
Θεία Λειτουργία 8-3-2020 / Κυριακή της Ορθοδοξίας
Related Posts

Δεκαπενταύγουστος: Ποιος έγραψε τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα
Ο Δεκαπενταύγουστος είναι μια περίοδος του εκκλησιαστικού μας έτους, κατά την οποία η ορθόδοξη ψυχή στρέφει τα μάτια με βαθειά κατάνυξη προς την Υπεραγία Θεοτόκο.
Δεκαπενταύγουστος: Επί δεκαπέντε ημέρες, πριν από την εορτή της Κοιμήσεως, σημαίνουν οι καμπάνες την ώρα του δειλινού και τα πλήθη των πιστών πάνε να ψάλλουν τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα. Ανάλογη κατάνυξη έχει βέβαια και η περίοδος των Χαιρετισμών της Παναγίας. Αλλά, ενώ στους Χαιρετισμούς κυριαρχεί ο υμνολογικός τόνος, η θριαμβική δοξολόγηση των απείρων χαρίτων της «Μητρός του Θεού γενομένης», στον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα του Δεκαπενταυγούστου κυρίαρχος τόνος είναι το πένθος και η οδύνη της βαρυαλγούσης ψυχής του πιστού, που ζητά παράκληση και παρηγορία από την Παναγία.
Ασφαλώς δεν υπάρχει πιστός που να μην άκουσε με συντριβή τούς σπαραχτικούς στίχους του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, που μιλούν για τον «νοσούντα το σώμα και την ψυχήν». Όμως, εδώ δεν πρόκειται για οδύνη απογνώσεως, που συνήθως οδηγεί στην απιστία και στην αποστασία. Η οδύνη του κατά Θεόν δεινοπαθούντος ανθρώπου είναι οδύνη επιγνώσεως, και γίνεται καθαρμός και αναβαθμός. Γιατί, ενώ τον θλίβει και τον πληγώνει, δεν τον αποξενώνει από τον Θεό, αλλά τον οδηγεί σε βαθύτερη θεογνωσία. Γι’ αυτό η οδύνη κορυφώνεται μεν, αλλά και συγχρόνως καταπαύει στην ακόλουθη μορφή ικεσίας στην ανάγνωση του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος: «Επίβλεψον εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, και ίασαι της ψυχής μου το άλγος».
Ακούοντας κανείς επιπόλαια τις στροφές του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, έχει την εντύπωση ότι κάποιος ανώνυμος υμνογράφος διεκτραγωδεί κοινά σε όλους τούς πιστούς δεινοπαθήματα της ψυχής και του σώματος. Γιατί πράγματι δεν υπάρχει Χριστιανός που να μην έζησε κατ’ επανάληψη «των παθών του τον τάραχον» ή να μην αισθάνθηκε ποτέ το «πολλοίς συνεχόμενος πειρασμοίς». Διαβάζοντας όμως προσεκτικώτερα και εμβαθύνοντας περισσότερο σ’ αυτά τα ιερά στιχουργήματα, διαπιστώνουμε ότι εδώ δεν πρόκειται για περιγραφή και εξιστόρηση των εν γένει περιπετειών του ανθρώπου στον καθημερινό αγώνα της τελειώσεώς του. Πρόκειται για σπαρακτικές κραυγές «εκ του φυσικού», για οδύνη και πόνο που μας έρχεται «από πρώτο χέρι».
Επομένως, έχομε να κάνουμε με τελείως προσωπικό δράμα που βιώθηκε από πρόσωπο ιστορικό και επώνυμο κάτω από συνθήκες πραγματικές και συγκεκριμένες. Πόσοι άραγε από τούς ανυποψίαστους πιστούς μας, που ψάλλουν κάθε τόσο την Παράκληση (το Μικρό ή Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα), γνωρίζουν ποιο είναι το πρόσωπο αυτό; Θα περίμενε κανείς ο υμνογράφος του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος να είναι κάποια ευαίσθητη γυναικεία ύπαρξη σαν την Κασσιανή, ή κάποιος υπέργηρος Μοναχός της ερήμου. Κι’ όμως, μήτε το ένα, μήτε το άλλο!
