Related Posts

Η Κυρία Θεοτόκος και οι Παρακλητικοί Κανόνες προς τιμήν της
Η Υπεραγία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία είναι θαύμα και μυστήριο που ούτε οι άγγελοι δεν μπορούν να κατανοήσουν· «εξέστη επί τούτο ο ουρανός, και τη γης κατεπλάγη τα πέρατα, ότι Θεός, ώφθη τοις ανθρώποις σωματικώς, και η γαστήρ σου γέγονεν, ευρυχωροτέρα των ουρανών· διό σε Θεοτόκε Αγγέλων και ανθρώπων ταξιαρχίαι μεγαλύνουσιν», γράφει ο ποιητής του Παρακλητικού Κανόνα. Είναι «η μετὰ Θεὸν Θεός», αναφέρει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Βέβαια, αλλού οι Πατέρες εκφράζονται με σαφήνεια, ως προς τη θέση της Παναγίας. Ο Άγιος Επιφάνιος υπογραμμίζει: “Εν τιμή έστω Μαρία, ο δε Πατήρ και Υιός και Άγιον Πνεύμα προσκυνείσθω, την Μαρίαν μηδείς προσκυνείτω”.
Για το γενεαλογικό δέντρο της Κυρίας Θεοτόκου πληροφορούμαστε μέσα από το Ευαγγέλιο του Αποστόλου Λουκά πως ήταν «εξ οίκου Δαυίδ». Το λεγόμενο πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου του Αδελφοθέου αναφέρει ότι ο ιερέας Ματθάν νυμφεύθηκε τη Μαρία και γέννησαν τέσσερα παιδιά τον Ιακώβ, ο οποίος γέννησε τον Ιωσήφ, τον μνήστορα της Παναγίας, τη Μαρία, η οποία γέννησε τη Σαλώμη τη μαία, τη Σοβή, η οποία γέννησε την Ελισάβετ, τη μητέρα του Τιμίου Προδρόμου, την Άννα, η οποία γέννησε τη Μαριάμ, τη Μητέρα του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού.
Το όνομα Μαριάμ που της έδωσαν οι γονείς της, Ιωακείμ και Άννα, παράγεται από το εβραϊκό «Αϊός», που σημαίνει Κύριος. Επομένως, το όνομα Μαριάμ διερμηνεύεται Κυρία. Το κατ’ εξοχήν, όμως, όνομά της, είναι Θεοτόκος, γιατί είναι η Μητέρα του Θεού. Τον όρο αυτό επικύρωσε η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος της Εκκλησίας το 431. Ωστόσο, η Εκκλησία, για να εκφράσει την περισσή της αγάπη και τον μεγάλο σεβασμό που τρέφει προς την Αειπάρθενο, τής έχει προσδώσει πλήθος τιμητικών ονομάτων και επιθέτων. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Άγιος Νεκτάριος, ο οποίος αφιέρωσε προς τιμή της Παναγίας πέντε χιλιάδες ποιητικούς στίχους, που αποτέλεσαν το «Θεοτοκάριό» του.
Από τα Ευαγγέλια της Κ.Δ. πληροφορούμαστε ότι η Κόρη της Ναζαρέτ, δέχθηκε τον Ευαγγελισμό της από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, επισκέφθηκε την εξαδέλφη της Ελισάβετ, η οποία ήδη κυοφορούσε τον Τίμιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, Γέννησε τον Σωτήρα του Κόσμου στη Βηθλεέμ, κατέφυγε στην Αίγυπτο, για να προστατέψει το Παιδί της από τους επίδοξους δολοφόνους, αναζητούσε τον δωδεκαετή Υιό της στα Ιεροσόλυμα, ενώ Αυτός βρισκόταν μέσα στο Ναό και διαλεγόταν με τους διδακάλους, ήταν παρούσα στο Γάμο της Κανά, όπου και μεσίτευσε προς τον Υιό της, συμπορεύτηκε με τον Κύριο έως τον Γολγοθά, και έζησε τα θεία γεγονότα της Σταύρωσης, της θεοσώμου ταφής και της ένδοξης Ανάστασης του Κυρίου, και κατόπιν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος που έγινε στο Υπερώον κατά την ημέρα της Πεντηκοστής.
