Ο μακαριστός γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης απαντά σε ερωτήσεις του ομ. Καθηγητή Παιδαγωγικών κ.Γεωργίου Κρουσταλάκη γύρω από θέματα πνευματικής ζωής και ορθόδοξης πνευματικότητας.

Σήμερα, το Ευαγγελικό ανάγνωσμα μάς παρουσιάζει αρκετά στοιχεία που χρειάζεται να έχουμε στη ζωή μας.
Φεύγοντας ο Χριστός από την πόλη των Γαδαρηνών, κατευθύνεται προς την Καπερναούμ. Ξαφνικά, μέσα στον κόσμο, πέφτει στα πόδια του Χριστού, ο αρχισυνάγωγος της συναγωγής της Καπερναούμ, ο Ιάειρος, να μεταβεί στο σπίτι του γιατί η κόρη του ήταν έτοιμη να πεθάνει σε ηλικία μόλις 12 ετών. Στην πορεία του Χριστού προς το σπίτι του Ιαείρου, ο λαός ήταν ασφυκτικά κοντά Του και, ξαφνικά, μία γυναίκα ακούμπησε την άκρη του ενδύματός Του, κρυφά για να μην τη δει κανένας, και έγινε καλά, αφού 12 χρόνια έπασχε από αιμορραγία και ξόδεψε όλη την περιουσία της για να γίνει καλά.
Τότε, ο Χριστός είπε: «τίς ὁ ἁψάμενός μου;» (Ποιος με άγγιξε;). Όλος ο λαός αρνιόταν κάτι τέτοιο· τότε ο Πέτρος και οι υπόλοιποι μαθητές του Χριστού, είπαν: «ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;» (Διδάσκαλε, ο λαός σε περικύκλωσε και σε πιέζει ασφυκτικά και εσύ λες, ποιος με άγγιξε;).
Η απάντηση του Χριστού ήταν: «ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ» (Κάποιος με άγγιξε, γιατί κατάλαβα ότι βγήκε από πάνω μου δύναμη θαυματουργική). Η γυναίκα κατάλαβε ότι δεν πέτυχε να μείνει κρυφτή από το Χριστό και βγήκε με φόβο ενώπιον του Διδασκάλου για να περιγράψει την κατάστασή της.
«θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην» ήταν η απάντηση του Χριστού προς τη γυναίκα που αντιμετώπιζε και θεραπεύτηκε από το χρόνιο πρόβλημά της.
Αφού συνομιλούσε ο Χριστός με την αιμορροούσα, ήλθε κάποιος από το σπίτι του αρχισυνάγωγου Ιαείρου και μετέφερε το μήνυμα ότι η κόρη του πέθανε και να μην κουράζει άλλο το Διδάσκαλο. Η απάντηση του Χριστού και σε αυτό το σημείο ήταν καθοριστική: «μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται».
Φθάνοντας στο σπίτι του Ιαείρου, μπήκε στο δωμάτιο της νεκρής κόρης ο Χριστός, ο Πέτρος, ο Ιωάννης, ο Ιάκωβος, ο πατέρας και η μητέρα του κοριτσιού. Όλοι έκλαιγαν για τον άδικο χαμό του νεαρού κοριτσιού και ο Χριστός τους απαντάει ότι: «μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει», (Δεν πέθανε, αλλά κοιμάται). Αυτοί, όμως, ήταν βέβαιοι ότι πέθανε και περιγελούσαν το Χριστό που είπε αυτά τα λόγια.
Βγάζει από το δωμάτιο της κόρης όλους τους παρευρισκόμενους, πιάνει το χέρι της κόρης και λέει: «ἡ παῖς, ἐγείρου» (Κόρη, σήκω επάνω). Επέστρεψε το πνεύμα της και αναστήθηκε και διέταξε ο Χριστός να της δώσουν να φάει. Παρήγγειλε, όμως, να μην πουν πουθενά ό,τι έγινε.
