή εκείνη, ο πατροΚοσμάς έστηνε σιδερένιους σταυρούς, αλλά οι περισσότεροι ήταν ξύλινοι, γιατί δεν απαιτούσαν ιδιαίτερη κατασκευή.
Μέσα από τους σταυρούς, διδάσκει σιωπηλά ο λόγος του πατρο Κοσμά… Και τι δεν θα άκουσαν κάτω από τα δένδρα, με στημένο παραδίπλα το σταυρό, από το στόμα του αγίου Κοσμά οι άνθρωποι της εποχής εκείνης…
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, που γενεές γενεών μεγάλωσαν και τράφηκαν με τα λόγια του αλύγιστου διδάχου, πως θάρθει το “ποθούμενο”, η λευτεριά του Γένους, μέσα από την αγάπη, την ομόνοια, την αρετή, την παιδεία την εμπνευσμένη από την αλήθεια του Θεού.
«Οὕτω, λέγω ὑμῖν, χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. ιε΄, 10).
(Δηλ.: Ὅπως λοιπὸν ἡ γυνὴ χαίρει διὰ τὴν ἀνεύρεσιν τῆς δραχμῆς, ἔτσι σᾶς βεβαιῶ, γίνεται χαρὰ εἰς τοὺς οὐρανοὺς ἐπὶ παρουσίᾳ τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι καὶ συμμετέχουν εἰς τὴν χαρὰν αὐτήν, δι’ ἕνα ἁμαρτωλὸν ποὺ μετανοεῖ).
Πόση χαρὰ αἰσθάνονται οἱ Ἄγγελοι στὸν οὐρανὸ ἰδιαίτερα ὅταν εἴμαστε σὲ μετάνοια. Εἶναι πρόθυμοι στὸ νὰ μᾶς ὑπηρετοῦν.
Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διδάσκει ὅτι κάθε χριστιανός ἔχει τόν προσωπικό του φύλακα Ἄγγελο. Ἡ ἀφετηρία τῆς παραδόσεως αὐτῆς ἀνάγεται στή γνωστή διήγηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιά τόν Τωβίτ καί τό γιό του Τωβία (Τωβίτ 5:4), καί στή μαρτυρία τοῦ προφήτη Ζαχαρία: «καὶ εἶπε πρός με ὁ ἄγγελος ὁ λαλῶν ἐν ἐμοὶ» (1:9). Ἐπίσης στή μαρτυρία τοῦ Κυρίου, στήν Καινή Διαθήκη: «Ὁρᾶτε μὴ καταφρονήσητε ἑνὸς τῶν μικρῶν τούτων· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρός μου» (Ματθ. 18:10).
Ἀκόμη ἔχουμε καί στίς Πράξεις τή διήγηση γιά τή φυλάκιση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὅπου γίνεται λόγος γιά τόν φύλακα ἄγγελό του.
«Ἄκουγα γιὰ κάποιο μεγάλο καὶ διορατικὸ γέροντα, ὅτι, καθὼς στεκόταν στὴν ἐκκλησία, ἔβλεπε στὴν ἀρχὴ τῆς ἀκολουθίας ἕνα λαμπροφορεμένο ἄνδρα νὰ βγαίνη ἀπὸ τὸ ἱερό. Κρατοῦσε ἕνα μικρὸ σκεῦος μὲ ἁγίασμα κι ἕνα χριαλίδιο, ποὺ τὸ βουτοῦσε μέσα στὸ ἁγίασμα καὶ σταύρωνε μὲ τὴ σειρὰ ὅλους τοὺς ἀδελφούς.
Τὶς θέσεις ὅσων ἔλειπαν ἄλλοτε τὶς σφράγιζε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἐνῷ ἄλλοτε προσπερνοῦσε χωρὶς νὰ τὶς σφραγίση.
Στὴν ἀπόλυση τῆς ἀκολουθίας, τὸν ἔβλεπε πάλι νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ ἱερὸ καὶ νὰ κάνει τὸ ἴδιο.