Για τη ζωή της Παναγίας μας μαθαίνουμε και από την Πατερική Παράδοση, η οποία είναι τό ίδιο έγκυρη πηγή με την Αποστολική Παράδοση, της οποίας αποτελεί τη φυσική συνέχεια, βασιζόμενη στην αγιοπνευματική εμπειρία και καθοδήγηση. Το σύγγραμμα Περί Θείων Ονομάτων του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, τα Εγκώμια της Κοιμήσεως της Παναγίας που έγραψαν διάφοροι Άγιοι της Εκκλησίας, όπως ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο Ανδρέας Κρήτης, η Υμνολογία και η Εικονογραφία της Εκκλησίας είναι οι βασικές πηγές. Πληροφορίες βρίσκουμε, επίσης, στην Απόκρυφη διήγηση του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου περί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μαρίας.
Η μακαρία Κοίμηση της Θεοτόκου, λοιπόν, έγινε το 47 μ.Χ. σε ηλικία 59 ετών ή σε ηλικία 70 περίπου ετών, δηλαδή 24 χρόνια μετά την Ανάληψη του Κυρίου. Όπως ο Αρχάγγελος Γαβριήλ τη διακόνησε καθ’ όλα τα προηγούμενα χρόνια, έτσι, και τότε, της έφερε το μήνυμα ότι σε τρεις ημέρες ο Υιός της πρόκειται να παραλάβει την πάναγνη ψυχή της. Μετά το θείο μήνυμα, η Κυρία Θεοτόκος, ανέβηκε στο Όρος των Ελαιών, όπου προσευχήθηκε προς τον Υιό και Θεό της. Κατόπιν κοινοποίησε στην Εκκλησία το αναμενόμενο γεγονός και άρχισε τις σχετικές προετοιμασίες. Την ημέρα της Κοιμήσεώς της η Χάρη του Κυρίου, υπό μορφή νεφέλης, μετέφερε τους Αποστόλους, που βρίσκονταν μακριά, στην οικία του Ευαγγελιστού Ιωάννου, στη Γεθσημανή, προκειμένου να λάβουν την ευλογία της και να ζήσουν την μακαρία Κοίμησή της. Ο Απόστολος Παύλος, ο Απόστολος Τιμόθεος, ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, καθώς και άλλοι Άγιοι και Αγίες, ήσαν επίσης παρόντες. Η Παναγία παρηγορούσε και συμβούλευε τους Αποστόλους και προσευχόταν για την σωτηρία του σύμπαντος κόσμου, έως και το πρωὶ, οπότε ο ίδιος ο Υιός της παρέλαβε το πνεύμα της.
Τότε, «το θεοδόχον αυτής σώμα, μετά αγγελικής και αποστολικής υμνωδίας εκκομισθέν και κηδευθέν, εν σορώ τη εν Γεθσημανή κατετέθη», παρόλο που οι Ιουδαίοι παρεμπόδιζαν την αγία τελετή. Αναφέρεται δε ότι κάποιος Ιουδαίος, ο Ιεφονίας, προσπάθησε να ανακόψει τον ενταφιασμό της, με αποτέλεσμα να αποκοπούν τα χέρια του από αόρατη δύναμη. Ευτυχώς δε, ο Ιεφονίας μετανόησε και αμέσως θεραπεύτηκε. Παρόμοια τύχη είχαν όσοι προσέγγιζαν με ασέβεια την Παναγία· τυφλώνονταν, αλλά όταν μετανοούσαν ξαναέβρισκαν το φως τους.
Οι Άγιοι Απόστολοι ενταφίασαν, τελικά, το πανάγιο σκήνωμα της Θεοτόκου και παρέμειναν εκεί για τρεις μέρες, ενώ «η των αγγέλων χοροστασία και υμνωδία διέμεινεν άπαυστος». «Μετά δε την τρίτην ημέραν της αγγελικής υμνωδίας παυσαμένης, παρόντες οι απόστολοι, ενός αυτοίς απολειφθέντος και μετά την τρίτην ελθόντος και το θεοδόχον σώμα προσκυνήσαι βουληθέντος, ήνοιξαν την σορόν. Και το μεν σώμα αυτής το πανύμνητον ουδαμώς ευρείν ηδυνήθησαν, μόνα δε αυτής τα εντάφια κείμενα ευρόντες και της εξ αυτών αφάτου ευωδίας εμφορηθέντες», αναφέρει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στο Εγκώμιόν του εις την πάνσεπτη Κοίμηση της Θεομήτορος.
