Ο Άγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ ομιλεί για τη γνωριμία του με τον Άγιο Σιλουανό στην Ι. Μ. Αγίου Παντελεήμονος, τη συγγραφή του βίου του Αγίου, την αναχώρησή του από το Άγιον Όρος και την ίδρυση της Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ.

Ήταν 2 Ιουνίου 1979 απόγευμα. Ο Γέροντας είχε μόλις μεταφέρει τα πράγματά του στο Κελλί της “Παναγούδας”, χωρίς να προλάβη να τα τακτοποιήση. Ετοιμαζόταν για τον Εσπερινό και ρώτησε τον μοναχό που τον βοηθούσε, ποιος Άγιος εώρταζε την επομένη, αλλά εκείνος δεν θυμόταν. Του είπε ότι αύριο που θα έρθει θα του πει και έφυγε βιαστικά, γιατί σουρούπωνε.
Την συνέχεια την διηγήθηκε ο Γέροντας ως εξής: «Είχα τα Μηναία σε κιβώτια. Έψαχνα να βρω τα γυαλιά μου για να δω τον Άγιο της ημέρας και δεν τα εύρισκα. Για να μη χάνω χρόνο, έκανα τον Εσπερινό με κομποσχοίνι λέγοντας: “Άγιοι της ημέρας πρεσβεύσατε υπέρ ημών”. Όταν σηκώθηκα μετά τα μεσάνυχτα, πάλι προσπάθησα με τον φακό για μισή ώρα περίπου να βρω τον Άγιο, χωρίς αποτέλεσμα. Είπα “πάει το Μεσονυκτικό”. Για να μην περάση η νύχτα ψάχνοντας, έλεγα πάλι στο κομποσχοίνι, “Άγιοι του Θεού…”, χωρίς να αναφέρω τα ονόματα των Αγίων της ημέρας.
»Είδα τότε τον άγιο Παντελεήμονα να συνοδεύη κάποιον άγιο μέσα στο Κελλί μου.
–Ποιος είσαι; τον ρώτησα.
–Ο άγιος Λουκιλλιανός, απάντησε.
»Δεν θυμόμουν να υπάρχη τέτοιος Άγιος και ξαναρώτησα:
–Λουκιανός;
–Όχι. Λουκιλλιανός.
–Πώς; Λογγίνος; Ρωτησα για δεύτερη φορά.
–Λου-κιλ-λι-α-νος, επανέλαβε ο Άγιος, προφέροντας αργά για τρίτη φορά το όνομά του.
»Στην συνέχεια απευθυνόμενος προς τον άγιο Παντελεήμονα του είπε να μου εξετάση τα τραύματα από την εγχείρηση, να δη αν έγιναν καλά. Με πλησίασε ο άγιος Παντελεήμων που φορούσε άσπρη ποδιά σαν γιατρός. Αφού τα εξέτασε βάζοντας το χέρι του στον κόρφο μου, στο σημείο που είχε γίνει η εγχείρηση στους πνεύμονες, είπε στον άγιο Λουκιλλιανό: “Καλά είναι. Να τα λάβης υπ’ όψιν στο πτυχίο (εξετάσεις)”».
Οι Άγιοι εξαφανίστηκαν και ο Γέροντας, δοξολογώντας τον Θεό και ευχαριστώντας τούς Αγίους, άναψε κερί και βρήκε ότι εκείνη την ημέρα, 3 Ιουνίου, ήταν η μνήμη του αγίου Λουκιλλιανού.
Την άλλη ημέρα το πρωί, όταν ήρθε ο μοναχός που τον βοηθούσε, ο Γέροντας χαμογελώντας τον ρώτησε: «Άγιος Λουκιλλιανός, ε;» και του διηγήθηκε την εμφάνιση των Αγίων.
Ο Γέροντας, όταν διάβασε το συναξάριο του Αγίου, εξεπλάγη συνειδητοποιώντας την εξής «σύμπτωση»: Ο κατά πλάτος βίος του Αγίου, που βρίσκεται στην Ι. Μ. Ιβήρων, καταχωρείται στις 27 Φεβρουαρίου, ημερομηνία δηλαδή κατά την οποία του είχε εμφανισθή η αγία Ευφημία. Η σχέση αυτή του Μάρτυρος με την Αγία που τόσο ευλαβείτο, αλλά και η εγγύτητα του χρόνου και ιδίως του τόπου του μαρτυρίου των δύο Αγίων τον χαροποίησε ιδιαίτερα.
