Που ξέρω ν’ ανακαλύπτω τα κρυμμένα πετροράδικα στις κρυψώνες τους.
Που δε με νοιάζει να με θυμούνται.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος (κατά κόσμον Σεργκέι Σεμιόνοβιτς Σάχαρωφ, ρωσικά: Сергей Семёнович Сахаров; 22 Σεπτεμβρίου 1896 – 11 Ιουλίου 1993) ήταν Ρώσος Ορθόδοξος Ιερομόναχος που ξεκίνησε τη μοναχική του ζωή στο Άγιο Όρος, στη Ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος και θεωρείται από την ορθόδοξη παράδοση ως ένας από τους χαρισματικότερους μοναχούς του 20ου αιώνα.
Κατά την επίσκεψη του στο Άγιον Όρος, τον Οκτώβριο του 2019, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ενώπιον της Σύναξης της Ιεράς κοινότητας, ανήγγειλε ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα προχωρήσει στη μελέτη αγιοκατάταξης του Γέροντα Σωφρόνιου του Έσσεξ.
Γεννήθηκε στη Μόσχα και ήταν μέλος 9μελούς οικογένειας. Το κοσμικό όνομά του ήταν Σέργιος, ενώ έδειχνε από μικρός ιδιαίτερη θεολογική κλίση.
Στην αρχή ασχολήθηκε με την ζωγραφική, ενώ ασχολήθηκε και με τον Βουδισμό και τον Ινδουισμό.
Όταν απογοητεύτηκε από τη φιλοσοφία των Ανατολικών θρησκειών, στράφηκε προς το Χριστιανισμό και πιο συγκεκριμένα την Ορθοδοξία.
Σε ηλικία 25 ετών μετακινήθηκε στη Γαλλία, προσπαθώντας να βρει εργασία ως ζωγράφος.
Στη Γαλλία κατάφερε να γίνει δεκτός στους καλλιτεχνικούς κύκλους, όμως τελικά στράφηκε προς το χριστιανισμό με περισσότερο ζήλο αφού ούτε αυτό τον γέμιζε όπως ο ίδιος αργότερα ομολόγησε και έτσι στράφηκε σε ηλικία 29 ετών στη θεολογία, εισαγόμενος στο Ορθόδοξο Θεολογικό Ινστιτούτο στο Παρίσι.
Με το πέρας των σπουδών έλαβε την απόφαση να μονάσει. Έτσι εγκαταστάθηκε στη Ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος στο Άγιο Όρος, το 1925.
4 έτη αργότερα γνώρισε τον Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, ο οποίος έγινε ο πνευματικός καθοδηγητής του. Στη συνέχεια αναχώρησε για τα Καρούλια του Αγίου Όρους το 1938, που ασκήτεψε αυστηρά.
Το 1948 έφυγε από το Άγιο Όρος ώστε να χειρουργηθεί στη Γαλλία ενώ εξέδωσε σε βιβλίο το βίο του Αγίου Σιλουανού, που εν τω μεταξύ πέθανε. Στη συνέχεια εξέδωσε και άλλα βιβλία το «Περί προσευχής», το «Άσκηση και Θεωρία» και «Η ζωή Του ζωή μου».
Την ίδια εποχή επισκέφτηκε και τη Μόσχα μετά από πολλά χρόνια και έκτοτε είχε πιο στενούς δεσμούς με την πόλη.
Το 1963 εγκατέλειψε το Άγιο Όρος και ίδρυσε μια χριστιανική αδελφότητα, χτίζοντας παράλληλα και ένα μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στο Έσσεξ. Εκεί έμεινε μέχρι που πέθανε το 1993 σε ηλικία 97 ετών.
Εργογραφία
* Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας 1995 (1η έκδοση 1973).
* Η Ζωή Του ζωή μου, Θεσσαλονίκη 1977.
* Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Έσσεξ Αγγλίας 1985.
* Περί προσευχής, Έσσεξ Αγγλίας 1991.
* Περί Πνεύματος και Ζωής, Έσσεξ Αγγλίας 1992.
* Άσκησις και θεωρεία, Έσσεξ Αγγλίας 1996.
* Αγώνας θεογνωσίας, Έσσεξ Αγγλίας 2004.
* Γράμματα στη Ρωσία, Έσσεξ Αγγλίας 2009.
Βιβλιογραφία
* Αναμνήσεις από τον ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟ του ΕΣΣΕΞ, Δήμητρας Β. Δαβίτη, Εκδόσεις Άθως, 1999.
* Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, Αρχιμανδρίτη Ζαχαρία Ζάχαρου, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2000.
* «Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ» – Μητρ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου, Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου, 2007.
* «Αγαπώ άρα υπάρχω» – π. Νικολάου Σαχάρωφ, Εκδόσεις Εν πλω, 2007.
Την Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019 το Οικουμενικό Πατριάρχειο ενέγραψε τον Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Πηγή: www.romfea.gr
Κατά βάθος το ξέρουμε – το αναγνωρίζουμε τις σπάνιες εκείνες μέρες που δεν έχουμε απολύτως τίποτα να κάνουμε. Που απλά ξαπλώνουμε στα βότσαλα και τα χαϊδεύουμε με τα δάχτυλά μας ή που στεκόμαστε πίσω από το παγωμένο τζάμι, πίνοντας ένα ζεστό τσάι και κοιτάζοντας τα φωτάκια στο απέναντι μπαλκόνι.
Το νιώθουμε, τότε, πραγματικά, πως το πραγματικό μυστικό της ευτυχίας, βρίσκεται στο γνήσιο ενδιαφέρον που δείχνουμε στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας. Στο πώς μυρίζει το κεφάλι του παιδιού μας και στους σκληρούς κόμπους στα δάχτυλα του συντρόφου μας…
Το παρακάτω ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη το περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο – και πραγματικά αυτές τις μέρες που αποχαιρετούμε τον παλιό χρόνο και υποδεχόμαστε τον καινούριο, έχει περισσότερο νόημα από ποτέ να το διαβάσουμε…
Mπορώ να γίνω ευτυχισμένος με τα πιο απλά πράγματα
και με τα πιο μικρά..
Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου
Στα φετινά σύντομα κηρύγματα των Κυριακών του Καλοκαιριού, αγαπητοί αδελφοί, θα αναφερθώ στις Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας μας, και κυρίως στα δογματικά θέματα, με τα οποία ασχολήθηκαν οι άγιοι Πατέρες μας, οι οποίοι ήταν θαυμαστά μέλη τους. Πρέπει οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί να γνωρίζουμε την Ορθόδοξη πίστη μας.
Βέβαια, τα θέματα αυτά είναι μεγάλα και σοβαρά και δεν μπορούν να αναλυθούν επαρκώς σε μικρά σύντομα ευχαριστιακά κηρύγματα, αλλά θα τονισθούν μερικά από τα βασικότερα σημεία των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, που είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Πρόκειται, δηλαδή, για μια μικρή γνώση, και εκείνοι που ενδιαφέρονται θα μπορέσουν να ενδιαφερθούν να αντλήσουν περισσότερες πληροφορίες.
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στην Νίκαια της Βιθυνίας, το έτος 325 μ.Χ. από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Πρόεδροι της Συνόδου διετέλεσαν ο Αντιοχείας Ευστάθιος και ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, ίσως και ο Κορδούης Όσιος.
Το δογματικό θέμα με το οποίο ασχολήθηκε η Σύνοδος αυτή ήταν η αίρεση του Αρείου. Ο Άρειος ήταν Πρεσβύτερος της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας και είχε καταδικασθή προηγουμένως από Σύνοδο της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας για τις αιρέσεις του ως προς την θεότητα του Χριστού. Επειδή, όμως, οι αιρετικές του απόψεις διαδόθηκαν και σε άλλες εκκλησιαστικές περιοχές της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας και δημιούργησαν προβλήματα, γι’ αυτό ο Αυτοκράτωρ Μέγας Κωνσταντίνος συνεκάλεσε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, για να λύση το θέμα.
Βασική πρόταση του Αρείου ήταν ότι κάποτε δεν υπήρχε ο Υιός του Θεού. Έλεγε: «ην ποτέ ότε ουκ ην». Συνέπεια αυτής της απόψεώς του ήταν ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού κτίσθηκε από τον Πατέρα εν χρόνω, δηλαδή υπήρξε χρόνος κατά τον οποίον δεν υπήρχε ο Υιός του Θεού, άρα έθετε χρόνο μεταξύ του Πατρός και του Υιού∙ ότι ο Υιός δεν έχει την ίδια ουσία με τον Πατέρα, που σημαίνει ότι είναι τρεπτός∙ και ότι αγνοεί τον Πατέρα. Και κατά συνέπεια και το Άγιον Πνεύμα είναι κτίσμα που δημιουργήθηκε από τον Πατέρα διά του Υιού.