Ο Απόστολος που απουσίαζε ανήμερα της Κοιμήσεως ήταν, κατά την Παράδοση, ο Θωμάς. Έτσι, την τρίτη ημέρα απὸ την Κοίμησή της Θεοτόκου, κατά την οποία η Παναγία έμελλε να μεταστεί σωματικώς προς τον Υιό της, ο Απόστολος Θωμάς μεταφέρθηκε από τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος στη Γεθσημανή, όπου είδε την Θεοτόκο να αναλαμβάνεται στους ουρανοὺς. Τότε, η Παναγία τού παρέδωσε την Αγία Ζώνη της, η οποία φυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού στην Ιερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου.
Οι παρακλητικοί Κανόνες της Θεοτόκου
Η ημέρα της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι λαμπρότατη. Στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας το Απολυτίκιον της εορτής και το Κοντάκιον διερμηνεύουν το γιατί. «Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἓν τὴ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὗ κατέλιπες Θεοτόκε, Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταὶς πρεσβείαις ταὶς σαὶς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν». «Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν, ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον».
Η εορτή αυτή της Παναγίας στην αρχή ήταν κινητή, αλλά στη συνέχεια, με εντολή του Αυτοκράτορα Μαυρίκιου καθιερώθηκε να τελείται στις 15 Αυγούστου.
Σήμερα, της εορτής προηγείται κατανυκτική περίοδος δύο εβδομάδων, κατά τις οποίες τα απογεύματα εμείς οι Χριστιανοί συναγόμαστε στις εκκλησίες, προκειμένου να ψάλλουμε τον Παρακλητικό Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο.
Προστρέχουμε στην Παναγία, και ψάλλουμε τις Παρακλήσεις, γιατί πιστεύουμε ακράδαντα, μαζί με τον ποιητή της Παρακλήσεως, ότι «ουδείς προστρέχων επι σοι κατησχημένος από σου εκπορεύεται Παρθένε Θεοτόκε, αλλά αιτείται τη χάριν και λαμβάνει το δώρημα προς το συμφέρον της αιτήσεως». Η εμπειρία μας από τις απειράριθμες ευεργεσίες που δεχτήκαμε από την Κυρία των Ουρανών δεν μας επιτρέπει να σιωπήσουμε «ου σιωπήσωμέν ποτε, Θεοτόκε, τα δυναστείας σου λαλείν οι ανάξιοι ειμή γαρ συ προΐστασο πρεσβεύουσα, τις ημάς ερρύσατο εκ τοσούτων κινδύνων; Ουκ αποστώμεν, Δέσποινα, εκ σου σους γαρ δούλους σώζεις αεί, εκ παντοίων δεινών». «Ου κρύπτω σου τον βυθόν του ελέους και την βρύσιν των απείρων θαυμάτων…αλλά απάσιν ομολογώ και βοώ και κηρύττω και φθέγγομαι».
Ομολογούμε έμπροσθεν της Κυρίας Θεοτόκου την αμαρτωλότητά μας, εκφράζουμε προς Αυτήν την κραυγή αγωνίας, τον ψυχικό και σωματικό μας πόνο και τη θλίψη, που μας κάνουν να αισθανόμαστε πως «η ζωή μας τω Άδη προσήγγισε». Βεβαίως, όμως, δεν απελπιζόμαστε και δεν μοιρολογούμε, ως οι μη έχοντες ελπίδα, αλλά εκ βάθους καρδίας ψάλλουμε «χαράς μου την καρδίαν πλήρωσον Παρθένε… της αμαρτίας την λύπη εξαφανίσασα». Εναποθέτουμε όλες μας τις ελπίδες σε Αυτή, γιατί γνωρίζουμε, εκ πείρας, ότι πραγματικά είναι φιλεύσπλαχνη και ότι ως Μητέρα του Θεού είναι πηγή ελέους, το μόνο καταφύγιο του κόσμου και «μεσιτεία προς τον Ποιητή αμετάθετος». Επιπλέον, την παρακαλούμε να κυβερνήσει τη ζωή μας, και ως «άρρηκτον τείχος και προστασία» και «φρουρά ασφαλεστάτη» που είναι να μας διαφυλάξει από «των δαιμόνων τα τοξεύματα», που μας περικυκλώνουν, και τα οποία δεν μπορούμε από μόνοι μας να αντιμετωπίσουμε. Έτσι εμείς οι Χριστιανοί ζούμε αληθινά το Πάσχα του καλοκαιριού.
