Related Posts

Τι γιορτάζουμε σήμερα Κυριακή της Ορθοδοξίας
Η Κυριακή της Ορθοδοξίας είναι μια ξεχωριστή, διότι παρά το κατανυκτικό κλίμα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, εορτάζει λαμπρά η Ορθοδοξία.
Την Κυριακή της Ορθοδοξίας εορτάζουμε την ανάμνηση του κορυφαίου γεγονότος της εκκλησιαστικής μας ιστορίας, της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων, το οποίο επισυνέβη το 843 μ.Χ. στο Βυζάντιο, χάρις στην αποφασιστική συμβολή της βασιλίσσης και μετέπειτα αγίας Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεοφίλου (840 – 843 μ.Χ.).
Αναφερόμαστε στη μεγάλη εικονομαχική έριδα, η οποία συντάραξε κυριολεκτικά την Εκκλησία μας για περισσότερα από εκατό χρόνια.
Το 726 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Λέων ο Γ’ ο Ίσαυρος (717 – 741 μ.Χ.) αποφάσισε να επιφέρει στο κράτος ριζικές μεταρρυθμίσεις.
Μια από αυτές ήταν η απαγόρευση προσκύνησης των ιερών εικόνων, επειδή, παίρνοντας αφορμή από ορισμένα ακραία φαινόμενα εικονολατρίας, πίστευε πως η χριστιανική πίστη παρέκλινε στην ειδωλολατρία.
Στην ουσία όμως εξέφραζε δικές του ανεικονικές απόψεις, οι οποίες ήταν βαθύτατα επηρεασμένες από την ανεικονική ιουδαϊκή και ισλαμική πίστη. Η αναταραχή ήταν αφάνταστη. Η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε δύο φοβερά αντιμαχόμενες ομάδες, τους εικονομάχους και τους εικονολάτρες.
Οι διώξεις φοβερές. Μεγάλες πατερικές μορφές ανάλαβαν να υπερασπίσουν την ορθόδοξη πίστη. Στα 787 μ.Χ. συγκλήθηκε η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία διατύπωσε με ακρίβεια την οφειλόμενη τιμή στις ιερές εικόνες.
Σε αυτή επίσης διευκρινίστηκαν και άλλα δυσνόητα σημεία της χριστιανικής πίστεως, έτσι ώστε να έχουμε πλήρη αποκρυστάλλωση του ορθοδόξου δόγματος και να ομιλούμε για θρίαμβο της Ορθοδοξίας μας.
Η εικόνα στην Ορθοδοξία μας δεν αποτελεί αντικείμενο λατρείας, αλλά λειτουργεί αποκλειστικά ως μέσον τιμής του εικονιζόμενου προσώπου. Ακόμα και ο Χριστός μπορεί να εικονισθεί, διότι έγινε άνθρωπος.
Μάλιστα όποιος αρνείται τον εικονισμό του Χριστού αρνείται ουσιαστικά την ανθρώπινη φύση Του! Οι μεγάλοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, που αναδείχθηκαν μέσα από τη λαίλαπα της εικονομαχίας, διατύπωσαν το ορθόδοξο δόγμα με προσοχή και ευλάβεια.
Η προσκύνηση της ιερής εικόνας του Χριστού και των άλλων ιερών προσώπων του Χριστιανισμού δεν είναι ειδωλολατρία, όπως κατηγορούνταν από τους εικονομάχους, διότι η τιμή δεν απευθύνεται στην ύλη, αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο, καθότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ.Βασίλειος P . G . 32,149) και «Προσκυνούμεν δε ταις εικόσιν ου τη ύλη προσφέροντες την προσκύνησιν, αλλά δι΄αυτών τοις εν αυταίς εικονιζομένοις» (Ι. Δαμασκ. P . G .94 1356).
Η ευλογία και η χάρη που λαμβάνει ο πιστός από την προσκύνηση των ιερών εικόνων δίνεται από το ζωντανό ιερό πρόσωπο και όχι από την ύλη της εικόνας.
