11 Μαΐου 330 μ.Χ. – «Γενέθλιον της Κωνσταντινούπολης»

Share

Λίγες εβδομάδες πριν την επέτειο της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης, αξίζει να θυμηθούμε μία άλλη επέτειο, ίσως λιγότερη γνωστή, ωστόσο εξίσου σημαντική για τον βυζαντινό ελληνισμό. Πρόκειται για την 11η Μαΐου του 330 μ.Χ, ημερομηνία κατά την οποία έγιναν τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης, σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη της μακραίωνης ιστορίας της πρωτεύουσας της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Η ιστορία της πόλης, ωστόσο, αρχίζει αιώνες πριν, καθώς τον 7ο αι. π.Χ. Μεγαρείς άποικοι ίδρυσαν, στην ευρωπαϊκή ακτή Βοσπόρου, το Βυζάντιο, το οποίο, εξαιτίας της στρατηγικής του θέσης μεταξύ δύο ηπείρων, διαδραμάτισε, κατά τους επόμενους αιώνες, σημαντικό ρόλο στις  εμπορικές σχέσεις της Ελλάδας με τις πόλεις της Μαύρης Θάλασσας.

Φτάνοντας στον 4ο αι. μ. Χ., όταν ο ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, λίγους μήνες μετά την οριστική επικράτησή του επί του Λικινίου, αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα του στην Ανατολή, επέλεξε την πρώην μεγαρική αποικία ως έδρα της «Νέας Ρώμης».

Σύμφωνα με μία πρώιμη χριστιανική παράδοση, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ανέλαβε να χαράξει τα νέα όρια της πόλης. Προχωρώντας και καθώς απομακρυνόταν από τα παλαιότερα όρια της, οι αυλικοί που τον ακολουθούσαν τον ρώτησαν πόσο ακόμη σκόπευε να προχωρήσει και εκείνος απάντησε «ώσπου να σταματήσει αυτός που προπορεύεται εμού», θέλοντας έτσι να δηλώσει ότι ενεργούσε κάτω από θεία καθοδήγηση.

Αφού ολοκληρώθηκαν τα βασικά έργα που θα έδιναν στη νέα πρωτεύουσα την αίγλη που της ταίριαζε και δόθηκαν οι κατάλληλοι οιωνοί από τους μάντεις της αυτοκρατορικής αυλής, πραγματοποιήθηκαν τα επίσημα εγκαίνια της πρωτεύουσας, στις 11 Μαΐου 330, ανήμερα της γιορτής του αγίου Μωκίου, ο οποίος είχε μαρτυρήσει επί Διοκλητιανού και κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο θεωρήθηκε προστάτης της πόλης.

Παρότι οι περιγραφές που έχουμε για την τελετή των εγκαινίων προέρχονται κυρίως από μεταγενέστερες πηγές του 6ου και 7ου αι., δημιουργώντας έτσι το εύλογο ερώτημα αν αυτές βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα ή απηχούν τοπικούς θρύλους, οι σύγχρονοι ιστορικοί προσπάθησαν να ανασυνθέσουν και μας παραδίδουν την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στις όχθες του Βοσπόρου εκείνη την άνοιξη του 330.

Οι τελετές για τα εγκαίνια της πόλης άρχισαν στις 2 Απριλίου 330. Ο αυτοκράτορας, συνοδευόμενος από τα μέλη της αυτοκρατορικής αυλής, μετέβη στο κέντρο της αγοράς (Φόρο του Κωνσταντίνου), όπου πραγματοποιήθηκε η τελετή «αφιέρωσης» μνημειακής στήλης, ύψους 50 μ., η οποία κατασκευάστηκε στο σημείο όπου ο Κωνσταντίνος είχε δει το θείο όραμα που τον καθοδήγησε στην οριοθέτηση της νέας πρωτεύουσας του. Ύστερα από σαράντα ημέρες εορτασμών, ο Κωνσταντίνος, φορώντας μεγαλοπρεπές διάδημα στολισμένο με πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια και συνοδευόμενος από μέλη της αυτοκρατορικής αυλής, επέστρεψε στο ίδιο σημείο για την τοποθέτηση του χρυσού αγάλματος του ως Ήλιου-Απόλλωνα στην κορυφή της στήλης. Σύμφωνα με τις πηγές, το άγαλμα του Κωνσταντίνου περιείχε κομμάτι του Τίμιου Ξύλου και οι επτά ακτίνες που αποτελούσαν το στέμμα του έφεραν πυρήνες από τα επτά καρφιά που είχαν χρησιμοποιηθεί στη σταύρωση του Χριστού.