Ο Άρειος ξεκινούσε από φιλοσοφικές απόψεις, ιδίως από την αρχή του Αριστοτέλους ότι κάθε τι που προέρχεται από την φύση είναι αναγκαστικό. Επειδή ο Υιός αν εγεννάτο από την φύση του Πατρός θα ήταν κατ’ ανάγκη Υιός του Θεού, γι’ αυτό έλεγε ότι δημιουργήθηκε από την βούληση του Πατρός. Αυτό σήμαινε ότι ο Λόγος δεν θα ήταν Θεός, αλλά κτίσμα, και μάλιστα το πρώτο κτίσμα της δημιουργίας. Επίσης βασική θέση του Αρείου ήταν ότι ο Υιός λειτουργεί ως κατώτερη θεότητα, η οποία δημιουργεί τους ανθρώπους, αλλά είναι αλλότριος στην ουσία από τον ανώτερο Πατέρα.
Αυτές οι αιρετικές απόψεις δημιούργησαν μεγάλη σύγχυση στο πλήρωμα της Εκκλησίας, γιατί οι πιστοί γνώριζαν από τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, που είδαν τον άσαρκο Λόγο, και τους Αποστόλους της Καινής Διαθήκης, που είδαν την θεότητα του Χριστού, είδαν το Φως του Θεού –όπως οι Μαθητές επάνω στο όρος Θαβώρ, αλλά και σε άλλα γεγονότα, ιδιαιτέρως δε στην Πεντηκοστή– ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός, γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν από τους αιώνες, είναι Φως που προέρχεται από το Φως, και έχει την ίδια ουσία με τον Πατέρα και Αυτός γνωρίζει τον Πατέρα και Τον φανέρωσε στους ανθρώπους.
Έτσι, οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου ομολόγησαν αυτήν την πίστη των Προφητών και των Αποστόλων, αλλά και από την δική τους εμπειρία που είχαν, και συνέταξαν τα πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως, που ομολογούμε και απαγγέλλουμε μέχρι σήμερα.
Συγκεκριμένα, γράφεται στο Σύμβολο της Πίστεως ότι πιστεύουμε στον ένα Θεό, τον Πατέρα που είναι δημιουργός όλων των ορατών και των αοράτων, ώστε να αποκλεισθή η άποψη ότι ο δημιουργός του κόσμου είναι ένας κατώτερος Θεός, όπως πίστευαν οι γνωστικοί φιλόσοφοι. Έπειτα, ομολογείται η θεότητα του Χριστού, που γεννήθηκε προ πάντων των αιώνων από τον Πατέρα και δεν υπάρχει χρόνος μεταξύ του Πατρός και του Υιού∙ ότι ο Χριστός είναι Φως όπως ο Πατήρ, είναι ομοούσιος με τον Πατέρα∙ και ότι ο Υιός του Θεού ενηνθρώπησε για την σωτηρία μας. Επίσης, στο πρώτο αυτό Σύμβολο της Πίστεως γράφεται ότι πιστεύουμε και στο Άγιον Πνεύμα, και στο τέλος αναθεματίζονται όσοι διδάσκουν τα αντίθετα από αυτά.
Βέβαια, το Σύμβολο αυτό ολοκληρώθηκε από την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, όπως θα δούμε την άλλη Κυριακή, αλλά το σημαντικό είναι ότι εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουμε απολύτως στην θεότητα του Χριστού, πράγμα το οποίο μας διαβεβαίωσαν όσοι είδαν την δόξα Του, την θεότητά Του ως Φως. Αυτοί είναι οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Πατέρες διά μέσου των αιώνων.
Ο Άρειος και όλοι οι αιρετικοί ομιλούν για τα θέματα αυτά χρησιμοποιώντας την φιλοσοφία, την φαντασία και τον στοχασμό, ενώ οι θεόπτες Προφήτες, Απόστολοι και Πατέρες διατυπώνουν την εμπειρία που είχαν, και ομολογούν ότι ο Χριστός είναι Φως, που γεννήθηκε προ πάντων των αιώνων από το Φως και είναι αληθινός Θεός.
Αυτόν λατρεύουμε, Αυτόν αγαπάμε και τηρούμε τις εντολές Του, για να φθάσουμε στο Φως.
Πηγή: Εκκλησιαστική Παρέμβαση, ΤΕΥΧΟΣ 251 – ΙΟΥΝΙΟΣ 2017