
Related Posts

Η αγάπη του Θεού
Τόσο πολύ τον αγαπά ο Θεός τον άνθρωπο, ώστε δεν περιγράφεται η αγάπη του. Δεν ξεχώρισε ποτέ τον δίκαιο από τον αμαρτωλό· δεν έκανε σύγκριση ποτέ πονηρού και αγαθού.
Καθώς η μέλισσα, αν βρεθεί ένας βώλος ζάχαρη ή τίποτα άλλο γλυκό πάνω σε ένα σωρό κοπριά, δεν τη νοιάζει εκείνη πως είναι πάνω σε ακάθαρτα, παρά θα πάει πάνω από την κοπριά να παραλάβει τη ζάχαρη ή οτιδήποτε άλλο είδος, από τα οποία θα κατασκευάσει κατόπιν εκείνη το μέλι.
Έτσι και η αγαθότητα του Θεού· δεν βλέπει πού βρίσκεται ο άνθρωπος, στην αμαρτία ή στην αρετή· στην καλοσύνη ή στην κακία. Βλέπει μόνο τη στιγμή εκείνη που πλησιάζει κοντά Του. Δεν σε αποστρέφεται για την πρώτη σου ζωή, αλλά σε δέχεται για τη στιγμή εκείνη της επιστροφής σου. Διότι ίσως να έκλαψες τη στιγμή εκείνη, ίσως να θρήνησες, ίσως να έβαλες ένα λογισμό μετανοίας και να ζήτησες συγχώρηση από τον Θεό.
Δεν βλέπει την ακαθαρσία του ανθρώπου, βλέπει τη δική του ευσπλαχνία, βλέπει τη συμπάθειά του και νικιέται, για να ρίξει έλεος στον αμαρτωλό. Γίνεται αντανάκλαση της χάριτος· όπως έγινε και πάνω στο Σταυρό για τον ληστή.
Το βλέμμα του ληστή έλκυσε τη μορφή του Χριστού μέσα στην καρδιά του. Διότι το βλέμμα εκείνο ήταν ικετευτικό, γεμάτο πόνο και μετάνοια· και του είπε ένα λόγο γλυκό, που δεν ακούσθηκε γλυκύτερος σ’ όλο τον κόσμο: «Μνήσθητί μου, Κύριε», του είπε, «όταν έλθης εν τη βασιλεία σου». Θυμήσου και μένα, Χριστέ μου, όταν πας στη βασιλεία σου!
Τι γλυκός λόγος! Όλα τα σιρόπια, όλα τα πανευφρόσυνα, όλα τα ευχάριστα του κόσμου τα υπερνικά ο λόγος αυτός. Αμέσως κτύπησαν αυτά μέσα στην καρδιά του Χριστού και έγινε αντανάκλαση της χάριτος. Του απάντησε λοιπόν: «Αλήθεια σου λέω και εγώ, ότι σήμερα θα έλθεις μαζί μου στον παράδεισο».
Για τη μετάνοια αυτής της στιγμής που δείχνεις, ξεχνώ όλους τους φόνους και τα κακουργήματα που έχεις καμωμένα· και η ευσπλαχνία μου με παρακινεί να σου πω αυτό τον λόγο: έλα μαζί μου στη βασιλεία μου.
Μήπως και ημείς, αδελφές, δεν μοιάζουμε καμιά φορά με τον ληστή; Είμαστε όλο στολισμένοι με χάρες; Δεν έχουμε ακάθαρτα και αμαρτίες; Δεν μολύνουμε κάθε λίγο τις ψυχές μας; Δεν βλέπουμε τον πλησίον μας με κακία; Δεν κρίνουμε και κατακρίνουμε; Δεν οργιζόμαστε, δεν φθονούμε, δεν συκοφαντούμε; Αλλά μήπως ο Θεός για όλα αυτά μας αποπέμπει; Μήπως εάν εμείς είμαστε ακάθαρτοι, εάν είμαστε μοχθηροί και κακότροποι, εκείνος μας οργίζεται, μας μισεί; Όχι. Με αυτά τα ακάθαρτα χείλη που έχουμε, δέχεται και τον δοξολογούμε· μ’ αυτά τα ρυπαρά μας εντόσθια δέχεται και τον γευόμαστε· μ’ αυτά τα αμαρτωλά μας χέρια και πόδια μάς κρατεί στη ζωή.
