Related Posts

Τι είναι η σωτηρία;
Όταν ο λόγος του Θεού ομιλεί για σωτηρία, αλλά και γενικότερα μέσα στην Εκκλησία, μέσα στα βιβλία της Εκκλησίας, μέσα στα κείμενα, στις ακολουθίες της Εκκλησίας, όταν γίνεται λόγος για σωτηρία, οπωσδήποτε εννοείται κάτι άλλο από τη σωτηρία από τους διαφόρους κινδύνους.
Είναι βέβαια μέσα και η σωτηρία από ασθένειες, από άλλους κινδύνους, είναι η σωτηρία από απειλές, από καταστροφές κλπ., αλλά όμως δεν είναι αυτό το κύριο. Και το άσχημο είναι ότι, καίτοι είμαστε χριστιανοί, δεν ξέρουμε ποιος είναι ο πραγματικός κίνδυνος και ποια είναι ακριβώς αυτή η σωτηρία.
Και επομένως, ενώ ο Θεός γνωρίζει ακριβώς τον κίνδυνο από τον οποίο κινδυνεύουμε κι έχει στην πρόθεσή του να μας σώσει απ’ αυτόν τον κίνδυνο, εμείς εννοούμε κάτι άλλο και τρόπον τινά δεν συνεννοούμαστε.
Και δεν αποκλείεται πολλές φορές να παίρνουμε την απάντηση απ’ τον Θεό ότι απ’ αυτά πού νομίζεις εσύ ότι κινδυνεύεις, δεν κινδυνεύεις. Αυτά τα οποία εσύ φοβάσαι δεν σημαίνουν τίποτε. Όλο εκείνο το οποίο θέλεις να αποκτήσεις λέγοντας “σώσον με”, και ζητάς σωτηρία, δεν είναι αυτό που σου χρειάζεται. Κάνεις που κάνεις λάθος εσύ, πλανάσαι που πλανάσαι, πέφτεις έξω, μην περιμένεις– λέει τρόπον τινά ο Θεός– νά παρασυρθώ κι εγώ και, ας πούμε, να ενεργήσω όπως εσύ νομίζεις κι όπως εσύ τα θέλεις τα πράγματα.
Ο κίνδυνος του ανθρώπου, η απειλή του ανθρώπου, η καταστροφή τού ανθρώπου είναι το δηλητήριο της αμαρτίας. Για να καταλάβουμε το παράδοξο· μπορεί κάποιος εν ώρα αμαρτίας, την ώρα δηλαδή που αμαρτάνει, να διατρέχει κάποιον κίνδυνο και ζητάει να σωθεί απ’ αυτόν τον κίνδυνο που νομίζει ότι είναι κίνδυνος.
Και μάλιστα όχι μόνον να σωθεί από κάτι που δεν είναι κίνδυνος πραγματικός, αλλά επιπλέον να ζητάει κανείς να σωθεί από κάποιον κίνδυνο, για να συνεχίσει να αμαρτάνει, να απολαύσει ανενόχλητα την αμαρτία. Τι συνεννόηση μπορεί να γίνει τότε με τον Θεό; Πώς να μας εμπιστευθεί ο Θεός, αφού δεν ξέρουμε τι λέμε, τι ζητάμε, δεν ξέρουμε ποιος είναι ο κίνδυνος ο πραγματικός, κι αφού δεν ξέρουμε ακριβώς ποια είναι η σωτηρία, που μπορεί να μας δώσει και θέλει να μας δώσει ο Θεός;
Έρχεται π.χ. η φωτιά και καίει τα πάντα. Εσύ, ως χριστιανός να σκεφθείς ότι, καείς δεν καείς δεν έχει και τόση μεγάλη σημασία· αν όμως την όλη ύπαρξή σου την κάψει η φωτιά της αμαρτίας; Να το σκεφθείς αυτό, και να σε δει ο Θεός ότι νοιάζεσαι γι’ αυτό και πονάς γι’ αυτό και κραυγάζεις: “Κύριέ μου, σώσε με”! Να δει δηλαδή ότι δεν πλανάσαι, δεν περισπάσαι, δεν φεύγεις, ας πούμε, να πας εκεί που δεν χρειάζεται. Αλλά παίρνεις αφορμή απ’ οτιδήποτε και βλέπεις την ψυχή σου, βλέπεις τα της ψυχής σου και, καθώς εκείνη την ώρα βλέπεις τη φωτιά να καίει ότι καίει, μπορείς καλά-καλά να καταλάβεις τι ζημιά κάνει η φωτιά της αμαρτίας μέσα σου, η νεροποντή της αμαρτίας μέσα σου, ο σεισμός της αμαρτίας μέσα σου!