Και στα δύο γεγονότα που περιγράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο Ιάειρος και η αιμορροούσα είχαν πίστη και ελπίδα στο Χριστό. Η μεν αιμορροούσα ξόδεψε όλα τα λεφτά και την περιουσία της για να βρει την υγεία και ο δε Ιάειρος δεν μπορούσε από τη θέση που κατείχε να βοηθήσει την κόρη του. Προσπάθησαν μόνοι τους να βρουν λύση, όμως ήταν μάταια. Στο τέλος, τους έμεινε να ελπίζουν σε μία βοήθεια από το Χριστό. Ο Χριστός που είναι «η ελπίδα πέρα από την ελπίδα», κατά τον Μητροπολίτη Σουρόζ Αντώνιο Bloom. Με τις ανθρώπινες δυνάμεις δεν μπορούσαν, πλέον να κάνουν τίποτα, όμως «Ὅ,τι εἶναι ἀδύνατο στὸν ἄνθρωπο, εἶναι δυνατὸ στὸν Θεό», κατά το λόγο του Κυρίου.
Ας δούμε λίγο και τον εαυτό μας!
Έχουμε ακουμπήσει την ελπίδα μας στο Χριστό;
Έχουμε πίστη στο Χριστό;
Έχουμε πίστη στο θέλημά Του ή θέλουμε να γίνει το δικό μας θέλημα;
Μάλλον, ακόμα δεν έχουμε φτάσει στον Ιάειρο και στην αιμορροούσα· και το λέω, πρώτα για μένα.
Θέλουμε, σε κάθε στάδιο της ζωής μας, να έχουμε τον έλεγχο εμείς. Θέλουμε να γίνει αυτό που θέλουμε εμείς· και όχι ο Θεός.
Όταν πηγαίνουμε στην Εκκλησία, στον οίκο του Θεού, καταλαβαίνουμε Ποιος είναι εκεί μέσα;
Έχουμε τη δυνατότητα, εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, όχι μόνο να αγγίζουμε το Χριστό αλλά να παίρνουμε όλο το Χριστό, όλο το Σώμα Του, διά της Θείας Κοινωνίας. Η αιμορροούσα έγινε καλά μόνο που ακούμπησε το ένδυμα του Χριστού. Εμείς, άραγε που μπορούμε να έχουμε μέσα μας ολόκληρο το Χριστό, γνωρίζουμε τι είναι;
Η αιμορροούσα, μάς δείχνει και πάλι το δρόμο. Ήθελε να πάει κοντά στο Χριστό για να γίνει καλά, αλλά λόγω του πολύ κόσμου που ήταν γύρω γύρω από το Χριστό ήταν αρκετά δύσκολο. Δεν το έβαλε κάτω. Έκανε την προσπάθειά της και τα κατάφερε.
Ας κάνουμε και εμείς το ίδιο. Να κάνουμε μία προσπάθεια, να πορευτούμε έναν δρόμο που θα μας οδηγήσει κοντά στο Χριστό.
Ας ξεκινήσουμε στην ώρα της Θείας Λειτουργίας και να προσπαθήσουμε να απομακρύνουμε όλες τις σκέψεις και τους προβληματισμούς εκείνη την ώρα και να εστιάσουμε στα τελούμενα εντός του ναού. «Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία, καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου, καὶ μηδὲν γήϊνον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω…», μάς λέει η Εκκλησία το Μ. Σάββατο.
Ας προσπαθήσουμε να έχουμε πίστη στο Θεό και να στρέψουμε όλες μας τις ελπίδες σε Αυτόν! Οι άνθρωποι, ίσως, μας απογοητεύσουν ορισμένες φορές· ο Θεός, όμως, ποτέ. Γιατί μάς αγαπάει αφού είμαστε παιδιά Του!
Σωτήριος Θεολόγου
Πηγή: pemptousia
«Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γαρ
εν τω οίκω σου δει με μείναι» (Λκ 19:5).
Όπως ο Τίμιος Πρόδρομος, όπως ο Χριστός μας, έτσι και η Εκκλησία μας, δεν χάνουν ευκαιρία, κάθε τόσο, να μας ομιλούν για το πολύ σπουδαίο, το απαραίτητο έργο που πρέπει να κάνει κάθε αμαρτωλός, κάθε άνθρωπος, διότι όλοι αμαρτωλοί είμαστε, για το έργο της μετανοίας. Έτσι και σήμερα, ακούσαμε κατά την ανάγνωση του ιερού Ευαγγελίου (Λκ 19:1-10), για τη μετάνοια του Ζακχαίου που είχε ως αποτέλεσμα τη σωτηρία (σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο).