Ο συντάκτης αυτού του δακρύβρεκτου υμνολογικού κειμένου ήταν ένας άνδρας στην πλήρη ακμή του, και μάλιστα εστεμμένος! Ήταν ο βυζαντινός Αυτοκράτορας της Νικαίας Θεόδωρος Β’ ο Λάσκαρις (1222‐1258), που λίγο προ του θανάτου του εκάρη Μοναχός και έλαβε το όνομα Θεοδόσιος. Σύμφωνα με τούς βιογράφους του, ήταν ιδιαίτερα λεπτός και ευγενικός άνθρωπος, είχε δε την ευκαιρία να αποκτήσει σπουδαία μόρφωση για την εποχή του. Έζησε όμως σε πολύ δύσκολους καιρούς. Οι Φράγκοι είχαν πάρει την Κωνσταντινούπολη, οι Βούλγαροι και το Δεσποτάτο της Ηπείρου έπρεπε να αντιμετωπισθούν καταλλήλως, οι δε Μουσουλμάνοι στην Μικρά Ασία ήταν μια άμεση και μόνιμη απειλή. Έχοντας φύση καλλιτεχνική ο τραγικός αυτός Αυτοκράτορας, δεν ήταν δυνατόν να ανταποκριθεί σε τέτοιες σκληρές ευθύνες, χωρίς να κλονισθεί η υγεία του.
Γι’ αυτό πέθανε σε ηλικία μόλις 36 ετών. Η ζωή του χαρακτηριζόταν από πολλές αντινομίες, που δεν ήταν βέβαια πρωτοφανείς μήτε στα βυζαντινά ανάκτορα, μήτε στην εν γένει ανώτερη γύρω τους κοινωνία. Όμως, αυτό ακριβώς στάθηκε το μεγαλύτερο θαύμα του Βυζαντίου προς την ανθρωπότητα. Το ότι δηλαδή οι αντινομίες του βίου δεν έκλεισαν ποτέ στο πρόσωπο την θέα προς την αιωνιότητα και την σωτηρία, εφ’ όσον υπήρχε η μετάνοια. Έκαναν και τότε φρικαλέα κάποτε εγκλήματα οι άνθρωποι, αλλά μετά, με ποταμούς ειλικρινών δακρύων, εξαγνίζονταν στα μάτια του Θεού και των ανθρώπων. Ολόκληρος ο χριστιανικός μεσαίωνας, σε Ανατολή και Δύση, σ’ αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικώτατο σημείο διαφέρει από τούς νεώτερους χρόνους.
Οι νεώτεροι χρόνοι φροντίζουν – από ανθρωπισμό, όπως ισχυρίζονται – να διαμορφώσουν έναν πολίτη νομοταγή και έντιμο, αλλά δεν ενδιαφέρονται για τις βαθύτερες πεποιθήσεις του, για την πίστη και την εν γένει πνευματική του αγρύπνια. Έτσι, αυτός ο πολίτης μπορεί μεν ν’ αποφεύγει προσεκτικώτερα σήμερα το άμεσο και πρωτογενές έγκλημα στις σχέσεις του με τούς συνανθρώπους – πράγμα που ασφαλώς τον αναδεικνύει, δικονομικά τουλάχιστον, δικαιώτερο από τον άνθρωπο του χριστιανικού μεσαίωνα – όμως, ο πολίτης αυτός των νεωτέρων χρόνων και του ανθρωπισμού, ναρκισσευόμενος για την «αυτόνομη» και αυτονομημένη ηθική του, δεν έχει ποτέ γνωρίσει την συντριβή και την κάθαρση, την μετάνοια και τον αγιασμό που επιφέρουν τα μετά την αμαρτία δάκρυα. Και ερωτάται: Τι σχέση μπορεί να ‘χουν αυτού του είδους οι πολίτες με την Βασιλεία του Θεού; Εμείς γνωρίζουμε ότι ο Χριστός διεκήρυξε: ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν (Μαρκ. 2,17). Που σημαίνει ότι την Βασιλεία του Θεού δεν την κατοικούν οι άψογοι νάρκισσοι που δεν ερράγισαν ποτέ μπροστά στα ανεξερεύνητα μυστήρια του Θεού, αλλά οι δια της μετανοίας αναγεννημένοι άνθρωποι.