Προσέξτε το αυτό: Με την άλλη, την φυσική φωτιά, θα κάνουμε εμείς, ως άνθρωποι, ότι μπορούμε, αλλά τελικά ο Θεός δεν ξέρουμε τι θα κάνει. Γι’ αυτήν εδώ τη φωτιά την πνευματική, είμαστε υπερσίγουροι –πρέπει να είμαστε υπερβέβαιοι– ότι το πήρε το μήνυμα ο Κύριος.
Βεβαιώθηκε δηλαδή ο Κύριος ότι εμείς είδαμε εκείνο που πρέπει να δούμε και νιώθουμε ποιος είναι ο κίνδυνός μας και ξέρουμε τι λέμε, όταν λέμε «Κύριε, σώσον με»· και περιμένουμε αυτή τη σωτηρία, υπερβέβαιοι ότι ο Κύριος εδώ, σ’ αυτή την περίπτωση –διότι όλα τ’ άλλα, όλα όσα συμβαίνουν είναι για να μας κάνουν να προσέξουμε αυτή την πραγματικότητα– είμαστε υπερβέβαιοι ότι ο Κύριος θα την κάνει τη φωτιά αυτή, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, σαν δροσερό αεράκι όπως γινόταν στους μάρτυρες η φυσική φωτιά, η χειροπιαστή φωτιά. Μερικές φορές μάλιστα αμέσως ο Θεός επεμβαίνει κι όλη εκείνη την κάψα της αμαρτίας την κάνει δροσιά, που δροσίζει την ψυχή και νιώθει η ψυχή και βιώνει, ζει τη σωτηρία αυτή που ζήτησε από τον Θεό. Και όντως την προσφέρει ο Θεός κι έχει κανείς μέσα του την άλλη φωτιά του Θεού που δροσίζει, την άλλη φωτιά που καίει την αμαρτία.
Πάρα πολλές φορές ο Θεός ή δεν ακούει καθόλου με την έννοια ότι δεν τα λέμε για να τ’ ακούσει –πώς λέει ένα παιδάκι ένα ποίημα– ή καθώς βλέπει ο Θεός ότι εμείς δεν ζητούμε εκείνο που πρέπει να ζητήσουμε, δεν βλέπουμε εκείνο που πρέπει να δούμε, που υπάρχει μέσα μας και είναι κίνδυνος θάνατος, και δεν ζητούμε εκείνο που πρέπει να ζητήσουμε, δεν μας ακούει, δεν ανταποκρίνεται, δεν έχουμε επαφή καί επικοινωνία μαζί του. Έτσι θα έλεγα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου ότι όποιος όλα τα άλλα τα προσπεράσει, όλα τα άλλα τα ξεχάσει, όλα τα άλλα δεν τα δει ως κίνδυνο από τον οποίο χρειάζεται να σωθεί, οτιδήποτε κι αν είναι τ’ άλλα, και θελήσει να δει λοιπόν τον πραγματικό κίνδυνο που ‘ναι μέσα του –και είναι η αμαρτία– και δώσει όλη την προσοχή του εκεί και αυτός είναι ο καημός του και εν τω μεταξύ πραγματικά ζητήσει σωτηρία, θα την έχει.