Τέτοια αγάπη μάς έχει, τέτοια συμπάθεια έχει για τον άνθρωπο, τέτοια μακροθυμία για όλους μας. Μήτε Εβραίο ξεχωρίζει μήτε Έλληνα μήτε Οθωμανό. Για όλους την ίδια στοργή αισθάνεται.
Και όπως τον καιρό της σταυρώσεως καρφωμένος πάνω στο μαύρο ξύλο φώναζε γλυκά-γλυκά: «Πάτερ μου, μη συνερισθείς τους σταυρωτές μου, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν, δεν με κατάλαβαν ποιος είμαι· δεν καταλαβαίνουν». Τα ίδια εξακολουθεί να φωνάζει ακόμα μέχρι σήμερα για όλους μας ο Χριστός.
Πόσα σφάλλει κάθε ημέρα η ανθρωπότητα στον Θεό! Και όμως εκείνος ποτέ δεν μας οργίζεται· ποτέ δεν μας ρίχνει κακία· ποτέ, ποτέ! Τον βλασφημούμε, τον παροργίζουμε, τον μουτζώνουμε, τον ξανασταυρώνουμε και εκείνος πάλι μας υπομένει· πάλι μας αγαπά. Διότι είναι ο Θεός ελέους, είναι Θεός της αγάπης, Θεός της ευσπλαχνίας. Για όλα αυτά τα ακάθαρτα, τα οποία του προσφέρουμε εμείς, εκείνος μας προσφέρει έλεος και παρηγοριά.
Ποτέ δεν σιχαίνεται ο Θεός κανένα μας. Μόνο ο άνθρωπος σιχαίνεται ο ένας τον άλλο· μόνο ο άνθρωπος είναι σκληρός· μόνο ο άνθρωπος δεν υπομένει ο ένας τον άλλο· παρά κρίνει και κατακρίνει και συκοφαντεί και κατηγορεί και ζητεί να βλάψει και να καταστρέψει και να αδικήσει τον άλλο.
Ο Θεός όμως δεν κάνει έτσι· όλο φροντίζει πώς να βοηθήσει τον άνθρωπο· όλο ζητεί να του δίνει χείρα βοηθείας. Πότε έναν πνευματικό φανερώνει να τον συμβουλέψει, πότε κανέναν άγγελο να τον φωτίσει, πότε κανένα λογισμό καλό του βάζει, πότε μια έμπνευση θεϊκή του φέρνει, άλλοτε κανέναν άνθρωπο καλό τού παρουσιάζει και του δίνει μια παρηγοριά…
Και σεις, αδελφές, συμπάθεια να έχετε η μία για την άλλη σας. Όχι με μίσος και έχθρα, όχι με φθόνο και κακία, όχι με πονηρία και σκληρότητα ψυχής και απανθρωπία. Παρά με συμπάθεια, με μακροθυμία, με καρτερία, με σπλάχνα οικτιρμών και φιλανθρωπίας ο ένας για τον άλλο μας. Σήμερα είσαι εσύ, αύριο εγώ· τώρα σφάλλει ο ένας, σε λίγο ο άλλος.
Κάθε στιγμή μας συγχωρεί ο Θεός· και μείς να συγχωρούμε αλλήλους· και μείς να κλάψουμε και να θρηνήσουμε και να λυπηθούμε και να συμπονέσουμε και να παρακαλέσουμε τον Θεό για το σφάλμα του αδελφού μας. Αυτή είναι η μεγαλύτερη αρετή. Όσες αρετές και αν έχεις, όσα καλά έργα και προσευχές και αγαθοεργίες και αν κάνεις, όλα τα υπερβαίνει, αν πεις ένα λόγο: «Θεέ μου, συγχώρεσε τον αδελφό μου για ό,τι μου έκανε».
(30 Αυγούστου 1954)
Άγιος Άνθιμος της Χίου
Από το περιοδικό “Ορθ. Φιλόθεος Μαρτυρία”, Διδαχές από άγιες μορφές, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 25.

Καλό είναι να υπάρχεις, αλλά να ζεις είναι άλλο πράγμα
Οι άνθρωποι καταντήσανε σάν άδεια κανάτια, καί προσπαθούν νά γεμίσουν τόν εαυτό τους, ρίχνοντας μέσα ένα σωρό σκουπίδια, μπάλλες, εκθέσεις μέ τερατουργήματα, ομιλίες καί αερολογίες, καλλιστεία, πού μετριέται η εμορφιά μέ τή μεζούρα, καρνάβαλους ηλίθιους, συλλόγους λογής-λογής μέ γεύματα καί μέ σοβαρές συζητήσεις γιά τόν ίσκιο τού γαϊδάρου, συνδέσμους αφιερωμένους στούς αποθεωμένους άνδρας τής Ευρώπης κι ένα σωρό αλλά τέτοια.