Αυτές ακριβώς τις σωτηριώδεις αλήθειες γνωρίζοντας και ο Αυτοκράτορας Θεόδωρος ο Λάσκαρις, ενώ περιγράφει τον εαυτόν του ότι ήταν «παντοίως τη λύπη τρωθείς και τιτρωσκόμενος», δεν απογοητεύεται, αλλά πιστεύει και αγρυπνεί. Πιστεύει και ελπίζει ότι μ’ όλες τις συμφορές του ο Θεός απεργάζεται την σωτηρία του: «Οίμοι, τι ουκ εμοί γέγονεν! ουδέν άλλο είποιμι η ότι πάντως κάθαρσις ψυχική και ταπείνωσις σαρκική, ίνα σώση ο πλάστης το συναμφότερον».
Του μακαριστού Αυτοκράτορος Θεοδώρου Β’ του Λασκάρεως, που μας εδίδαξε τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα, αιωνία η μνήμη!
Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού
Ενσαρκώσεις του Δογματος
Εκδ. ΔΟΜΟΣ, Αθήνα 1996
Πηγή:dogma.gr

Γέροντας Πετρώνιος Προδρομίτης (†) – Η προσευχή μάς πλησιάζει στο Θεό;
Αν κάθε αρετή μας βοηθάει να δούμε το Θεό, μία από αυτές μας βοηθάει κατά τρόπο εξαιρετικό, και αυτή είναι η προσευχή. Όπως μεταξύ δύο προσώπων ο διάλογος δημιουργεί το πιο μεγάλο πλησίασμα, έτσι και η προσευχή, η συνομιλία του ανθρώπου με το Θεό, μας τοποθετεί σε άμεσο και μεγαλύτερο πλησίασμα του Θεού.
Γι’ αυτό η Εκκλησία πλημμύρισε με προσευχές ένα τόσο μεγάλο μέρος της χριστιανικής ζωής, γι’ αυτό μας προτρέπει να προσευχόμαστε ακατάπαυστα, ώστε κάθε άνθρωπος να γίνει ένας άνθρωπος προσευχής, δηλαδή ένας άνθρωπος που δεν προσεύχεται μόνον όταν προσεύχεται, κατά την έκφραση του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος, αλλά ολόκληρη η ζωή του είναι προσευχή.
Πώς πρέπει να γίνεται η αληθινά αδιάλειπτη προσευχή μάς το είπαν μ’ ένα πλήθος διδασκαλιών οι μεγάλοι άνθρωποι της προσευχής. Σταματώ μόνο στο σύντομο και πολύ περιεκτικό ορισμό του αγίου Μαξίμου: «Έχει αδιάλειπτη προσευχή αυτός που ο νους του είναι προσηλωμένος με πολλή ευλάβεια και πόθο στο Θεό και με την ελπίδα κρέμεται από Εκείνον και εμπιστεύεται Εκείνον σ’ ό,τι κάνει και σ’ ό,τι του συμβαίνει».
«Με ευλάβεια και πόθο», δηλαδή άπειρη αγάπη στο Θεό, ώστε να μπορεί να λέει μαζί με τον ψαλμωδό: «εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου» (Ψαλμ. 62:9)· έπειτα «με ελπίδα και εμπιστοσύνη» ολοκληρωτική στο Θεό σ’ όλες τις περιστάσεις της ζωής. Αδιάλειπτη προσευχή επομένως σημαίνει κάτι περισσότερο από μια ακατάπαυστη εργασία προσευχής, σημαίνει μια προσευχή με πίστη ισχυρή, με αγάπη απεριόριστη, με το νου προσηλωμένο στο Θεό, με βαθιά συγκέντρωση στην καρδιά.
Ο σύνδεσμος της αδιάλειπτης προσευχής με την αίσθηση της παρουσίας του Θεού είναι πολύ περισσότερο από εμφανής. Και τα δύο θεμελιώνονται στην πίστη και στην αγάπη του Θεού και βρίσκουν το πλήρωμά τους το ένα στο άλλο.
