Ασφαλώς, ως αγωνιζόμενοι χριστιανοί, νιώθουμε μέσα μας τη λαχτάρα για αγάπη προς τους άλλους. Ασφαλώς μας συγκινεί η σκέψη να αγαπούμε τον ένα όπως όλους μαζί και όλους όπως τον ένα. Μεγάλος αυτός ο πόθος, αν υπάρχη μέσα μας, και ίσως είναι το πιο μεγάλο επιδιωκτέο τέλος.
Όμως δεν πρέπει να λησμονούμε την πραγματικότητά μας, ποιοι ακριβώς είμαστε, ποια είναι η φυσική μας κατάσταση, προτού επιχειρηθή η εν Χριστώ μεταμόρφωσή μας στο καμίνι της αγάπης για τον Ίδιο και δια μέσου Του για τους αδελφούς μας συνανθρώπους.
Συχνά μιλώντας για αγάπη, λησμονούμε το έδαφος, στο οποίο αυτή φυτρώνει. Γι’ αυτό συμβαίνει ετούτο το παράδοξο, ενώ ο πόθος μας για αγάπη μπορεί να είναι πολύ μεγάλος, όμως ο τόπος όπου πρέπει να αναπτυχθή, η καρδιά μας δηλαδή, που την πλημμυρίζει αυτός ο πόθος, συμβαίνει να είναι εντελώς ακατάλληλος για ένα τέτοιο ουράνιο φυτό. Με τον τρόπο αυτόν, μπορεί να «ωδίνη όρος και να τίκτη μυν», να παρουσιάζεται δηλαδή μια πολύ μεγάλη δυσαναλογία ανάμεσα σε αυτό που ποθούμε και σε αυτό που θέλουμε να πραγματοποιήσουμε.
Πρώτιστο έργο μας με άλλα λόγια είναι, προκειμένου να εξασκήσουμε έργο αληθινό αγάπης, να αναγνωρίσουμε και να συνειδητοποιήσουμε την πνευματική μας ποιότητα, ποιοι δηλαδή είμαστε στην πραγματικότητα. Η αληθινή γνώση του εαυτού μας και η ειλικρίνεια έναντί του θα μας πείση, ότι βασικά έχουμε μια σχεδόν ακατανίκητη τάση να αναζητούμε φανερά ή όχι, συνειδητά ή όχι, θεληματικά ή όχι, τον ίδιο τον εαυτό μας δια μέσου της αγάπης προς τους άλλους. Μπορεί να αναζητούμε τη δική μας συναισθηματική ευφορία και μια συγκινησιακή έκσταση, μια ευχαρίστηση προσωπική μόνο μέσω της αγάπης, πράγμα που άλλοι θα επεδίωκαν με άλλα μέσα.
Και το ερώτημα είναι· κάνουμε τα έργα της αγάπης και γενικά αγαπούμε, για να ικανοποιούμε τον εαυτό μας με το ευάρεστο συναίσθημα, που αυτή δημιουργεί, και αυτό θέλουμε μόνο και όχι τη χαρά και την ευτυχία του άλλου; Και μπορεί έτσι να κάνουμε το έργο της αγάπης, π.χ. μόνο για να ακούμε ευχαριστίες, για να μας αναγνωρίζουν ως ευεργέτες, για να κάνουν λόγο για μας, και να αποφεύγουμε δύσκολες περιπτώσεις αγάπης και κόπους και θυσίες, που δεν πρόκειται να αναγνωρισθούν.
Γι’ αυτό πρέπει να μάθουμε και να κάνουμε φρόνημά μας, πως το κύριο χαρακτηριστικό της αγάπης είναι η αυτολησμοσύνη και το «μη ζητείν τα εαυτής» (Α’ Κορ. 13:5). Γι’ αυτό άλλωστε συνιστά ο Κύριος το «μη γνώτω η αριστερά (μας) τι ποιεί η δεξιά (μας)» (Ματθ. 6:3) και την όσο γίνεται με περισσότερη επιμέλεια «εν τω κρυπτώ» (Ματθ. 6:4) διενέργειά της.
π. Ευσέβιος Βίττης (†)
Από το βιβλίο: (Αρχιμ. Ευσεβίου Βίττη), ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ. Έκδ. Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2012, σελ. 13.
Παρούσης της ευχής (Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με), δεν παραδίδεται ο άνθρωπος στον αναμένοντα πειρασμό, διότι η παρουσία της είναι νήψη και η ουσία της είναι προσευχή· επομένως, «ο άγρυπνων και προσευχόμενος ού μη εισέρχεται, είς πειρασμόν».