Το λέω ακόμη μία φορά, ότι ακριβώς, όταν θέλουμε να δούμε τον πραγματικό κίνδυνο, θα μας την κάνει αυτή τη χάρη ο Κύριος. Κι όταν θέλουμε να ελευθερωθούμε, να σωθούμε από τον πραγματικό κίνδυνο της ψυχής μας, που είναι η αμαρτία, θα μας την κάνει αυτή τη χάρη ο Κύριος. Κι αν δεν γίνεται αυτή η χάρη είναι γιατί άλλα ζητούμε.
Έχεις ένα πόνο τρομερό π.χ. και το επιτρέπει ο Θεός, γιατί ακριβώς θέλει να σου κάνει καλό ως προς αυτό το θέμα, να δεις την αμαρτία σου και να ζητήσεις σωτηρία από την αμαρτία. Έχεις τρομερό πόνο και κραυγάζεις και φωνάζεις κλπ. αλλά βλέπει ο Θεός ότι πιο πολύ σε νοιάζει να απαλλαγείς από τον πόνο, που ο πόνος ο σωματικός προσφέρει υπηρεσία εκείνη την ώρα. Σε βοηθάει να δεις την μηδαμινότητά σου και να ταπεινωθείς, να συντριβείς, να δεις τη σκληρότητά σου, κι εσύ δεν το δέχεσαι και φωνάζεις και κραυγάζεις να φύγει ο πόνος, ενώ εκείνο που πρέπει να κάνεις –το άλλο θα το πάρει ο Θεός χωρίς να το καταλάβεις– εκείνο που θέλει ο Θεός είναι να δεις το άλλο φαρμακερό κεντρί της αμαρτίας και το όλο δηλητήριο που είναι απλωμένο μέσα στον όλο άνθρωπο και περιμένει ο Θεός να κραυγάσεις να σε σώσει. Μπορεί να σε σώσει, αλλά άμα δεν δει, δεν διαπιστώσει ότι ζητάς την σωτηρία, πώς θα σε σώσει;
Να τα καταλάβουμε αυτά τα πράγματα, δεν είναι παιγνίδια και μη χάνουμε τον καιρό μας, κάνοντας κι εμείς ό,τι κάνει ο άλλος κόσμος.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, Συνάξεις Δεκαπενταυγούστου, τόμ. Β’ , σελ. 99 (αποσπάσματα).

«Έπεσαν» πριν γίνουν πνευματικά άστρα και στυλοβάτες της Εκκλησίας
Σταύρωσις εἷλε κήρυκα Χριστοῦ Πέτρον,
Τομὴ δὲ Παῦλον, τὸν τεμόντα τὴν πλάνην.
Τλῆ ἐνάτῃ Σταυρὸν Πέτρος εἰκάδ’ ἄορ δέ γε Παῦλος.
Οι Άγιοι Πέτρος και Παύλος με τους βίους τους, έδωσαν το μήνυμα πως κάθε ανθρώπινη πτώση μπορεί να μεταμορφωθεί σε αιώνια δόξα.
Οι δύο πρωτοκορυφαίοι απόστολοι Πέτρος και Παύλος, οι στύλοι της Ορθοδοξίας που στερέωσαν το αιώνιο οικοδόμημα της Εκκλησίας και φώτισαν την οικουμένη με το χαρμόσυνο φως του Ευαγγελίου, είναι το μεγαλύτερο αποστολικό καύχημα των αιώνων.
Ένας ταπεινός ψαράς, αυθόρμητος και παρορμητικός, ο Πέτρος. Ένας μορφωμένος άνθρωπος, τετραπέρατος και άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας, ο Παύλος. Και οι δύο έγιναν πρωταγωνιστές του πάνσοφου θεϊκού σχεδίου και από μια ταπεινή γωνιά της γης, μεταλαμπάδευσαν τον «θησαυρό της αληθείας» σε όλον τον κόσμο.
