

Την γνησιότητα της ταπεινοφροσύνης την δοκιμάζουν οι ατιμίες, οι ονειδισμοί, οι συκοφαντίες και οι αδικίες. Υπέστη πολλά ο Γέροντας Παΐσιος από μοναχό που εκτόξευσε εναντίον του κατηγορίες ανυπόστατες.
Δεν απολογήθηκε, ούτε υπεράσπισε τον εαυτό του, μόνο ευχόταν με πόνο ψυχής για την μετάνοια του αδελφού. Μαθαίνοντας ότι τις δημοσίευσε σ’ ένα υβριστικό βιβλίο εναντίον του είπε: «Αυτό είναι βιβλίο, όχι σαν το άλλο». (Βιβλίο κάποιου που τον επαινούσε). Κάποιος Ηγούμενος που διάβασε τις κατηγορίες είπε ότι αυτές είναι τιμητικά παράσημα για τον Γέροντα.
Έγραφε: «Μακάριοι όσοι χαίρονται, όταν τους κατηγορούν αδίκως, παρά όταν τους επαινούν δικαίως για τον ενάρετο βίο τους. Εδώ είναι τα σημάδια της αγιότητος». Γι’ αυτό χαιρόταν, όταν άκουγε κατηγορίες εναντίον του και έλεγε σε κάποιον: «Να με δυσφημής. Μπορείς να με δυσφημής;».
Κάποιος άλλος μοναχός όταν συναντούσε επισκέπτες στον δρόμο, τους έλεγε: «Τι πάτε σ’ αυτόν τον Παΐσιο;». Και αράδιαζε κατηγορίες. Ο Γέροντας τα μάθαινε, αλλά δεν στενοχωριόταν, δεν ζητούσε εξηγήσεις. Αυτά του άρεσαν περισσότερο από τους επαίνους. «Της ταπεινώσεως η τελειότης εστί το φέρειν μετά χαράς τας ψευδείς κατηγορίας» (Αβ. Ισαάκ). Μάλιστα έστελνε και ευλογίες στον κατήγορό του. Αλλά, ενώ δεχόταν τις συκοφαντίες απαθώς, την υποκρισία δεν την ανέχθηκε, όπως και ο Κύριος μαστίγωσε την υποκρισία των Φαρισαίων με τα «ουαί», που δεν τα είπε για άλλους αμαρτωλούς. Κάποτε που συναντήθηκαν στον δρόμο και πήγε ο κατήγορος να του βάλη μετάνοια, προσποιούμενος ψεύτικη ευλάβεια και αποκαλώντας τον «Γέροντά μου άγιε», ο Γέροντας του είπε: «Άλλη φορά να είσαι πιο ειλικρινής».
Ο Γέροντας Παΐσιος πίστευε πως «ο ταπεινός άνθρωπος αξίζει περισσότερο απ’ όλο τον κόσμο. Είναι ο πιο δυνατός από όλους. Για να έχη ο μοναχός δύναμη στην προσευχή και στον αγώνα, πρέπει να έχη ταπείνωση που μέσα της κρύβει θεϊκή δύναμη. Όταν έχη υπερηφάνεια, αποδυναμώνεται και στην ψυχή και στο σώμα. Όταν αγωνίζεται ταπεινά, έχει δυνάμεις και ας μην κάνη πολλά».
Θέλοντας να δείξη τα αποτελέσματα της ταπεινώσεως ανέφερε το εξής: «Μια φορά ένα γατάκι ήταν άρρωστο. Το καημένο πήγαινε να κάνη εμετό και δυσκολευόταν πολύ, δεν μπορούσε. Το πόνεσα που υπέφερε. Το σταύρωσα, τίποτε! “Βρε χαμένε”, λέω στον εαυτό μου, “ένα γατάκι δεν μπορείς να βοηθήσης”. Όταν ταπεινώθηκα, αμέσως έγινε καλά».
Διαπίστωνε ότι «σήμερα κανείς δεν αγοράζει ταπείνωση». Οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν την αξία και την δύναμή της και δεν προσπαθούν να την αποκτήσουν. Και όμως είναι τόσο απαραίτητη, ώστε μας ανεβάζει στον ουρανό, γι’ αυτό και ονομάζεται υψοποιός. «Στον ουρανό δεν ανεβαίνει κανείς με το κοσμικό ανέβασμα, αλλά με το πνευματικό κατέβασμα (ταπείνωση). Όποιος ταπεινώνεται και προσέχει θα σωθεί. Ο μοναχός οφείλει να κάνη κατάσταση την ταπείνωση, και αυτό είναι απαραίτητο ιδιαίτερα για την τελευταία στιγμή της ζωής του».
Φιλομόναχος νέος είπε κάποτε στον Γέροντα ότι στην προσευχή του δεν ζητά τίποτε άλλο παρά μόνο ταπείνωση. Ενθουσιασμένος πετάχτηκε από το κάθισμά του, έλαμψε το πρόσωπό του και είπε: «Παιδάκι μου, εσύ ζητάς θεία χάρι τότε». Τόσο πολύ εκτιμούσε την ταπείνωση.