Η εικόνα έχει τεράστια ποιμαντική χρησιμότητα. Μια εικόνα, σύμφωνα με γλωσσική έκφραση, αξίζει περισσότερο από χίλιες λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι μέσω της εκκλησιαστικής εικονογραφίας οι πιστοί βοηθούνται να αναχθούν στις υψηλές πνευματικές θεωρίες και στο θείον.
Βεβαίως η ηρεμία δεν αποκαταστάθηκε, διότι εξακολουθούσαν να βασιλεύουν εικονομάχοι αυτοκράτορες. Στα 843 η ευσεβής αυτοκράτειρα Θεοδώρα, επίτροπος του ανήλικου γιου της Μιχαήλ του Γ΄, έθεσε τέρμα στην εικονομαχική έριδα και συνετέλεσε στο θρίαμβο της Ορθοδοξίας.
Οι Πατέρες όρισαν να εορτάζεται ο θρίαμβος του ορθοδόξου δόγματος την πρώτη Κυριακή των Νηστειών για να δείξει στους πιστούς πως ο πνευματικός μας αγώνας θα πρέπει να συνδυάζεται με την ορθή πίστη για να είναι πραγματικά αποτελεσματικός.
Νηστεία και ασκητική ζωή έχουν και άλλες αιρέσεις ή θρησκείες, και μάλιστα με πολύ αυστηρότερους κανόνες άσκησης. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να σωθούν και να ενωθούν με το Θεό.
Η σωτηρία είναι συνώνυμη με την αλήθεια, αντίθετα η πλάνη και το ψεύδος οδηγούν σε αδιέξοδα και εν τέλει στην απώλεια.

Η Εκκλησία και ο ρόλος της στην Επανάσταση του 1821 – Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος
Του Δημητρίου Λυκούδη, Ιστορικού
Και μόνο η προτροπή των Αγωνιστών «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» είναι αρκετή, ώστε να καταστεί αβίαστα κατανοητό σε καθένα καλοπροαίρετο αναγνώστη, πολύ δε περισσότερο σε εμβριθή επιστήμονα και μελετητή, η άρρηκτη σχέση Χριστιανισμού και Ελληνισμού, Εκκλησίας και Πατρίδας στη διάρκεια του Αγώνα του 1821.
Αυτό εύκολα μαρτυρείται από τον υψηλό αριθμό των Πατριαρχών, των Μητροπολιτών και Επισκόπων, των ιερέων και Μοναχών που μαρτύρησαν και έπεσαν στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Κυρίως, όμως, μαρτυρείται από την ανάμειξη του τιμημένου ιερού ράσου στην όλη καθημερινότητα των υπόδουλων Ελλήνων.
Είναι το ράσο και η Ορθόδοξη Εκκλησία που πρωτοστατεί στις πάλαι ποτέ Κοινότητες, σε εκείνους τους κοινοτικούς θεσμούς που προνοούσαν ή, έστω έτσι αρχικά προορίζονταν, διοικούσαν τρόπον τινά μικρές δημοτικές και περιφερειακές περιοχές. Και, συνάμα, καλλιεργούσαν την ιδέα της Ελληνικής Επανάστασης, τροφοτούσαν τους Αγωνιστές με όλα όσα απαραίτητα για τις ανάγκες του Αγώνα.