Τις μέρες αυτές, λοιπόν, ψάλλονται εναλλάξ μέχρι και το απόγευμα της 13ης Αυγούστου, εκτός των Εσπερινών των Σαββάτων και της Εορτής της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, ο Μικρός Παρακλητικός Κανόνας, που είναι έργο-ποίημα ενός υμνογράφου με το όνομα Θεοστήρικτος Μοναχός, κατά κόσμο Θεοφάνης, και ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας, που είναι ποίημα του Θεοδώρου Β΄ του Λασκάρεως, Αυτοκράτορα της Νικαίας, ο οποίος έζησε τον 13ο αιώνα.
Για τον υμνογράφο του Μικρού Παρακλητικού, μοναχό Θεοστήρικτο, δεν έχουμε άλλα στοιχεία ταυτότητας. Για τον ποιητή του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα, Θεόδωρο Β΄ γνωρίζουμε πως ήταν παιδί του Αγίου Ιωάννη Βατάτζη και της Ειρήνης Λάσκαρη. Αναφέρεται ότι ο Αυτοκράτορας Θεόδωρος είχε μία πάθηση, η οποία του προκαλούσε βαριά κατάθλιψη, και από την οποία προσευχόταν να απαλλαγεί. Μάλιστα, φαίνεται ότι κάποτε είχε παραμελήσει τον πνευματικό του αγώνα, γι’ αυτό και επαναλάμβανε συνεχώς τη φράση «εγκατέλιπόν σε Χριστέ». Οι προσευχές του, λοιπόν, έλαβαν τη μορφή Παρακλήσεως προς την Παναγία όταν γνώρισε τη Βασίλισσα της Ηπείρου, Αγία Θεοδώρα, η οποία ευλαβείτο πολύ την Θεοτόκο. Απ’ αυτήν έμαθε στις δύσκολες στιγμές, και ιδίως όταν τον κατέβαλλε η θλίψη, να απευθύνεται προς την Παναγία και να την παρακαλεί να του καταπραϋνει το άλγος και να του μεταδώσει τη θεία χαρά και παρηγοριά. Στον Παρακλητικό αυτό Κανόνα «διεκτραγωδούνται τα παθήματα και τα βάσανα μιας ψυχής…, όπου εις βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους και Άραβας και τους ιδικούς του, διεκτραγωδεί προς την Παναγίαν τους ιδίους πόνους του, και τους διωγμούς, όσους υπέφερεν από τα στίφη των βαρβάρων, τα οποία ονομάζει ΄΄νέφη΄΄», σημειώνει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Η Παράκληση του Θεοδώρου Β’ διαδόθηκε στις Ιερές Μονές της περιοχής, όπου καταρτίστηκε ως ακολουθία, και από εκεί εξαπλώθηκε σε όλο το Βυζάντιο ως ο Μέγας Παρακλητικός Κανόνας.
Η εναλλακτική τέλεση των δύο ιερών Παρακλήσεων οφείλεται, μάλλον, στις ιστορικές συγκυρίες που σημάδεψαν το Βυζάντιο το έτος 1261. Εκείνη τη χρονιά, λοιπόν, επί Αυτοκρατορίας του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, έγινε ανακατάληψη της Βασιλεύουσας χωρίς αιματοχυσίες και το γεγονός αυτό αποδόθηκε στην θαυματουργική παρέμβαση της Θεοτόκου. Τότε, ο Μιχαήλ θέλησε να εισέλθει στην Πόλη εν πομπή και να αναπέμψει ευχαριστίες προς την Παναγία. Ωστόσο, επειδή εκείνη την περίοδο ψαλλόταν στις εκκλησίες ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας του Θεοδώρου Β΄, έπρεπε να εξεβρεθεί μία ενδιάμεση λύση. Τότε προτάθηκε να χρησιμοποιείται και ο αρχαιότερος Μικρός Παρακλητικός Κανόνας προς την Υπεραγία Θεοτόκο. Από τότε, λοιπόν, η χρήση του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα γίνεται μόνο κατά την Νηστεία του Δεκαπενταυγούστου.
Η τέλεση, λοιπόν, των Παρακλητικών Κανόνων, που, σημειωτέον, εντάσσεται μεταξύ των δύο μεγάλων εορτών της Εκκλησίας, της Αναστάσεως και των Χριστουγέννων, γίνεται προκειμένου να αναπέμψουμε δεήσεις και ικεσίες προς την Παναγία, την μόνη μας μεσίτρια προς τον Φιλάνθρωπο Θεό, ώστε να μας δοθεί έλεος και δύναμη να ανεβούμε το Γολγοθά μας, όπου και βιώνεται η ανείπωτη Χαρά της Αναστάσεως. Γιατί η Ανάσταση δεν υπάρχει πέρα από τον Σταυρό, αλλά χαρίζεται εκεί πάνω, στον Σταυρό.