Ύστερα, δεν παραδίδεται σε σκοτισμόν ο άνθρωπος, ώστε να παραλογίση και σφάλλη στην κρίση και απόφαση του. Μετά, δεν πίπτει σε ραθυμία και αμέλεια πού είναι η βάση πολλών κακών. Και πάλιν, δεν νικάται από πάθη και αδυναμίες όπου είναι αδύνατος και ιδίως όταν τα αίτια παρευρίσκωνται κοντά. Απεναντίας, αυξάνει ο ζήλος και η ευλάβεια του. Γίνεται πρόθυμος για αγαθοεργία. Πραύνεται και αμνησικακεί.
Αυξάνει δε από ημέρας σε ήμέραν την προς τον Χριστόν πίστη και αγάπη του και αυτό τον ερεθίζει προς όλες τις αρετές. Έχομε πάρα πολλά παραδείγματα συγχρόνων ανθρώπων, και ιδίως νέων, πού με την καλή συνήθεια της ευχής έσώθησαν από τρομερούς κινδιινους η πτώσεις σε μεγάλα κακά η και από θανατηφόρα συμπτώματα.
Επομένως η ευχή είναι καθήκον κάθε πιστού, κάθε ηλικίας και γένους και καταστάσεως, ασχέτως χώρου και χρόνου και τρόπου. Με την ευχή ενεργοποιείται η θεία Χάρις και δίδει λύσεις σε προβλήματα και πειρασμούς πού απασχολούν τους πιστούς, ώστε, κατά την Γραφή, «πάς ός αν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου, σωθήσεται».
Δεν υπάρχει κίνδυνος πλάνης, όπως διαδίδεται από μερικούς αδαείς, αρκεί μόνο να λέγεται η ευχή με τρόπον απλό και ταπεινό.
Είναι πολύ απαραίτητο, όταν λέγεται η ευχή, να μην παριστάνεται στον νού καμμιά εικόνα, ούτε του Δεσπότου μας Χριστού ύπό οιανδή-ποτε μορφήν, ούτε της Κυρίας Θεοτόκου, η κάποιου άλλου προσώπου η παραστάσεως. Η εικόνα είναι ο τρόπος του σκορπισμού του νού. Πάλιν διά μέσου της εικόνος γίνεται η είσοδος των λογισμών και της πλάνης. Ο νους να μένη στην έννοια των λόγων της ευχής και με πολλή ταπείνωση να έκδέχεται ο άνθρωπος το θείον έλεος.
Οι τυχόν φαντασίες, η φώτα, η κινήσεις και κρότοι και θόρυβοι είναι απαράδεκτα, ως διαβολικά τεχνάσματα προς παρεμπόδιση η παραπλάνηση. Ο τρόπος της παρουσίας της Χάριτος στους εισαγωγικούς είναι χαρά πνευματική η δάκρυα ήρεμα και χαροποιά η ήρεμος φόβος έκ της μνήμης των αμαρτιών προς αύξησιν του πένθους και του κλαυθμού.
Προοδευτικά η Χάρις γίνεται αίσθηση της αγάπης του Χριστού, οπότε εξαφανίζεται τελείως ο μετεωρισμός του νού και θερμαίνεται η καρδιά στην αγάπη του Θεού τόσον, ώστε νομίζει ότι άλλο δεν θα αντέξη. Άλλοτε πάλι σκέπτεται και θέλει να μείνη για πάντα όπως ακριβώς ευρίσκεται και να μην ζητά τίποτε άλλο να ίδή η να άκούση.
Όλα αυτά και διάφορες άλλες μορφές αντιλήψεως και παρηγοριάς είναι εισαγωγικά σε όσους προσπαθούν να λέγουν και κρατάνε την εύχήν, όσον από αυτούς εξαρτάται και δύνανται. Έως αύτού του σημείου, πού είναι τόσον απλά, νομίζω ότι κάθε ψυχή πού έβαπτίσθη και πολιτεύεται ορθόδοξα μπορεί να το έφαρμόση και να ευοιοχεται στην πνευματική αυτή ευφροσύνη και χαρά, έχοντας ταυτοχρόνως και την θεία σκέπη και βοήθεια σε όλες τις πράξεις και ενέργειες της.
ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ
Αθωνικά Μηνύματα, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 8, γ’ Έκδοσις, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονή του Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 1999