Είναι το ράσο και η Ορθόδοξη Εκκλησία που διατήρησε και μεταλαμπάδευσε ανόθευτη την πλούσια ελληνική γλώσσα, συμβάλλοντας με κάθε τρόπο τόσο στη διατήρηση όσων ελληνικών σχολείων ήταν δυνατόν, έστω αρχικά, κυρίως, όμως, με την ύπαρξη και άτυπη οργάνωση των περιβόητων και ξακουστών «Κρυφών Σχολειών», όπου οι μαθητές μάθαιναν να διαβάζουν από το εκκλησιαστικό βιβλίο, την Οκτώηχο, διδάσκονταν γραφή, τραγουδούσαν τη Λευτεριά, έψελναν τα τραγούδια του Θεού, γεύονατν, έστω κρυφίως, ελληνική γραφή, Ρωμαίικη ψυχή και Ορθοδοξία. Ο Φωτάκος, στα Απομνημονεύματά του, μάς δίνει μια πλέον σαφέστερη εικόνα για τα Κρυφά Σχολεία της εποχής: «Μόνοι των οι Έλληνες εφρόντιζαν διά την παιδείαν, η οποία εσυνίστατο εις το να μανθάνουν τα κοινά γράμματα και ολίγην αριθμητικήν, ακανόνιστον. Εν ελλείψει δε διδασκάλου, ο ιερεύς εφρόντιζε περί τούτου. Όλα αυτά εγίνοντο εν τω σκότει και προφυλακτά από τους Τούρκους».
Είναι το τιμημένο ράσο και η Ορθόδοξη Εκκλησία που κατέστησαν κάθε μοναστήρι και ένα μικρό προπύργιο των Αγωνιστών, όχι μόνο ως κρυσφύγετο και κέντρο εφοδιασμού, αλλά και ως χώρος πνευματικής και εθνικής αφυπνώσεως και περισσυλογής. Ακόμη και σήμερα, πολλά είναι τα μοναστήρια εκείνα που κοσμούνται από δωρεές μεγάλων ελλήνων καπεταναίων Αγωνιστών, μικρή ένδειξη αληθινής και καθάριας έκφρασης Πίστεως και αγάπης προς τα θεία και Ιερά. Να, κάπως έτσι τα χαρακτηρίζει τα μοναστήρια της εποχής του ο μεγάλος Ιωάννης Τριανταφύλλου, ο υψηλός στο ανάστημα, απ᾿ όπου πήρε και το προσωνύμιό του, στρατηγός Μακρυγιάννης: «…αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της απανάστασής μας. Ότι εκεί ήταν και οι τζεμπιχανέδες μας κι όλα τ’ αναγκαία του πολέμου. Ότ’ ήταν παράμερον και μυστήριον από τους Τούρκους».
Και ο ξακουστός σε όλους Γέρος του Μοριά, αναφερόμενος στην καταλυτική συμβολή και θυσία του κλήρου εκείνης της περιόδου και της όλης δράσης της Εκκλησίας, έλεγε: «Σαν μια βροχή ήρθε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι γραμματισμένοι και οι έμποροι, όλοι συμφωνήσαμε στον ίδιο σκοπό και κάναμε την επανάσταση… Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμίαν από όσας γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών τους είναι εμφύλιος πόλεμος· ο εδικός μας πόλεμος ήτο πλέον δίκαιος. Ήτον έθνος με άλλον έθνος».
Ο Ιστορικός Νίκος Σβορώνος, αναφορικά με τη σύμπραξη και ταύτιση Εκκλησίας και Πατρίδας στην Επανάσταση στα 1821, τονἰζει: «Οι Νεομάρτυρες, συχνό φαινόμενο της εποχής, που δέχονται τον μαρτυρικό θάνατο για τη χριστιανική τους πίστη, είναι συγχρόνως και οι πρώτοι εθνικοί ήρωες του νέου ελληνισμού (…). Άλλωστε, στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας η Εκκλησία όχι μόνο δεν αντιτίθεται στα απελευθερωτικά κινήματα από τις δυτικές χριστιανικές δυνάμεις, αλλά συχνά συμμετέχη ενεργά και πολλές φορές τα κατευθύνει».
Είναι το τιμημένο ορθόδοξο ράσο, το νέφος των Νεομαρτύρων και Ιερομαρτύρων, πριν και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, που και τότε και σήμερα, στέλνουν το δικό τους μήνυμα, την ηρωική προτροπή, βάση και με αφορμή της οποίας γαλουχήθηκαν τόσες γενεές γενεών, τόσα ελληνόπουλα, τόσοι χριστιανοί του μαρτυρικού και ηρωικού, ελληνορθόδοξου ετούτου τόπου: «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».