Πέτρος και Παύλος: Από την πτώση, στην θέωση
Όταν μας καταλαμβάνει η απογοήτευση και η ολιγοπιστία για την σωτηρία της ψυχής μας, ο νους πρέπει να πηγαίνει στον Πέτρο και τον Παύλο. Γιατί και οι δύο πριν ανοίξουν τα φτερά τους και γίνουν αετοί του πνεύματος, είχαν ένα βεβαρημένο παρελθόν κάποιας μεγάλης ηθικής πτώσης.
Ο μεν Απόστολος Πέτρος απαρνήθηκε τον Χριστό πάνω στην πιο κρίσιμη ώρα. Ο δε Απόστολος Παύλος έγινε μανιώδης διώκτης του χριστιανισμού, μέχρι να γίνει δέκτης ενός τιμωρητικού θαύματος και να ακούσει εκείνο το φοβερό «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;», που άλλαξε τη ζωή του διαπαντός. Ο ένας έκλαψε πικρά και στη συνέχεια είδε τον Αναστημένο Χριστό να τον ελέγχει. Ο άλλος άκουσε την φωνή του Θεού, έπεσε κάτω σαν νεκρός, έμεινε τρεις ημέρες τυφλός και νηστικός. Και οι δύο βίωσαν ένα γεγονός που τους συγκλόνισε, ένα γερό «τράνταγμα» που τους οδήγησε σε μια ριζική μετάνοια και μια πνευματική αναγέννηση.
Ο Πέτρος που απαρνήθηκε τον Χριστό, έφτασε να τον κηρύττει μέχρι το φρικτό μαρτύριο, μέχρι να σταυρωθεί στην Ρώμη, ζητώντας να τον τοποθετήσουν ανάποδα στον Σταυρό γιατί θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο να υπομείνει μαρτύριο παρόμοιο με αυτό του Χριστού. Ο δε Παύλος, που πρόσκαιρα έχασε το φως του ως τιμωρία για τη ζηλωτική μανία του, ήταν αυτός που άνοιξε τα πνευματικά μάτια του ανθρώπινου γένους, με τις θεόπνευστες επιστολές του, με το πύρινο κήρυγμα του και την ίδρυση των κατά τόπους Εκκλησιών. Μαρτύρησε και εκείνος στη Ρώμη, παραδίδοντας το πνεύμα δι’ αποκεφαλισμού.
Ένας αρνητής και ένας φανατικός αντι – χριστιανός, δια της μετανοίας τους έλαβαν τέτοια Χάρη που έφτασαν έως σημείου να ανασταίνουν νεκρούς και να θεραπεύουν αρρώστους ακόμα και με τον ίσκιο τους. Ο Απόστολος Παύλος που φυλούσε στα πόδια του τα ιμάτια που άφηναν οι Ιουδαίοι για να λιθοβολήσουν τον πρωτομάρτυρα Άγιο Στέφανο, έφτασε σε τέτοια πνευματική «νεκρανάσταση» που έγραψε τον – άφταστης ομορφιάς και ανυπέρβλητου πνευματικού βάθους – ύμνο της Αγάπης. Τέτοια μεταμορφωτική δύναμη διαθέτει η μετάνοια.
Πρότυπα για το πως πρέπει να πορεύεται η Εκκλησία
Ο Πέτρος και ο Παύλος έδωσαν το ανεκτίμητο στίγμα τους και για την ίδια τη φύση της Εκκλησίας. Δίδαξαν στο πλήρωμα της, πως πέρα από τις όποιες συγκρούσεις απόψεων, το Άγιο Πνεύμα εκφράζεται μέσα από την συνοδικότητα άλλα και την προσκόλληση στις αλήθειες που δίδαξε ο Χριστός.