Αυτή, μέ μιά ματιά, είναι η εικόνα τής ανθρωπότητας σήμερα, πού νά μήν αβασκαθεί! Πού νά βρεί κανένας καταφύγιο;
Εκείνους τούς λίγους πού δέν είναι ενθουσιασμένοι από «τά θαύματα τής εποχής μας», οι άλλοι, αυτή η μερμήγκια πού έκανε αυτόν τόν παράδεισο καί πού τόν χαίρεται, τούς λέγει τρελλούς, όπως θά λέγανε παλαβούς κάποιους ανθρώπους μέ σωστά μυαλά οι άρρωστοί του φρενοκομείου, βλέποντας τούς ανάμεσά τους.
Δόξα στόν Θεό, πού υπάρχει ακόμα κάποιο καταφύγιο γιά μάς πού δέν είμαστε σέ θέση νά νοιώσουμε «τό μεγαλείο της εποχής μας». Δόξα στόν Θεό πού υπάρχουν ακόμα βουνά, χωράφια καί κάποιοι τόποι πού δέν τούς εξήρανε αυτή η φυλλοξήρα πού λέγεται πολιτισμός.
Τράβα, λοιπόν, μακρυά από τίς σφηγκοφωλιές πού τίς λένε πολιτείες, γιά νά γλυτώσεις από τό μαράζι, γιά νά νοιώσεις απάνω σου τή ζωογόνα πνοή τού Θεού. Αλλά, αυτό δέν φτάνει. Πρέπει νά έχεις μάτια αγνά γιά νά βλέπεις, αυτιά αγνά γιά ν ακούς, καρδιά αγνή γιά νά αισθάνεσαι, κι όχι χαλασμένη.
Γιατί από τίς πολιτείες τρέχουνε γιά νά φύγουνε, όποτε μπορέσουνε, κι εκείνοι πού καυχιούνται πώς η εποχή μας είναι θαυμάσια, μά, φεύγοντας από τίς σφηγκοφωλιές, κουβαλάνε μαζί τους καί τήν παραμορφωμένη ψυχή τους. Γι αυτό δέν είναι σέ θέση νά νοιώθουνε τήν εμορφιά ενός βουνού, παρά μόνο σάν ορειβάτες, μ άλλα λόγια δέν νοιώθουνε τίποτα, μήτε ένα δέντρο είναι σέ θέση νά χαρούνε, μήτε τό μυστήριο πού έχει τό κύμα, μήτε τό θρησκευτικό πανηγύρι τών λουλουδιών.
Κι αυτή είναι η αιτία πού τρέχουνε σάν τρελλοί μέ τ αυτοκίνητα γιά νά μή δούνε τίποτα, νά μήν αισθανθούνε τίποτα, νά μήν αγαπήσουνε τίποτα. Αυτό τό λένε «φυσιολατρία»! Όπως καταντήσανε τά πάντα, οι ιδέες, οι τέχνες, οι θρησκείες, έτσι κατάντησε κι η φυσιολατρία.
Εμείς όμως «οι καθυστερημένοι», περπατάμε καί χαιρόμαστε σάν βλέπουμε ένα κομμάτι γαλανόν ουρανό, ανάμεσα στά σύννεφα, καί κανένα χελιδόνι πού πετά από πάνω μας καί πού θαρρείς πώς θά τρυπώσει μέσα στό γαλάζιο εκείνο παραθύρι.
Νοιώθουμε τή μυρουδιά πού βγάζουνε τ αγριολούλουδα καί τ αγιασμένα χορτάρια, καθώς καί τό χώμα τής βλογημένης γής μας. Αναστηνόμαστε από τ αγεράκι πού φυσά, σάν νά μαστε βαρυποινίτες πού δραπετέψαμε από τή φυλακή, καί δοξάζουμε τόν Κύριο πού δέν είμαστε σέ θέση νά νοιώσουμε τήν εξαίσια εποχή μας καί τά καλά της.
Φώτης Κόντογλου
Φώτης Κόντογλου, Οι λίγοι καθυστερημένοι ανάμεσα στούς σημερινούς ανθρώπους, Συλλογή: Μυστικά Άνθη, Εκδόσεις, Παπαδημητρίου)