Η στήλη αυτή είχε έναν εξαιρετικά συμβολικό χαρακτήρα και αποτελούσε ένα είδος «φυλαχτού» για την πόλη. Τα επτά τύμπανα από πορφυρό γρανίτη, που την περιέβαλαν, είχαν μεταφερθεί από την Τροία, ενώ στα θεμέλιά της, σύμφωνα με τον θρύλο, είχαν τοποθετηθεί αντικείμενα μοναδικής αξίας τόσο για τους χριστιανούς όσο και για τους εθνικούς. Συγκεκριμένα, εκεί βρισκόταν η πέτρα την οποία είχε χτυπήσει ο Μωυσής για να αναβλύσει νερό στην έρημο, ψάθα από τα πανέρια με τα οποία οι μαθητές του Ιησού είχαν μεταφέρει τους άρτους και τα ψάρια στο θαύμα της Γαλιλαίας, καθώς και το Παλλάδιο, το ξύλινο άγαλμα της Αθηνάς που ο Αινείας είχε φέρει μαζί του στη Ρώμη από την Τροία.

Αφού οι παρευρισκόμενοι παρακολούθησαν την τοποθέτηση του αγάλματος στην κορυφή της στήλης ψάλλοντας, μετέβησαν στον Ιππόδρομο. Πριν την έναρξη της αρματοδρομίας, στην αρένα εισήλθε άρμα, συνοδευόμενο από τμήμα της αυτοκρατορικής φρουράς, που μετέφερε ένα χρυσό άγαλμα του Κωνσταντίνου, ενώ, στη συνέχεια, ο αυτοκράτορας μοίρασε νομίσματα στο συγκεντρωμένο κόσμο. Οι τελετές ολοκληρώθηκαν με πομπές και παρελάσεις σε όλη την πόλη καθώς και με θρησκευτική λειτουργία που πραγματοποιήθηκε στην Αγία Ειρήνη, μία από τις δύο εκκλησίες που είχε αναγείρει ο Κωνσταντίνος στη νέα πρωτεύουσα.

Όσο κι αν οι περιγραφές για τα εγκαίνια της Πόλης απέκτησαν μέσα στους αιώνες μυθικές διαστάσεις, είναι γεγονός ότι οι συγκεκριμένες επιβλητικές τελετουργίες που έλαβαν χώρα το 330 μ.Χ., δημιούργησαν ένα νέο πρότυπο που στόχευε στον τονισμό των στοιχείων που έκαναν την αυτοκρατορική αυλή μοναδική, αντιδιαστέλλοντας την από τον κόσμο της καθημερινότητας. Σε επίπεδο ιστορικής συνείδησης, από την άλλη, η τελετή των εγκαινίων της Κωνσταντινούπολης, σήμανε για πολλούς ιστορικούς την έναρξη μιας νέας εποχής, με την απομάκρυνση της αυτοκρατορίας από το παλαιό κέντρο εξουσίας, την Ρώμη, και την μετατόπιση του κέντρου βάρους και της πολιτικής και οικονομικής ισχύος της στην Ανατολή.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, την άνοιξη του 330 μ.Χ. ξεκινάει η ιστορία μίας πόλης, μοναδικής σε παγκόσμια κλίμακα, με αδιάλειπτη παρουσία δυόμιση χιλιάδων χρόνων· εκεί όπου ο Βόσπορος χύνεται στην Προποντίδα και η Ευρώπη προσεγγίζει την Ασία, βρίσκεται η Κωνσταντινούπολη που εξελίχθηκε από μία ασήμαντη αποικία του 7ου αι, π.Χ., σε πρωτεύουσα της μεγαλύτερης αυτοκρατορίας του μεσαιωνικού κόσμου για 11 αιώνες, στην συνέχεια κέντρο της αυτοκρατορίας των Οθωμανών, επί 500 χρόνια, και σημερινή μεγαλούπολη του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η B. Hughes στο έργο της «Κωνσταντινούπολη. Μια ιστορία τριών πόλεων», «η πολιτισμική, πολιτική και συναισθηματική δύναμη της Κωνσταντινούπολης πηγάζει από το γεγονός ότι το αφήγημα της πόλης δεν περιορίζεται από κάποιες γραμμές στον χρόνο (αλλά) είναι ένας τόπος όπου οι άνθρωποι συνδέονται στον χρόνο μέσω του χώρου».

Πηγή: culture365.gr

Related Posts