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 411.
Τι αξία έχει, αδελφοί μου, εάν μιλώ αιώνια για τον Θεό και ο Θεός αιώνια σιωπά;
Μπορώ άραγε να υπερασπιστώ το δίκαιο του Θεού, εάν ο Θεός δεν το θέσει υπό την προστασία Του;
Μπορώ να αποδείξω τον Θεό στους άθεους εάν ο Θεός κρύβεται;
Μπορώ να αγαπώ τα παιδιά Του, εάν Αυτός είναι αδιάφορος απέναντι στα παθήματά τους;
Όχι. Τίποτα από όλα αυτά δεν μπορώ.
Οι λέξεις μου δεν έχουν φτερά για να μπορούν να υψώσουν στον Θεό όλους τους πεσμένους και ξεπερασμένους από τον Θεό ούτε έχουν φωτιά για να ζεστάνουν τις παγωμένες καρδιές των παιδιών έναντι του Πατέρα τους.
Οι λέξεις μου δεν είναι τίποτα, αν δεν είναι απήχηση και επανάληψη αυτού που ο Θεός με τη δική του δυνατή γλώσσα λέει.
Τι είναι ο ψίθυρος στα βότσαλα της ακτής μπροστά στο φοβερό βουητό του ωκεανού; Έτσι είναι και οι λέξεις μου απέναντι στους λόγους του Θεού.
Πώς μπορεί να ακούσει κάποιος τον ψίθυρο στα βότσαλα, τα σκεπασμένα από τον αφρό του μανιώδους στοιχείου, όταν είναι κουφός μπροστά στο βουητό του ωκεανού;
Πώς θα δει τον Θεό στα λόγια μου εκείνος που δεν μπορεί να τον δει στη φύση και στη ζωή;
Πώς οι αδύναμες ανθρώπινες λέξεις μπορούν να πείσουν εκείνον που ούτε οι κεραυνοί δεν είναι σε θέσει να πείσουν;
Πώς θα ζεσταθεί με μία σπίθα εκείνος που άφησε τη φωτιά πίσω του;
Δεν σιωπά ο Θεός αδελφοί μου, αλλά μιλά δυνατότερα από όλες τις θύελλες και τους κεραυνούς.
Δεν εγκαταλείπει ο Θεός τον δίκαιο, αλλά τον παρακολουθεί στα παθήματά του και απαλά τον οδηγεί στον θρόνο.
Δεν εξαρτάται ο Θεός από οποιουδήποτε την καλή θέληση, αλλά πράττει τα πάντα εξαρτώμενα από τη δική Του καλή θέληση.
Θα ήταν κακόμοιρος ο Θεός μας, εάν εξαρτιόταν από τις δικανικές υπερασπίσεις ενός θνητού ανθρώπου.
Δεν βγαίνω μπροστά σας για να Τον προστατεύσω, αφού ο ίδιος ζητώ την προστασία Του μέρα και νύκτα.
Δεν βγαίνω εγώ, ο πτωχός, να ζητήσω από εσάς, τους πτωχούς, ενίσχυση του Θεού και των θείων πραγμάτων.
Όχι, αλλά αντίθετα, βγαίνω με την πρόταση, με το αίτημα -κυρίως με το αίτημα- να ζητήσουμε την ενίσχυση του εαυτού μας και των πραγμάτων μας από τον Θεό, και μόνον από τον Θεό.
Δεν έχει να κάνει με χάρη προς τον Θεό, αλλά με χάρη προς τον εαυτό μας.
Επαναλαμβάνω: όχι για χάρη του Θεού, άλλα για χάρη του εαυτού μας.
Γιατί ο Θεός θα παραμείνει το ίδιο μέγας, είτε τον μεγαλύνουμε είτε τον υποτιμούμε.
Ο Θεός θα λάμπει, όσο σκοτάδι και αν ρίξουμε στο όνομά Του.
Ο Θεός θα υπάρχει, ακόμα και αν όλη η γη από τα χείλη όλων των πλασμάτων και από τους κρατήρες των ηφαιστείων ούρλιαζε: «Δεν υπάρχεις, Θεέ»!
Ο Θεός θα υπάρχει, φωτεινός και μεγάλος όπως και σήμερα, και τότε που οι ακτίνες του ηλίου μάταια θα αναζητούν ένα ανθρώπινο πλάσμα στη γη, και αντί ζωντανών θα ζεσταίνουν μόνον τους τάφους των νεκρών.
Ω Θεέ, αιώνια, λαμπερέ και αιώνια μεγάλε, να είσαι η ενίσχυση μας όπως είσαι η ενίσχυση τόσων ήλιων στο διάστημα!
Και οι ήλιοι θα έσβηναν εάν απέστρεφες το βλέμμα σου και θα μεταμορφώνονταν την ίδια στιγμή σε βρεγμένες σκοτεινές εστίες – πώς εμείς να λάμπουμε χωρίς εσένα;
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Από το βιβλίο του αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Αργά βαδίζει ο Χριστός», κεφάλαιο «Αγαπάτε τους φίλους σας», των εκδόσεων Εν πλω.