Οι άνθρωποι καταντήσανε σάν άδεια κανάτια, καί προσπαθούν νά γεμίσουν τόν εαυτό τους, ρίχνοντας μέσα ένα σωρό σκουπίδια, μπάλλες, εκθέσεις μέ τερατουργήματα, ομιλίες καί αερολογίες, καλλιστεία, πού μετριέται η εμορφιά μέ τή μεζούρα, καρνάβαλους ηλίθιους, συλλόγους λογής-λογής μέ γεύματα καί μέ σοβαρές συζητήσεις γιά τόν ίσκιο τού γαϊδάρου, συνδέσμους αφιερωμένους στούς αποθεωμένους άνδρας τής Ευρώπης κι ένα σωρό αλλά τέτοια.
Αυτή, μέ μιά ματιά, είναι η εικόνα τής ανθρωπότητας σήμερα, πού νά μήν αβασκαθεί! Πού νά βρεί κανένας καταφύγιο;
Εκείνους τούς λίγους πού δέν είναι ενθουσιασμένοι από «τά θαύματα τής εποχής μας», οι άλλοι, αυτή η μερμήγκια πού έκανε αυτόν τόν παράδεισο καί πού τόν χαίρεται, τούς λέγει τρελλούς, όπως θά λέγανε παλαβούς κάποιους ανθρώπους μέ σωστά μυαλά οι άρρωστοί του φρενοκομείου, βλέποντας τούς ανάμεσά τους.
Δόξα στόν Θεό, πού υπάρχει ακόμα κάποιο καταφύγιο γιά μάς πού δέν είμαστε σέ θέση νά νοιώσουμε «τό μεγαλείο της εποχής μας». Δόξα στόν Θεό πού υπάρχουν ακόμα βουνά, χωράφια καί κάποιοι τόποι πού δέν τούς εξήρανε αυτή η φυλλοξήρα πού λέγεται πολιτισμός.
Τράβα, λοιπόν, μακρυά από τίς σφηγκοφωλιές πού τίς λένε πολιτείες, γιά νά γλυτώσεις από τό μαράζι, γιά νά νοιώσεις απάνω σου τή ζωογόνα πνοή τού Θεού. Αλλά, αυτό δέν φτάνει. Πρέπει νά έχεις μάτια αγνά γιά νά βλέπεις, αυτιά αγνά γιά ν ακούς, καρδιά αγνή γιά νά αισθάνεσαι, κι όχι χαλασμένη.
Γιατί από τίς πολιτείες τρέχουνε γιά νά φύγουνε, όποτε μπορέσουνε, κι εκείνοι πού καυχιούνται πώς η εποχή μας είναι θαυμάσια, μά, φεύγοντας από τίς σφηγκοφωλιές, κουβαλάνε μαζί τους καί τήν παραμορφωμένη ψυχή τους. Γι αυτό δέν είναι σέ θέση νά νοιώθουνε τήν εμορφιά ενός βουνού, παρά μόνο σάν ορειβάτες, μ άλλα λόγια δέν νοιώθουνε τίποτα, μήτε ένα δέντρο είναι σέ θέση νά χαρούνε, μήτε τό μυστήριο πού έχει τό κύμα, μήτε τό θρησκευτικό πανηγύρι τών λουλουδιών.
Κι αυτή είναι η αιτία πού τρέχουνε σάν τρελλοί μέ τ αυτοκίνητα γιά νά μή δούνε τίποτα, νά μήν αισθανθούνε τίποτα, νά μήν αγαπήσουνε τίποτα. Αυτό τό λένε «φυσιολατρία»! Όπως καταντήσανε τά πάντα, οι ιδέες, οι τέχνες, οι θρησκείες, έτσι κατάντησε κι η φυσιολατρία.
Εμείς όμως «οι καθυστερημένοι», περπατάμε καί χαιρόμαστε σάν βλέπουμε ένα κομμάτι γαλανόν ουρανό, ανάμεσα στά σύννεφα, καί κανένα χελιδόνι πού πετά από πάνω μας καί πού θαρρείς πώς θά τρυπώσει μέσα στό γαλάζιο εκείνο παραθύρι.
Νοιώθουμε τή μυρουδιά πού βγάζουνε τ αγριολούλουδα καί τ αγιασμένα χορτάρια, καθώς καί τό χώμα τής βλογημένης γής μας. Αναστηνόμαστε από τ αγεράκι πού φυσά, σάν νά μαστε βαρυποινίτες πού δραπετέψαμε από τή φυλακή, καί δοξάζουμε τόν Κύριο πού δέν είμαστε σέ θέση νά νοιώσουμε τήν εξαίσια εποχή μας καί τά καλά της.
Φώτης Κόντογλου
Φώτης Κόντογλου, Οι λίγοι καθυστερημένοι ανάμεσα στούς σημερινούς ανθρώπους, Συλλογή: Μυστικά Άνθη, Εκδόσεις, Παπαδημητρίου)