Μία μέρα λοιπὸν τὸν σταμάτησε ὁ γέροντας καὶ τὸν ρωτάει:
– Πές μου, σὲ παρακαλῶ, ποιὸς εἶσαι καὶ τί νόημα ἔχει αὐτὸ ποὺ κάνεις;
– Ἐγώ, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, εἶμαι ἄγγελος Κυρίου καὶ ἔχω ἐντολὴ νὰ σφραγίζω ὅσους βρίσκονται στὴν ἐκκλησία ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀκολουθίας μέχρι τὸ τέλος, γιὰ τὴν προθυμία καὶ τὴν ἐπιμέλειά τους.
– Τότε γιατί σφραγίζεις καὶ τὶς θέσεις μερικῶν ποὺ λείπουν;
– Ὑπάρχουν ἀδελφοί, ἐξήγησε ὁ ἄγγελος, ἐπιμελεῖς καὶ καλοπροαίρετοι, ποὺ ἀπουσιάζουν ἀπὸ κάποια ἀνάγκη, ἀρρώστια ἢ ἐργασία, ἀλλὰ μὲ τὴν εὐλογία τῶν πατέρων. Αὐτοὺς ὅλους τοὺς σφραγίζω, γιατί μπορεῖ νὰ λείπουν, ἀλλὰ μὲ τὴν προαίρεσή τους εἶναι παρόντες. Ἐκείνους ὅμως ποὺ λείπουν ἀπὸ ἀμέλεια, ἔχω ἐντολὴ νὰ μὴ τοὺς σφραγίζω, γιατί γίνονται ἀπὸ μόνοι τους ἀνάξιοι».
Ὅπως σὲ κάθε ἐποχή, ἔτσι καὶ στὴν ἐποχὴ τῆς Ἁγίας Εὐθασίας, οἱ ἠθικοὶ κίνδυνοι ἦσαν πολὺ μεγάλοι γιὰ τὶς νέες κοπέλες, πολὺ δὲ περισσότερο ἐὰν ὁ Θεὸς τὶς εἶχε στολίσει μὲ ἔκτακτη σωματικὴ ὀμορφιά. Καὶ ἄν λάβη κανεὶς ὑπ’ ὄψιν του, ὅτι ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀρετῆς ὀμορφαίνει πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τῆς κακίας, γίνεται φανερό, ὅτι τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς τῆς Ἁγίας Εὐθασίας, κοσμοῦσε ἀκόμα περισσότερο τὴν ἐξωτερική της ἐμφάνιση, προκαλώντας καὶ αὐτὸν τὸν φθόνο τοῦ διαβόλου.
Γι’ αὐτό, ἡ Ἁγία παρακαλοῦσε ἔντονα τὸν Φύλακα Ἄγγελό της νὰ τὴν φυλάγη ἀπὸ κακὲς συναναστροφὲς καὶ συντυχίες.
Κάποτε, κάποιοι ἀκόλαστοι καὶ διεφθαρμένοι ἄνθρωποι, ποὺ γνώριζαν ὅτι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ σπίτι της ἦταν γεμάτος ἀπὸ ἐρημικὰ καὶ στενὰ σοκάκια, τῆς ἔστησαν καρτέρι, μὲ σκοπὸ νὰ τὴν κακοποιήσουν, νὰ τὴν διαφθείρουν καὶ νὰ τὴν ἀτιμάσουν.
Ὅμως, πρὶν φθάση ἡ Ἁγία Εὐθασία σ’ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο τοῦ δρόμου ποὺ τὴν παραφύλαγαν, ἐμφανίστηκε μπροστά της ἕνας ὁλόλευκος Ἄγγελος – ὁ Φύλακας Ἄγγελος τῆς ψυχῆς της, ὁ ὁποῖος τὴν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τῆς εἶπε:
– Μὴ φοβᾶσαι, Εὐθασία μου… Ἔλα μαζί μου, ἀδελφούλα μου, ὄχι ὅμως ἀπὸ αὐτὸ τὸ στενό, γιατὶ ἀπὸ δῶ σὲ περιμένουν νὰ σοῦ κάνουν κακό. Ἀκολούθησέ με…
Ἀπὸ τότε ἡ ζωὴ τῆς Ἁγίας Εὐθασίας ἦταν δοσμένη ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Χριστό μας, στὸ Ὁποῖον δὲν ἐδίστασε νὰ δώση καὶ τὸ αἷμα της διὰ τοῦ Μαρτυρίου. Ἀποκεφαλίστηκε διὰ ξίφους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Σωτῆρός μας Χριστοῦ».