Μπορεί οι Απόστολοι να ήταν πλήρεις θείας χάριτος, άλλα ως άνθρωποι είχαν τις διαφωνίες τους, και υπήρξε προστριβή για το αν θα πρέπει να διαδοθεί ο λόγος του Θεού και στους εθνικούς, δηλαδή τους μη Εβραίους, τους ειδωλολάτρες. Ο Πέτρος ήταν διστακτικός και ο Παύλος ήταν απόλυτος πως η Βασιλεία του Θεού ανήκει σε όλους. Το θέμα λύθηκε στη λεγόμενη Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολύμων, το 49 μ.Χ., όπου ο Πέτρος τελικά παραδέχθηκε ότι ο Θεός δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε Ιουδαίους και Εθνικούς.
Έτσι ο Απόστολος Πέτρος ανέλαβε να κηρύττει το Ευαγγέλιο στους Ιουδαίους και ο Απόστολος Παύλος στα άλλα έθνη. Μαζί με τους υπόλοιπους Αποστόλους, θεμελίωσαν το οικοδόμημα της Πίστης που φανέρωσε ο Χριστός με τη ζωή Του, το κήρυγμα Του, την Σταύρωση και την Ανάσταση Του.
Ανέκαθεν υπήρχαν, άλλα και σήμερα υπάρχουν προστριβές στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Όμως το παράδειγμα των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων μας δείχνει πως προτεραιότητα έχει πάντα η συνοχή του σώματος του Χριστού, η ενότητα της Εκκλησίας, με την σύμπνοια Κλήρου και Λαού που εργάζονται από κοινού για έναν άγιο σκοπό.
Οι Απόστολοι ενέπνευσαν και το αγωνιστικό φρόνημα που θα πρέπει να διακατέχει την Εκκλησία, αφού δεν δίστασαν να έρθουν σε άμεση σύγκρουση με αρχές και εξουσίες, δεν λογάριασαν Αυτοκράτορες, διατάγματα, διωγμούς, βασανιστήρια, κακουχίες, συκοφαντίες και προδοσίες. Υπήρξαν ασυμβίβαστοι και αταλάντευτοι στα θέματα της Πίστης.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν το τότε παγκοσμιοποιητικό σύστημα, που υποδούλωνε λαούς, απαιτούσε πλήρη υποταγή και εξουδετέρωνε τους «αμφισβητίες» τoυ διεθνούς καθεστώτος. Μια προδρομική κατάσταση αυτού που συμβαίνει στις μέρες μας, σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, με πολύ πιο ύπουλους τρόπους. Σημαντικό να ακολουθούμε το παράδειγμά των Αποστόλων και σε αυτό το θέμα, δηλαδή την στάση μας απέναντι στις σκοτεινές επιδιώξεις της παγκοσμιοποίησης.
Οι Απόστολοι είχαν κυριολεκτικά όλον τον κόσμο απέναντι τους, άλλα τον νίκησαν γιατί ακολούθησαν με όλο τους το είναι, Αυτόν που τους είπε «Θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμο».
Ο λόγος του Πέτρου και του Παύλου παραμένει ανεκτίμητος και σωτήριος στον αιώνα. Ο ένας σαν αλιεύς, «αλιεύει» ακόμα ψυχές για την αιώνια σωτηρία και ο άλλος ως σκηνοποιός στο επάγγελμα, προάγει τους πιστούς ώστε να βρεθούν «εν σκηναίς δικαίων».
Εμείς ας ζητούμε από τους Αγίους Πέτρο και Παύλο να αξιωθούμε την δική μας πνευματική μεταμόρφωση. Να βγάλουμε αιώνιο κέρδος, από κάθε πτώση της χωμάτινης φύσης μας. Και να ευχηθούμε να μας εμφυσήσουν ιεραποστολικό πνεύμα, σε μια εποχή που απλώνεται παντού μια σαρωτική πνευματική ξηρασία…
Ελευθέριος Ανδρώνης