Ο Κύριος περνούσε μέσα από την Ιεριχώ. Και να, κάποιος που ονομαζόταν Ζακχαίος, ζητούσε να δει ποιος είναι ο Χριστός. Και αυτός ήταν αρχιτελώνης και πολύ πλούσιος.
Για να καταλάβουμε καλύτερα την περικοπή και ιδιαίτερα το μέγεθος και την αξία της μετάνοιας, πρέπει να αναφέρουμε λίγα για τους τελώνες.
Οι τελώνες της εποχής εκείνης διέφεραν πολύ από τους σημερινούς. Ήταν ιδιώτες που αγόραζαν τους φόρους από το δημόσιο με δημοπρασία. Τότε οι φόροι ήταν πολύ βαρύτεροι των σημερινών και μάλιστα όταν επρόκειτο για υπόδουλους λαούς. Ο κατακτητής έπαιρνε τα μισά από την περιουσία και το εισόδημα του υπόδουλου, με την δημοπρασία οι φόροι μεγάλωναν ακόμα περισσότερο και γίνονταν τεράστιοι, οι δε τελώνες για τους εισπράξουν φέρονταν σκληρά και απάνθρωπα. Χαρακτηριστικό το αναφερόμενο από ιουδαίο συγγραφέα της εποχής εκείνης· μερικοί τελώνες βρήκαν κάποιους φορολογούμενους να έχουν πεθάνει. Τους ξέθαψαν και άρχισαν να τους μαστιγώνουν δημοσίως. Όταν κάποιοι αγανακτισμένοι τους ρώτησαν το γιατί, εκείνοι απάντησαν ότι το έκαναν για να εξαναγκάσουν τους συγγενείς να πληρώσουν τους φόρους τους.
Οι τελώνες αυτοί ήταν οργανωμένοι σε εταιρίες, μεγάλες και μικρότερες, ο δε διευθυντής μιας τέτοιας μικρής εταιρίας ονομαζόταν αρχιτελώνης. Τέτοιος αρχιτελώνης ήταν ο Ζακχαίος του σημερινού ευαγγελίου, ο οποίος ήταν πλούσιος και κατείχε υψηλή κοινωνική θέση. Παρ’ όλα αυτά θέλησε να δει τον Χριστό. Αλλά ο πολύς κόσμος αφ’ ενός, και το μικρό του ανάστημα αφ’ ετέρου, τον εμπόδιζαν να πραγματοποιήσει την καλή του επιθυμία. Όμως επειδή το ήθελε πραγματικά, επειδή το ήθελε πολύ, βρήκε τη λύση. Ξεπέρασε τα εμπόδια ανεβαίνοντας στο δένδρο κάποιας συκομουριάς, παρόλο που ο κόσμος θα γελούσε μαζί του ή και θα τον ειρωνευόταν. Για να εκτιμήσουμε καλύτερα την πράξη του, ας φανταστούμε τον αντιδήμαρχο μιας πόλεως ή τον πρόεδρο μεγάλου επαγγελματικού συλλόγου, να ανεβαίνει σε ένα δένδρο ή σε ένα στύλο.
Έτσι ο Ζακχαίος, με την πράξη του αυτή, έδειξε ότι δεν είχε απλώς μια περιέργεια να δει τον Χριστό, αλλά βαθειά επιθυμία, πόθο μεγάλο να συναντηθεί, έστω με το βλέμμα, μαζί του. Και τον πόθο, την αγάπη του για το Χριστό, την έβαλε πάνω από κάθε άλλο.
Δεν λογάριασε το «τι θα πει ο κόσμος». Αυτό που τόσο πολύ εμείς υπολογίζουμε και δυστυχώς πολλές φορές το βάζουμε πάνω από την πίστη και την αγάπη μας προς τον Χριστό. Αισθανόμαστε άσχημα ή φοβόμαστε τις ειρωνείες, για εκείνο που θα έπρεπε να είναι το εν Κυρίω καύχημά μας. Δεν κάνουμε π.χ. το Σταυρό μας ή δεν λέμε ότι νηστεύουμε, όχι βέβαια με φαρισαϊκή υπερηφάνεια αλλά με απλή διάθεση ομολογίας, και γενικά προσπαθούμε να κρύψουμε την χριστιανική μας ιδιότητα, φοβούμενοι τη γνώμη αυτών που πραγματικά είναι ταλαίπωροι και πραγματικά είναι χαμένοι, καθώς δεν ξέρουν ούτε από πού έρχονται ούτε πού πάνε.