Διότι το να αισθάνεται κανείς το Θεό αδιάκοπα παρόντα σημαίνει το να βρίσκεται σε αδιάλειπτη προσευχή, ενώ η αδιάλειπτη προσευχή σημαίνει να βρίσκεται ακατάπαυστα μέσα στη παρουσία Του· επειδή «η προσευχή ανατέλλει από την όραση και αίσθηση της παρουσίας του Θεού και επιπλέον δυναμώνει αυτή την όραση» (π. Δημ. Στανιλοάε). Όλοι οι άγιοι έζησαν δυνατά την εμπειρία της παρουσίας του Θεού, και τις αποκαλύψεις και τα θεία οράματα που είχαν, μόνο μέσα στην κατάσταση της προσευχής τα είχαν.
Η πορεία μπροστά στο Θεό και η προσευχή έχουν βαθιά επακόλουθα στη ζωή του ανθρώπου. Η προσπάθεια για κάθε καλό έργο, όπως και ο φόβος και η με προσοχή αποφυγή κάθε αμαρτίας είναι άμεσα επακόλουθα αυτού του πράγματος.
Γι’ αυτό οι πνευματικοί πατέρες στην προσπάθειά τους ν’ αποκτήσουν αυτό το λογισμό έκαναν μια αλάνθαστη πνευματική μέθοδο για τη σωτηρία, όπως λέει και ο Μέγας Αντώνιος· «οπουδήποτε πηγαίνεις, να έχεις πάντοτε προ οφθαλμών σου τον Θεό και θα σωθείς».
Κάποιος πάλι που αξιώθηκε να γλυκαθεί απ’ αυτή την όραση μας προτρέπει θερμά:
«Προσπάθησε –λέει– όλη σου τη ζωή να την αισθάνεσαι να ξετυλίγεται κάτω από το βλέμμα Του.
»Όταν τον ακούς να ομιλεί στο ιερό Ευαγγέλιο γίνε όπως τα πλήθη εκείνα που ακούγοντάς τον ξεχνούσαν την πείνα και τη δίψα, ή όπως η Μαρία, η αδελφή τού Λαζάρου, που εγκαταλείποντας τα πάντα ρουφούσε τα θεία λόγια καθισμένη κοντά στα πόδια του (Λουκ. 10:40).
»Όταν βαδίζεις στο δρόμο, βλέπε τον να σε συνοδεύει πλάι σου για να μη σκοντάψεις και η καρδιά σου να φλέγεται περισσότερο από την καρδιά του Λουκά και του Κλεόπα.
»Όταν ο εχθρός σε στροβιλίζει με τη θύελλα των πειρασμών, να δεις τον εαυτό σου μέσα στο καράβι που κινδυνεύει να βυθιστεί μαζί με τους μαθητές και να μην αμφιβάλλεις ότι Εκείνος είναι μπροστά και ξαφνικά θα ειρηνεύσει τη φουρτούνα και θα φέρει τη γαλήνη.
»Όταν αξιώνεσαι να τον δεχθείς μέσα σου, κατά τη θεία Κοινωνία, λέγε, όπως ο Ζακχαίος, με βαθιά ταπείνωση και ευγνωμοσύνη· “Πώς να σε ευχαριστήσω όπως πρέπει, Κύριε, για την τόσο μεγάλη τιμή που μου έκανες, να εισέλθεις στον οίκο της ψυχής μου;”
»Επίμενε να αισθάνεσαι διαρκώς μέσα στην παρουσία του, αφού είναι μπροστά μας και δεν είναι δύσκολο να αισθανόμαστε τη παρουσία του, μόνο να έχουμε καθαρή καρδιά, πίστη και αγάπη».
Είναι αλήθεια ότι στη ζωή αυτή η αδιάλειπτη προσευχή δεν είναι ακόμη αδιάλειπτη· και η θέα του Θεού είναι ως «εν εσόπτρω και εν αινίγματι». Αυτά τα βιώματα είναι ατελή και αποσπασματικά, ακόμη και γι’ αυτούς που αξιώνονται κατά τρόπο εξαιρετικό να έχουν αυτές τις εμπειρίες. Αλλά αυτά είναι ένας αρραβώνας μιας καταστάσεως τελείας, όταν θα συναντηθούμε με τον Κύριο «πρόσωπο προς πρόσωπο», όταν και η θέα και η συνομιλία με Εκείνον θα είναι χωρίς τέλος, καθώς και η ανέκφραστη απόλαυση των δικαίων.
Αποσπάσματα από το άρθρο «Εν τω φωτί τού προσώπου του Θεού». Περιοδικό Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 5 (1980).