Ας αποδώσουμε τις πρέπουσες τιμές και ας παρακαλέσουμε, λοιπόν, και εμείς, όπως ο σπουδαιότατος κήρυκας Ηλίας Μηνιάτης (1669-1714) την Κυρία Θεοτόκο: «Κεχαριτωμένη, Δεδοξασμένη, Παντάνασσα, από την άφθονον εκείνην ηλιοβολίαν του θείου φωτός οπού χαίρεσαι, παρισταμένη εκ δεξιών του μονογενούς σου Υιού, πέμψον εδώ κάτω και εις ημάς τους ευλαβείς δούλους σου μίαν μακαρίαν ακτίνα, οπού να είναι και φως εις τον εσκοτισμένον μας νουν και φλόγα εις την ψυχραμένην μας θέλησιν, διά να βλέπωμεν να περιπατούμεν σπουδαίοι εις την οδόν των θείων δικαιωμάτων. Ημείς, μετά Θεόν, εις εσέ του Θεού την Μητέρα και Μητέρα ημών έχομεν την ελπίδα της σωτηρίας μας από σε ελπίζομεν τας νίκας της γαληνοτάτης Αυθεντίας, τα τρόπαια των Ευσεβών Βασιλέων την στερέωσιν της Εκκλησίας την αντίληψιν του Ορθοδόξου γένους την σκέπην της ευλαβούς του ταύτης πολιτείας, οπού είναι αφιερωμένη εις την άμαχόν σου βοήθειαν. Ναι, Παναγία Παρθένε, ναι, Μαρία, όνομα οπού είναι η χαρά, η παρηγορία, το καύχημα των Χριστιανών δέξου την νηστείαν και παράκλησιν των αγίων τούτων ημερών, οπού εκάμαμε εις τιμήν σου, ως θυμίαμα ευπρόσδεκτον και αξίωσόν μας, καθώς εδώ εις την Εκκλησίαν ευλαβώς ασπαζόμεθα την αγίαν και θαυματουργόν ταύτην εικόνα, έτζι και εκεί εις τον Παράδεισον να ιδούμεν αυτό το μακάριόν σου πρόσωπον, το οποίον να προσκυνούμεν συν τω Πατρί και τω Υιώ και τω αγίω Πνεύματι, εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν».

Κυριακή των Μυροφόρων: Ταφικά έθιμα, γεγονότα και το μέγα προνόμιο της Θεομήτορος
Η προσέλευση των Μυροφόρων στον τάφο του Χριστού γίνεται αφορμή για συσχέτιση τού γεγονότος τής ταφής του Χριστού με τα κυριότερα Εβραϊκά ταφικά έθιμα:
Καταρχάς πρέπει να γνωρίζουμε πώς η κάθε Εβραϊκή κοινότητα περιελάμβανε και μία ομάδα υπεύθυνη για την περιποίηση φύλαξη και ταφή του νεκρού. Πρόκειται για την Hevra Kadisha, κατά κυριολεξία, «Αγία Kοινότητα», αλλά, κατά έννοιαν, «Κοινότητα Ενταφιασμού». Τα συνηθέστερα έθιμα περιελάμβαναν τον καθαρισμό του νεκρού σώματος, την φύλαξή του, την επάλειψή του με μύρα, το ντύσιμό του, την διατήρηση της τάξεως κατά την παραμονή του μέσα στο σπίτι, την τήρηση του τυπικού, ως προς τις προσευχές, τους ύμνους και τους επικήδειους ψαλμούς, την διατήρηση της τάξεως κατά την προσέλευση φίλων και συγγενών, την ηθική στήριξη της οικογένειας. Ακολουθούσε η οργανωμένη πομπή προς τον τάφο μέ ψαλμούς και ύμνους και, τέλος, η ταφή, η οποία διέφερε, αναλόγως και τής κοινωνικής η οικονομικής τάξεως τής οικογένειας.
Η «Αγία Κοινότητα» ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα σημερινό γραφείο τελετών. Έργο της δεν ήταν μόνο μια διεκπεραίωση, αλλά μια βαθύτερη κοινωνική και ψυχολογική λειτουργία –κυριολεκτικά «έργο λαού»-, η οποία συνδύαζε το τραγικό γεγονός με την επιβεβαίωση των κοινωνικών θεσμών και την ένταξή του στο ευρύτερο θρησκευτικό και πνευματικό πλαίσιο του Νόμου. Σημειωτέον πως το έργο αυτό γινόταν σε εθελοντική βάση από ανθρώπους αναγνωρισμένης καλοσύνης, πνευματικής συγκρότησης και διάθεσης προσφοράς, που έχαιραν μεγάλης εκτιμήσεως από όλη την κοινότητα
Στην περίπτωση του Ιησού, όλα μοιάζουν να γίνονται βιαστικά και να καταβάλλεται προσπάθεια να τηρηθούν τα στοιχειώδη. Επίσης, δεν φαίνεται ανάμιξη ξένων προσώπων στην διαδικασία από την Αποκαθήλωση μέχρι την Ταφή, παρά μόνον εκείνων που άνηκαν στο στενό συγγενικό κύκλο του Ιησού ή κάποιων Μαθητών του, καθώς και στον κύκλο όσων τον ακολουθούσαν.
Ο Ιησούς κατέρχεται από τον Σταύρο μόνον από άνδρες και τυλίγεται με ένα πεντακάθαρο λευκό σεντόνι. Αν και ο καθαρισμός και το μύρωμα του σώματος ανήκει κατά παράδοσιν σε γυναίκες, το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο είναι το μόνο που αναφέρει πως, εκείνος που φέρνει μείγμα από σμύρνα και αλόη, και μάλιστα σε ποσότητα που μάλλον είναι υπερβολική-«ως λύτρας εκατόν»- είναι ο Νικόδημος(19, 39), ο οποίος, μαζί με τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία αναλαμβάνουν να τυλίξουν με πάνινες λωρίδες το, κατά πάσα πιθανότητα, πλυμένο σώμα του Χριστού, αφού πρώτα το έχουν μυρώσει. Είναι φανερό πως τα πάντα πρέπει να γίνουν γρήγορα, χωρίς τις αναπόφευκτες καθυστερήσεις που θα επέφερε το μοιρολόι των γυναικών και οι θρηνητικές τους εκδηλώσεις. Πλησιάζει άλλωστε η αργία του Σαββάτου, αν και στους λόγους τής βιασύνης πρέπει να προστεθεί ο κίνδυνος επεμβάσεως φανατικών Εβραίων, με υποδείξεις ή όχι των Φαρισαίων. Βεβαίως, ούτε λόγος να γίνεται για παραμονή του νεκρού σε κάποιο σπίτι ή σε κάποιο ανοιχτό μέρος για τον τελευταίο αποχαιρετισμό.
Πιθανόν η πομπή θα πραγματοποιήθηκε, έστω και βιαστικά, με τον καθιερωμένο τρόπο, δηλαδή τους άντρες να μεταφέρουν τον νεκρό, προφανώς σε μία πρόχειρη κλίνη, ενώ προηγούνταν οι γυναίκες κλαίγοντας, οπωσδήποτε όμως σιωπηλά και φοβισμένα, διχασμένες ανάμεσα στον αβάσταχτο πόνο και τον φόβο.
Ο τάφος, στον οποίον φτάνουν μετά από σύντομη διαδρομή, έχει όλα τα χαρακτηριστικά τον τάφων των επιφανών και πλουσίων ανθρώπων: Ένα τετράγωνο δωμάτιο με εσοχές ή με ερμάρια σκαλισμένα στο βράχο. Οι διηγήσεις των Ευαγγελίων δεν κάνουν λόγο για φέρετρο. Το πιθανότερο είναι να εναπόθεσαν το σώμα καταγής ή σε σημείο κάπως υπερυψωμένο. Ο κυλιόμενος βράχος θα εκινείτο οπωσδήποτε σε σκαλισμένο «δρόμο», είναι όμως βέβαιον πως, ακόμη και έτσι, η μετακίνηση του θα αποτελούσε έργο όχι ενός, αλλά περισσότερων ανδρών. Κατά την παράδοση, ο τάφος θα σφραγίστηκε και πιθανόν θα άσπρισαν, έστω και βιαστικά τον βράχο με ασβέστη, για να γνωρίζει ο κόσμος πως, πρόσφατα, είχε τοποθετηθεί μέσα νεκρός.
Αν δεν είχαν επακολουθήσει τα γεγονότα που περιγράφουν τα Ευαγγέλια, σχετικά με την Ανάσταση, αμέσως μετά την ταφή, θα ακολουθούσε γεύμα. Τα οικεία πρόσωπα του Ιησού θα Τον θρηνούσαν για τρεις ημέρες, χωρίς να απασχολούνται με τίποτε άλλο, ενώ το πένθος θα κρατούσε 30 ημέρες. Χαρακτηριστικό των ημερών αυτών θα ήταν η πλήρης αδιαφορία συγγενών και φίλων για την εξωτερική τους εμφάνιση, ακόμη και για την καθαριότητα τους.
Μόλις ολοκληρώνεται η Ταφή του Χριστού, φαίνεται να αποσύρεται εντελώς το ανδρικό στοιχείο. Η εξήγηση για το γεγονός αυτό πρέπει να αναζητηθεί, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Ψυχολογικά, δεν είναι δύσκολο κανείς να συμπεράνει την ψυχική φόρτιση των γυναικών που, οπωσδήποτε, υπερτερεί έναντι «λογικών» μέσων προστασίας, τα οποία εξηγούν και την συμπεριφορά των ανδρών. Με πρωτοστατούσα την Παναγία, ως μητέρα του Ιησού, η ανάγκη των γυναικών να εκτονώσουν και να εκφράσουν την συναισθηματική τους φόρτιση, υπήρξε καταλυτική για τις αποφάσεις τους να βρεθουν κοντά στον Μεγάλο Νεκρό, έστω και κοντά στο σφραγισμένο μνημείο. Όσον αφορά το κοινωνικό μέρος, οι γυναίκες, προφανώς, αισθάνονται ότι ένα βασικό μέρος του νεκρικού τελετουργικού δεν έχει εκπληρωθεί όπως έπρεπε. Η ενέργειά τους να σπεύσουν με μύρα στον ήδη κλειστό τάφο δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνον βάσει της επιθυμίας τους να εκπληρώσουν το έργο της επάλειψης με μύρα, το οποίον, παραδοσιακά, τους ανήκει. Το πρωτόγνωρο του πράγματος και η αμηχανία τους περικλείεται στην φράση:
«Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;» (Μρκ, 16,3)
Τα ερωτήματα όμως δεν σταματούν εδώ: Κατά τους ερμηνευτές, όπως ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ομιλία του στην Κυριακή των Μυροφόρων και ο Άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης, Έλληνας λόγιος του 16ου αιώνα, σε ομώνυμο έργο του, δίνοντας εξήγηση για τις διαφορετικές περιγραφές της επισκέψεως των Μυροφόρων στο μνημείο, θεωρούν βέβαιον πως περισσότερες της μίας ομάδες Μυροφόρων έσπευσαν στον Τάφο, τον οποίον βρήκαν ανοιχτό, τους φρουρούς να έχουν εγκαταλείψει τη θέση τους και το σώμα του Διδασκάλου να λείπει. Το τι σκόπευαν να κάνουν είναι άγνωστο, αν και είναι αβέβαιο εάν είχαν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο.
Όσον αφορά την εξέλιξη των γεγονότων του μεγαλειώδους, του υπέρλαμπρου, αλλά και πέραν πάσης ανθρώπινης λογικής ξημερώματος, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συνδυάζει την υψηλότατη ευφυΐα του με την βαθύτατη ευσέβειά του. Συνδυάζοντας στο προαναφερθέν έργο του τα γεγονότα, καταλήγει πως η μόνη, η οποία υπήρξε μάρτυρας της Αναστάσεως και, έστω και αν δεν το αναφέρουν οι Ευαγγελιστές, είδε και μίλησε με τον Αναστάντα Χριστός και γεύθηκε την άρρητη χαρά της Αναστάσεως του Υιού της είναι η Θεομήτωρ, αυτή, που το Ευαγγέλιο του Ματθαίου ονομάζει «η άλλη Μαρία» (27, 61) και το Ευαγγέλιο του Μάρκου, όπου αναφέρεται ως η μητέρα του Ιωσή (15, 47), υιού του Ιωσήφ του Μνήστορος.
Αναμφίβολα, το συγκινητικότερο σημείο της ομιλίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στην Κυριακή των Μυροφόρων είναι η συνάντηση που (υποθέτει ο Άγιος ότι) έγινε μεταξύ τής Παναγίας και του Αρχαγγέλου Γαβριήλ. Αυτός είναι ο Άγγελος, κατά τον Άγιο Γρηγόριο, ο οποίος ανήγγειλε το γεγονός της Αναστάσεως. Κατά τον Ιερό Πατέρα, μόνον η Παναγία είναι σε θέση να κατανοήσει απολύτως τα λεγόμενα των Αγγέλων της Αναστάσεως και να προσλάβει στο ανώτατο σημείο των ανθρώπινων δυνάμεων την Αναστάσιμη χαρά.
Παράλληλα, η σύνδεση με το γεγονός του Ευαγγελισμού είναι άμεση και πλέον η Θεομήτωρ είναι σε θέση να διαπιστώσει την επαλήθευση του χαρμόσυνου αγγέλματος της σωτηρίας του γένους των ανθρώπων, όπως την ήμερα εκείνη της φανερώσεως τού απ΄ αιώνος μυστηρίου. Ιδού πώς εκφράζει όχι μόνο τη χαρά της Παναγίας αλλά και τη χαρά την δική του, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς:
«Προφανώς δε ό ευαγγελιστής άγγελος ήταν αυτός ό ίδιος ό Γαβριήλ. Διότι μόλις την είδε να σπεύδει έτσι προς τον τάφο, αυτός πού παλιότερα της είχε πει, μη φόβου, Μαριάμ• έδρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ, σπεύδει και τώρα και κατεβαίνει να πει και πάλι το ίδιο στην Αειπάρθενο και να της ευαγγελιστεί την εκ νεκρών άνάστασι εκείνου πού γεννήθηκε άσπορος από αυτήν να σήκωση τον λίθο, να επίδειξη κενό τον τάφο και τα εντάφια και έτσι να την διαβεβαίωση για την χαρμόσυνη είδηση. Διότι λέγει: αποκρίσεις ό άγγελος είπε ταίς γυναιξί• μη φοβήσθε υμάς• Ιησούν ζητείτε τον εσταυρωμένον; ήγέρθη• ίδε ό τόπος όπου εκείτο ό Κύριος. Δηλαδή με αλλά λόγια: Αν και βλέπετε τους φύλακες συγκλονισμένους από τον φόβο, εσείς όμως μη φοβήσθε. Διότι γνωρίζω ότι ζητείτε τον Ιησούν, πού σταυρώθηκε. Σηκώθηκε, δεν βρίσκεται εδώ. Διότι αυτός, όχι μόνο δεν κρατιέται από του αδη και του θανάτου και του τάφου τις κλειδαριές και τους μοχλούς και τις σφραγίδες, αλλά είναι και Κύριος ημών των αθανάτων και ουρανίων αγγέλων και μόνος αυτός είναι Κύριος του σύμπαντος. Διότι, λέγει, ίδετε τον τόπον οπού εκείτο ό Κύριος• και ταχύ πορευθείσαι είπατε τοις μαθηταίς αυτού ότι ηγέρθη από των νεκρών».
Η κατάληξη της συγκεκριμένης ομιλίας είναι συγκλονιστική τόσο για το θεολογικό της βάθος όσο και για τις ηθικές της διαστάσεις: Ο Άγιος Γρηγόριος υπογραμμίζει μεν το μεγαλείο των θαυμαστών γεγονότων του ξημερώματος εκείνου, ούτε λίγο ούτε πολύ όμως, αφήνει να εννοηθεί ότι δεν τα θεωρεί πλέον αναγκαία. Διατυπώνει την θέση πώς τα θαύματα πλέον βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας και είναι τα έργα όσων πίστεψαν και ρύθμισαν τη ζωή τους σύμφωνα με το Αναστάσιμο μήνυμα. Όπως αναφέρει, ζητούμενο δεν είναι μία νοητική πιστή, στηριγμένη έστω σε οράματα κι Αγγελικές εμφανίσεις. Ζητούμενο είναι η απαλλαγή από όλα εκείνα που δένουν χειροπόδαρα την ψυχή, σκορπίζουν τον νουν και εμποδίζουν τον άνθρωπο να γίνει όχι απλός μάρτυρας της Αναστάσεως αλλά μέτοχος μιας νέας, Αναστάσιμης ζωής, άφθαρτης, πλήρους, ενωμένης με τον Αρχηγό της ζωής, τον Ζωοδότη και Φώτοδότη Αναστάντα Κύριο.
Πηγή: pemptousia.gr