Αλλά ο πόθος, η αγάπη για το Χριστό και η ταπείνωση του Ζακχαίου δεν ήταν δυνατόν να διαφύγουν της προσοχής του Κυρίου και να μη αποτελέσουν τον καταλύτη για περαιτέρω ευλογίες. «Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, διότι σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου». Και εκείνος κατέβηκε και τον υποδέχθηκε με χαρά.
Όλοι, οι εντός εισαγωγικών καλοί, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να λένε ότι ο Κύριος πήγε να μείνει στο σπίτι ενός αμαρτωλού. Αλλά ο Ζακχαίος τους αποστόμωσε με την έμπρακτη μετάνοιά του, λέγοντας προς τον Κύριο: «τα μισά από τα υπάρχοντά μου τα δίνω στους πτωχούς· και αν κάποιον αδίκησα παίρνοντας κάτι με απάτη, του το δίνω στο τετραπλάσιο».
Η μετάνοια, όταν είναι αληθινή, ακολουθείται από ανάλογα έργα και προπαντός από επανόρθωση των αδικημάτων. Πήραμε κάτι άδικα, πρέπει να το επιστρέψουμε. Είπαμε ψέματα, να πούμε την αλήθεια, κτλ. Και όπως η αγάπη χωρίς τα έργα είναι νεκρή, έτσι και η μετάνοια, χωρίς πράξεις μετανοίας είναι μια απλή μεταμέλεια, λύπη για το κακό που έγινε, χωρίς το θετικό στοιχείο, την αλλαγή τρόπου σκέψεως και ζωής, που είναι το τελικώς ζητούμενο.
Αλλά και κάτι άλλο έχει να μας πει η περίπτωση του Ζακχαίου. Είδαμε στο βάθος μιας θηριώδους ψυχής ότι υπήρχε μια γωνίτσα με κάτι αγνό, μια σπίθα καλοσύνης που με το πλησίασμα του Χριστού έγινε φωτιά που έκαψε την αμαρτία, οδήγησε στη μετάνοια και τη σωτηρία.
Αυτό το καλό ας το βλέπουμε, ας το προϋποθέτουμε σε κάθε άνθρωπο όσο κακός κι αν φαίνεται. Ας μη τον καταδικάζουμε, αλλά ας τον συμπαθούμε και ας ζητάμε από το Θεό να του δώσει μετάνοια και σωτηρία.
Τελικά η πραγματική μετάνοια είναι ένα θαύμα που κάνει ο Θεός. Όπως, μας λέει ο άγιος Μακάριος, κάποιος που βλέπει ένα πουλί να πετά θέλει και αυτός να πετάξει, αλλά του είναι αδύνατον καθώς δεν έχει φτερά, έτσι και στον άνθρωπο είναι εύκολο το να θέλει να είναι καθαρός και άμωμος και να μη έχει μέσα του την κακία αλλά να είναι πάντα με το Θεό· το να το μπορεί όμως δεν το έχει. Θέλει να πετάξει στον αέρα τον θεϊκό και την ελευθερία του Αγίου Πνεύματος , αλλά εάν δεν πάρει φτερά δεν το μπορεί.
Ας παρακαλέσουμε λοιπόν το Θεό να μας δώσει πτέρυγας περιστεράς του Αγίου Πνεύματος, για να πετάξουμε προς αυτόν και να καταπαύσουμε, και να διαχωρίσει και να παύσει από την ψυχή και το σώμα μας την αμαρτία που κατοικεί στα μέλη της ψυχής και του σώματός μας, διότι μόνο αυτός μπορεί να το κάνει. Μόνο αυτός έκανε την ελεημοσύνη αυτή στους ανθρώπους που πιστεύουν σε αυτόν ότι λυτρώνει από την αμαρτία, και κάνει τη σωτηρία αυτή την απερίγραπτη σε αυτούς που προσδοκούν πάντα και ελπίζουν και ζητούν αδιαλείπτως.
Είθε και εμείς, αυτή τη μετάνοια του Ζακχαίου να ποθούμε, να επιδιώκουμε, να ζητούμε και να επιτύχουμε από την παρούσα ζωή, με τη χάρη του Αγίου Τριαδικού Θεού. Αμήν.
Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας