Τι είναι το αντίδωρο; Για ποιο λόγο ονομάζεται αντίδωρο; Πώς φτιάχνεται το αντίδωρο; Που βρίσκουμε το αντίδωρο; Ποιος μπορεί να φτιάξει αντίδωρο; Κάθε πότε τρώγεται το αντίδωρο και ποιες προϋποθέσεις χρειάζονται;
Το αντίδωρο μας το δίνει ο ιερέας μέσα στην Εκκλησία στο τέλος της Θείας Λειτουργίας. Ο πρώτος και κύριος σκοπός του χριστιανού εκτός από την προσευχή που θα κάνει μέσα στον Ιερό Ναό, είναι το να ενωθεί με τον Ιησού Χριστό. Η ένωση αυτή επιτυγχάνεται όταν ο χριστιανός μετέχει στην Θεία Κοινωνία, λαμβάνοντας το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
Η Θεία Κοινωνία είναι κάτι το μοναδικό, κάτι το ξεχωριστό, κάτι το ασύλληπτο για τον χριστιανό που γνωρίζει πραγματικά την αξία της Θείας Κοινωνίας. Ένα ουράνιο δώρο που μας δίνει ο Θεός παρόλο που δεν είμαστε άξιοι, είτε κληρικοί είτε λαϊκοί.
Γι’ αυτό και την ώρα που γίνεται η Μεταβολή των Τιμίων Δώρων στην Θεία Λειτουργία, δηλαδή, την ώρα που το Άγιο Πνεύμα δια των χειρών του ιερέα μετατρέπει το ψωμί σε Σώμα Χριστού και το κρασί σε Αίμα Χριστού, ο ιερέας λέει εκείνη την ώρα: «…Σε παρακαλούμε, Σε εκλιπαρούμε και Σε ικετεύουμε, στείλε σε εμάς το Πνεύμα Σου το Άγιο και σε αυτά τα δώρα (ψωμί και κρασί) που έχουμε φέρει εδώ μπροστά Σου.
Κάνε τον άρτο αυτό Τίμιο Σώμα του Χριστού Σου. Και αυτόν τον οίνο Τίμιο Αίμα του Χριστού Σου… Ώστε να γίνουν σε αυτούς που μεταλαμβάνουν, πνευματική εγρήγορση, συγχώρεση αμαρτιών, συμμετοχή στις δωρεές του Αγίου Σου Πνεύματος, θέση στη Βασιλεία των Ουρανών…».
Το Δώρο μέσα στην Θεία Λειτουργία είναι ο ίδιος ο Χριστός. Και οφείλουμε όλοι ως χριστιανοί να μετέχουμε συχνά σε αυτό το ουράνιο Δώρο, αρκεί να έχουμε εξομολογηθεί και να έχουμε λάβει την συγχώρεση του πνευματικού μας. Όμως όσοι δεν το έχουν κάνει αυτό και δεν έχουν ζητήσει συγχώρεση για τις αμαρτίες τους, δεν μπορούν να μετέχουν σε αυτό το Θείο Δώρο που είναι ο Χριστός και γι’ αυτό στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, ο ιερέας σε αυτούς δίνει το «αντίδωρο» που είναι αντί του Δώρου.
Το αντίδωρο είναι ένα κομμάτι ψωμί που το έχει ευλογήσει ο ιερέας και τίποτα παραπάνω. Αυτοί που δεν γνωρίζουν ούτε θέλουν να μάθουν και να συμμετέχουν στις δωρεές του Αγίου Πνεύματος, μένουν στον τύπο και στο γράμμα του νόμου και αρέσκονται στο να παίρνουν αντίδωρο και να αφήνουν το Δώρο που είναι ο Χριστός.
Πηγή: Ιερά Μονή Αγίων Αυγουστίνου Ιππώνος και Σεραφείμ του Σαρώφ
Πέρασε κάποτε από τον νου της οσίας Ειρήνης, της ηγουμένης της Ιεράς Mονής Χρυσοβαλάντου στην Κωνσταντινούπολη (Θ’ αιώνας), ένας φοβερός και παράδοξος λογισμός: Εάν ο Θεός μου έδινε το διορατικό χάρισμα και γνώριζα την εσωτερική ζωή των αδελφών, θα διόρθωνα όσες αδελφές σφάλλουν και θα ενίσχυα όσες προκόβουν.
Άρχισε λοιπόν να παρακαλεί γι’ αυτό τον Θεό με πολλά δάκρυα και γονυκλισίες.
Παρουσιάσθηκε τότε ένας λευκοφορεμένος αστραφτερός άγγελος και της είπε:
– Χαίρε, πιστή δούλη του Κυρίου! Σύμφωνα με την προσευχή σου ο Θεός μ’ έστειλε να σε υπηρετώ για τη σωτηρία των αδελφών. Θα βρίσκομαι πάντα μαζί σου και θα σου αποκαλύπτω όλα τα μυστικά.
Μετά απ’ αυτό το όραμα η οσία ευχαρίστησε θερμά τον Θεό και καθημερινά καλούσε κάθε αδελφή και την ενεθάρρυνε στην ομολογία των σφαλμάτων της και στη διόρθωση.
Οι αδελφές κατάλαβαν ότι γνώριζε τα μυστικά βάθη των καρδιών τους. Θαύμαζαν γι’ αυτό και ομολογούσαν την υπερφυσική διόραση της αγίας.
Η αγία Ειρήνη, η ηγουμένη της Ιεράς Moνής Χρυσοβαλάντου, ακατάπαυστα γευόταν την γλυκύτητα της προσευχής. Πολλές φορές αφοσιωνόταν στην προσευχή με τα οσιακά της χέρια υψωμένα επί μία ολόκληρη μέρα. Αύτη η στάση συνήθως, έπειτα από λίγη ώρα, προκαλεί ανυπόφορους πόνους στις κλειδώσεις. Η αγία, παρ’ όλη την οδύνη, στεκόταν επί τόσες ώρες ακίνητη. Έμοιαζε με ξύλινη κολώνα. Πάθαινε αγκύλωση και χρειαζόταν μία αδελφή να της κατεβάσει τα χέρια, κι αυτό με δυσκολία.
Οι δαίμονες έφριτταν με τον αγώνα της προσευχής της. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να την εμποδίσουν είτε με τον φόβο είτε με την υπερηφάνεια. Ένας απ’ αυτούς την πλησίασε και την περιγελούσε:
– Ειρήνη, ξυλίνη, που ‘χεις πόδια ξύλινα…
Η οσία εξακολούθησε ακίνητη την προσευχή της χωρίς να του δίνει σημασία.
Εκείνος αγρίεψε τόσο, που πήρε φωτιά από ένα καντήλι και άναψε τα ράσα της.
Πρόφθασε τότε μια αδελφή. Βλέποντας τον καπνό, έτρεξε και έσβησε την φωτιά, που θα κατέκαιε την οσία.
Τα μισοκαμμένα ράσα επί πολλές ημέρες ευωδίαζαν.
Ούτε οι «ζοφερές όψεις των πονηρών δαιμόνων», ούτε οι κοροϊδίες τους, ούτε ο κίνδυνος της ζωής, μπόρεσαν ν’ αποσπάσουν την αγία από την γλυκύτητα της συνομιλίας της με τον Θεό.
Από το βιβλίο: ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ. Τόμος πρώτος. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2008, σελ. 55, 203.