Έκτοτε τον τιμούσε κατ’ έτος και έβαλε την εικόνα του στην Εκκλησία και στο κελλί του.
Πήγε κατόπιν στην Κουτλουμουσιανή Σκήτη και προσκύνησε τον άγιο Παντελεήμονα. Ανέφερε ότι η εικόνα του στο προσκυνητάρι μοιάζει πολύ με την αγία μορφή του.
Αυτό το θαυμαστό γεγονός παρηγόρησε τον Γέροντα και έδιωξε την κόπωση και τις στενοχώριες που περνούσε εκείνη την μεταβατική περίοδο.
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 288.
Για χίλια περίπου χρόνια, η Αγία Σοφία ήταν το κέντρο της πολιτικής, εκκλησιαστικής και πνευματικής ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εκεί, ο λαός θα γιορτάσει τους θριάμβους, θα θρηνήσει τις συμφορές και θα αποθεώσει τους νέους αυτοκράτορες.
Η Αγία Σοφία είναι το πρώτο κτίσμα που αντικρίζει ο επισκέπτης, καθώς εισέρχεται από την Προποντίδα στην Κωνσταντινούπολη. Το ξεχωριστό αυτό σημείο είχαν επιλέξει για να χτίσουν τους ναούς τους, αιώνες πριν από τους χριστιανούς, οι εθνικοί(ειδωλολάτρες).
Ο πρώτος ναός της Αγίας Σοφίας, τύπου ξυλόστεγης βασιλικής, θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 330 μ.Χ. όταν μετέφερε την πρωτεύουσα της παραπαίουσας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την Ρώμη στην Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη αργότερα). Η ανέγερση του ναού ολοκληρώθηκε από τον γιο του Κωνστάντιο και τα εγκαίνια έγιναν στις 15 Φεβρουαρίου 360.
Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Αρκαδίου, το 404, ο πρώτος ναός πυρπολήθηκε από εξαγριωμένους υποστηρικτές του Ιωάννη του Χρυσόστομου, τον οποίο είχε εξορίσει η αυτοκράτειρα Ευδοξία. Η Αγία Σοφία ξανακτίσθηκε ως ξυλόστεγη βασιλική από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ και τα εγκαίνια έγιναν στις 11 Ιανουαρίου 415 από τον πατριάρχη Αττικό. Όμως ο ναός θα πυρποληθεί εκ νέου, το 532, κατά τη Στάση του Νίκα.
Έτσι, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’ αποφάσισε να κατασκευάσει την εκκλησία από την αρχή, στον ίδιο χώρο, αλλά πολύ πιο επιβλητική, για να δεσπόζει στη Βασιλεύουσα. Τα θεμέλια αυτού του μεγαλοπρεπή ναού τέθηκαν στις 23 Φεβρουαρίου 532, σαράντα ημέρες μετά την καταστολή της εξέγερσης, με σχέδια που εκπόνησαν ο Ανθέμιος Τραλλιανός (474-534) και ο Ισίδωρος ο Μιλήσιος (442-534).
Οι δυο έμπειροι μηχανικοί, αλλά και αρχιτέκτονες, μαθηματικοί και καλλιτέχνες, έδωσαν νέες λύσεις σε μέχρι τότε άλυτα αρχιτεκτονικά προβλήματα. Εφάρμοσαν το σύστημα θολοδομίας και δημιούργησαν ένα νέο τύπο εκκλησίας, την βασιλική με τρούλλο, ενώ η αντισεισμική προστασία του ναού, στην κατ’ εξοχήν σεισμογενή Κωνσταντινούπολη, θαυμάζεται ακόμη και σήμερα από τους ειδικούς.
Για την ολοκλήρωση του κολοσσιαίου έργου δούλεψαν αδιάκοπα επί έξι χρόνια 10.000 τεχνίτες, ενώ το κόστος κατασκευής του κυμάνθηκε από 80 έως 320 κεντηνάρια χρυσού (περίπου 2,5 δισ. ευρώ). Από κάθε σημείο της αυτοκρατορίας, έγινε προσφορές.
Τα πράσινα μάρμαρα από τη Μάνη και την Κάρυστο, τα τριανταφυλλιά από τη Φρυγία και τα κόκκινα από την Αίγυπτο. Από τον υπόλοιπο κόσμο προσφέρθηκαν τα πολύτιμα πετράδια, ο χρυσός, το ασήμι και το ελεφαντόδοντο, για τη διακόσμηση του εσωτερικού.
Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537 από τον Ιουστινιανό, ο οποίος βλέποντας την υπεροχή της Αγίας Σοφίας έναντι του ξακουστού ναού του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ, αναφώνησε: «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι. Νενίκηκά σε Σολομών».
Ο ναός έχει μέγιστες διαστάσεις 77Χ72 μέτρα και ο εντυπωσιακός τρούλλος που κυριαρχεί σε όλη την σύνθεση, έχει διάμετρο 33 μέτρα και ύψος από το δάπεδο 62 μέτρα. Κανένας από τους δύο δημιουργούς της Αγίας Σοφίας δεν ευτύχησε να δει το έργο τελειωμένο, καθώς πέθαναν πριν από την ολοκλήρωσή της.
Για χίλια περίπου χρόνια (537-1453), η Αγία Σοφία ήταν το κέντρο της πολιτικής, εκκλησιαστικής και πνευματικής ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Εκεί, ο λαός θα γιορτάσει τους θριάμβους, θα θρηνήσει τις συμφορές και θα αποθεώσει τους νέους αυτοκράτορες. Η εκκλησία είναι αφιερωμένη στην Σοφία του Θεού, αλλά για τους Βυζαντινούς ήταν περισσότερο ταυτισμένη με την Παναγία. Το 626 , όταν η Κωνσταντινούπολη σώθηκε από την πολιορκία Αβάρων και Περσών, εψάλη εκεί για πρώτη φορά εκεί ο Ακάθιστος Ύμνος. Το 860, όταν την Κωνσταντινούπολη πολιόρκησαν οι Ρως (Ρώσοι), ο πατριάρχης Φώτιος πήρε το πέπλο της Θεοτόκου, που φυλασσόταν στην Αγία Σοφία και το εμβάπτισε στην θάλασσα. Τότε προκλήθηκε μεγάλη θαλασσοταραχή που κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο, σύμφωνα με την παράδοση.
Την εποχή της Εικονομαχίας (726-843) απομακρύνθηκαν από την Αγία Σοφία οι εικόνες και κάθε είδους αναπαράσταση των θείων και αγίων προσώπων.
Επί πατριαρχίας του εικονομάχου πατριάρχη Νικήτα Α (766-780) μόνο ο σταυρός εξέφραζε την ταύτιση της Αγίας Σοφίας με την χριστιανική θρησκεία. Στις 16 Ιουλίου 1054 μέσα στην Αγία Σοφία εκτυλίχθηκε ένα από τα σοβαρότερα επεισόδια του εκκλησιαστικού Σχίσματος, όταν ο απεσταλμένος του Πάπα καρδινάλιος Ουμβέρτος επέθεσε επιδεικτικά τη Βούλα Αφορισμού του πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου στην Αγία Τράπεζα, πριν από την έναρξη της Θείας Λειτουργίας. Κατά την διάρκεια της Λατινοκρατίας (1204-1261), η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και έδρα του Λατίνου Πατριάρχη.
Η τελευταία λειτουργία τελέστηκε στις 29 Μαΐου 1453. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, αφού προσευχήθηκε μαζί με το λαό και ζήτησε συγγνώμη για τα λάθη του, έφυγε για τα τείχη, όπου έπεσε μαχόμενος.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Αγία Σοφία έγινε μουσουλμανικό τέμενος (τζαμί) από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή και μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την ίδρυση του σύγχρονου Τουρκικού Κράτους από τον Κεμάλ Ατατούρκ, μετατράπηκε σε μουσείο με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου στις 24 Νοεμβρίου 1934.
Η Αγία Σοφία ως μουσείο άνοιξε τις πύλες της την 1η Φεβρουαρίου 1935 και στις 6 Δεκεμβρίου 1985, ανακηρύχθηκε από την UNESCO, Μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Στις 10 Ιουλίου 2020, ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπέγραψε διάταγμα, με το οποίο η Αγία Σοφία μετατρέπεται και πάλι σε τζαμί, το οποίο θα είναι ανοιχτό σε όλους τους μουσουλμάνους, τους χριστιανούς και τους ξένους, όπως δήλωσε. Το «πράσινο φως» είχε δώσει νωρίτερα με απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Τουρκίας, ακυρώνοντας το προεδρικό διάταγμα του Κεμάλ Ατατούρκ.
Η Αγία Σοφία ως τζαμί άνοιξε τις πύλες της στις 24 Ιουλίου 2020.
Πηγή: sansimera.gr